Σε ένα ακόμα ταξίδι στον χρόνο, οι μαθητές και οι μαθήτριες της Γ΄ Γυμνασίου παρακολουθούν τα πρώτα βήματα στην πορεία του ελληνικού κράτους. Αναλαμβάνοντας ρόλο αφανούς ήρωα, πρωταγωνιστή ή αυτόπτη μάρτυρα, γράφουν σελίδες ημερολογίου, διαλόγους ή αφηγήσεις - "μαρτυρίες" για σημαντικά ιστορικά γεγονότα της περιόδου από τον Όθωνα ως τον Χαρίλαο Τρικούπη.
Ήμουν κι εγώ εκεί... στην άφιξη του Όθωνα στο Ναύπλιο
Ήμουν κι εγώ εκεί, στο Ναύπλιο, εκείνη τη μέρα που έφτασε ο νέος μας βασιλιάς, ο Όθωνας. Από μέρες, καθώς αναμενόταν η άφιξή του, οι φήμες γι’ αυτόν έδιναν κι έπαιρναν. Πώς θα μας κυβερνούσε; Θα μπορούσαμε να εμπιστευτούμε το μέλλον του τόπου μας στα χέρια του; Οι συζητήσεις στα καφενεία ήταν γεμάτες αβεβαιότητα, ελπίδα και ανυπομονησία.
Από νωρίς το πρωί, μικροί και μεγάλοι είχαμε συγκεντρωθεί στο λιμάνι, περιμένοντας να δούμε τον νέο μας ηγεμόνα. Πολλοί κρατούσαν σημαίες, κλαδιά ελιάς και λουλούδια. Η ημέρα ήταν ηλιόλουστη και η θάλασσα ήρεμη όταν το πλοίο που τον έφερνε στη χώρα ξεπρόβαλε στον ορίζοντα, με τη σημαία να κυματίζει υπερήφανα στον αέρα. Οι καμπάνες άρχισαν να χτυπούν, ενώ τα τύμπανα ηχούσαν ρυθμικά, μαζί με τους τιμητικούς κανονιοβολισμούς από το φρούριο της πόλης.
Είδα τον Όθωνα να κατεβαίνει από το πλοίο, ντυμένος με στρατιωτική στολή, γεμάτος νιότη... Πράγματι, ήταν σχεδόν ένα παιδί, μα στο βλέμμα του διέκρινες μια παράξενη σοβαρότητα, σαν να ένιωθε κι εκείνος το βάρος που κουβαλούσε στις πλάτες του. Έκανε ένα βήμα στη γη μας, και τότε ο κόσμος ξέσπασε σε ζητωκραυγές και επευφημίες. Οι επίσημοι τον υποδέχτηκαν με τιμές, ενώ ο απλός λαός, άνθρωποι που είχαν χάσει τα πάντα στον αγώνα για την ελευθερία, έβλεπαν στον νεαρό βασιλιά, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, μια ελπίδα για σταθερότητα, για ειρήνη, για μια καινούρια αρχή.
Ένα νέο κεφάλαιο άνοιγε για τη χώρα, γεμάτο προκλήσεις και αναπάντητα ερωτήματα, κι εγώ ήμουν μάρτυρας αυτής της σημαντικής στιγμής. Αν και ο χρόνος θα έδειχνε αν ο Όθωνας θα ανταποκρινόταν στις προσδοκίες μας, εκείνη την ημέρα το Ναύπλιο ήταν γεμάτο από την υπόσχεση ενός νέου μέλλοντος…
Σ. Φωτεινή, Γ4
Από το ημερολόγιο του Όθωνα
3 Σεπτεμβρίου 1843
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
τι νύχτα πέρασα… Σωστός εφιάλτης! Από τα μεσάνυχτα ως τις πρώτες πρωινές ώρες όλο και περισσότεροι πολίτες συγκεντρώνονταν μαζικά στον χώρο μπροστά στα ανάκτορα, συνοδευόμενοι από τη φρουρά της Αθήνας, απαιτώντας σύνταγμα! Δεν περίμενα πως ο ελληνικός λαός, στον οποίο ήρθα με καλές προθέσεις για να κυβερνήσω δίκαια, θα στρεφόταν έτσι εναντίον μου…
Πρέπει όμως να το παραδεχτώ, φαίνεται πως οι Έλληνες κουράστηκαν από την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα. Τα οικονομικά των αγροτών ολοένα και χειροτερεύουν, η ληστεία αναπτύσσεται στην ύπαιθρο, ενώ οι Δυνάμεις μας επέβαλαν οικονομικό έλεγχο και περικοπή των κρατικών δαπανών, καθώς αδυνατούσαμε να πληρώσουμε τα δάνειά μας… Και σαν να μην έφταναν αυτά, οι πολιτικοί και των τριών κομμάτων έσπευσαν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση, καλώντας τον κόσμο να αντιδράσει.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας μέσα στο παλάτι επικρατούσε χάος. Οι σύμβουλοί μου διαφωνούσαν ως προς την απόφαση που θα έπρεπε να ληφθεί. Αρχικά, ήμουν κατηγορηματικά αντίθετος όσον αφορά την παραχώρηση συντάγματος. Καθώς όμως το πλήθος των συγκεντρωμένων μεγάλωνε και οι φωνές τους αντηχούσαν στο παλάτι, δεν άργησα να αντιληφθώ πως, αν αρνιόμουν, μπορεί να ακολουθούσε αιματοχυσία. Έτσι, με βαριά καρδιά, αλλά και με την ελπίδα να επανέλθει η ειρήνη, υποχρεώθηκα τελικά να υποχωρήσω και να αποδεχτώ το αίτημά τους…
Μέσα στις επόμενες εβδομάδες θα προκηρυχθούν εκλογές για τη σύγκλιση εθνοσυνέλευσης. Η Ελλάδα θα αποκτήσει για πρώτη φορά σύνταγμα. Ωστόσο, θα φροντίσω να έχω και πάλι εγώ τον πρώτο λόγο όσον αφορά και τις τρεις εξουσίες, ώστε να τις ελέγχω. Βέβαια, προς το παρόν θα πρέπει να περιμένω να δω πώς θα εξελιχθούν οι εκλογές. Ξέρω πως, για να διατηρήσω την εξουσία μου, θα χρειαστώ έναν έμπιστο άνθρωπο στη θέση του πρωθυπουργού, ο οποίος θα είναι πρόθυμος να συνεργαστεί μαζί μου…
Π. Αλέξανδρος, Γ4
Ψ. Γιάννης, Γ4
Σκέψεις του Δημήτριου Καλλέργη
Δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη νύχτα... Η πόλη κοιμόταν, μα η καρδιά της Ελλάδας ξυπνούσε! Το σχέδιο ήταν καλά οργανωμένο. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, αξιωματικοί και στρατιώτες ξεσηκώθηκαν, και μαζί με τον Μακρυγιάννη προχωρήσαμε προς τα ανάκτορα. Ήταν η ώρα να απαιτήσουμε από τον βασιλιά Όθωνα σύνταγμα. Η υπομονή του λαού είχε εξαντληθεί. Ήταν ένα κίνημα για ελευθερία. Ζητούσαμε να πάψει ο Όθων να κυβερνά απολυταρχικά. Να ακούσει, επιτέλους, τη φωνή του λαού.
Ήμασταν αποφασισμένοι, και ο κόσμος μας ακολούθησε. Όταν φτάσαμε μπροστά στο παλάτι, πλήθος πολιτών άρχισε να συγκεντρώνεται για να ενωθεί με τον στρατό. Άντρες και γυναίκες, με ελπίδα στα μάτια… Φώναζαν: «Ζήτω το Σύνταγμα!» και «Κάτω η απολυταρχία!». Όλοι μαζί διεκδικήσαμε τα δικαιώματά μας ειρηνικά, αλλά ανυποχώρητα.
Ο Όθωνας ξύπνησε αναστατωμένος. Είδε τα στρατεύματα και τον λαό συγκεντρωμένους μπροστά στο παλάτι του. Κατάλαβε ότι δεν υπήρχε πια επιστροφή... Υπό την πίεση της κατάστασης, αναγκάστηκε τελικά να δεσμευτεί ότι θα παραχωρήσει σύνταγμα.
Ήταν μια νίκη για τον ελληνικό λαό και είμαι περήφανος που συμμετείχα σ’ αυτό το κίνημα. Πιστεύω ότι τώρα αρχίζει μια νέα εποχή για την πατρίδα μας!
Ζ. Γκεράλντα, Γ1
Φ. Χριστίνα, Γ4
Σκέψεις του Όθωνα κατά την έξωσή του
Η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου… Ενώ λείπαμε με τη βασίλισσα σε περιοδεία στις επαρχίες, ο λαός της Αθήνας εξεγέρθηκε και ο στρατός έχει ταχθεί με τους επαναστάτες.
Ίσως να έκανα λάθη. Ίσως να μην κατάλαβα τον ελληνικό λαό, παρά το ότι είμαι ο βασιλιάς του εδώ και σχεδόν τριάντα χρόνια… Πρέπει λοιπόν να φύγω. Δεν έχω άλλη επιλογή…
Η βασίλισσα Αμαλία είναι συντετριμμένη. Προσπαθώ να παραμείνω δυνατός, για εκείνη, για την αξιοπρέπειά μου. Αφήνω πίσω μου ένα κομμάτι της καρδιάς μου. Την Ελλάδα, το βασίλειό μου, το σπίτι μου…
… Αναχωρούμε. Κοιτάζω για τελευταία φορά την Αθήνα, τον Παρθενώνα, τα βουνά. Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια μου. Αντίο Ελλάδα, αντίο Έλληνες… Ελπίζω να βρείτε έναν καλύτερο ηγέτη, κάποιον που θα σας οδηγήσει στην ευημερία και την ειρήνη. Εγώ, ο Όθωνας, ο πρώτος σας βασιλιάς, φεύγω βαθιά πληγωμένος, αλλά πάντα θα αγαπώ την Ελλάδα, την πατρίδα σας που έγινε και δική μου πατρίδα…
Β. Άγγελος, Γ1
Ήμουν κι εγώ εκεί... στις πρώτες εκλογές που έγιναν στην Ελλάδα
Ήταν Φεβρουάριος του 1844 κι εγώ ήμουν 25 χρονών. Ήταν η πρώτη φορά που θα ψηφίζαμε στην Ελλάδα. Μετά από τις διαμαρτυρίες του λαού, ο βασιλιάς Όθωνας έδωσε σύνταγμα και έτσι έγιναν οι πρώτες εκλογές για να φτιάξουμε Βουλή.
Στο χωριό μας υπήρχε μεγάλη αναστάτωση… Όλοι μιλούσαν για τους υποψήφιους και τα κόμματα. Άλλοι υποστήριζαν το ρωσικό κόμμα, άλλοι το γαλλικό και άλλοι το αγγλικό. Οι καβγάδες στο καφενείο έδιναν και έπαιρναν!
Την ημέρα των εκλογών πήγα στο σχολείο του χωριού, όπου γινόταν η ψηφοφορία. Εκεί φώναζαν τα ονόματά μας και ένας-ένας μπαίναμε να ψηφίσουμε. Η ψήφος γινόταν με μια μικρή μεταλλική μπίλια, που τη ρίχναμε σε ένα κιβώτιο, την κάλπη, διαφορετική για κάθε υποψήφιο. Αυτή ήταν χωρισμένη σε δύο χώρους, έναν για το ΝΑΙ, που είχε χρώμα άσπρο, και έναν για το ΟΧΙ, που είχε χρώμα μαύρο, ανάλογα με το αν ήθελες να ψηφίσεις ή να «μαυρίσεις» τον υποψήφιο αυτόν. Πίσω από την κάλπη, η οποία ήταν κατασκευασμένη έτσι που να μην μπορεί κανείς να δει σε ποιο χώρο της έριχνε το σφαιρίδιό του ο ψηφοφόρος, στεκόταν ο αντιπρόσωπος του υποψηφίου.
Πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να ψηφίσουμε; Άντε εγώ, τα ήξερα τα γραμματάκια μου, αλλά οι περισσότεροι συγχωριανοί μου ήταν αναλφάβητοι. Ήξερε όμως καλά ο καθένας ποιον ήθελε να ψηφίσει… Είδα μάλιστα κάποιους φανατικούς ψηφοφόρους να δαγκώνουν τον μολυβένιο βόλο και να αφήνουν τα ίχνη των δοντιών τους, για να δηλώσουν την αφοσίωσή τους στον υποψήφιο που επέλεγαν.
Ένιωθα περήφανος που συμμετείχα. Ήταν κάτι πολύ σημαντικό για όλους μας. Μπορεί να υπήρχαν δυσκολίες και προβλήματα, αλλά ήταν ένα πρώτο βήμα προς τη δημοκρατία στην Ελλάδα.
Ήμουν κι εγώ εκεί, στις πρώτες εκλογές. Και θα το θυμάμαι για πάντα…
Σ. Φαίη, Γ4
Γ. Άννα, Γ3
Δύο πολίτες συζητούν μετά από την ανακοίνωση της πτώχευσης της χώρας
Τόπος: Αθήνα, κοντά στη Βουλή
Χρόνος: Απόγευμα, λίγο μετά την ανακοίνωση του Τρικούπη, Δεκέμβριος 1893
Γιώργος: (πίνει καφέ νευρικά) Το άκουσες, Νίκο; Το είπε ξεκάθαρα στη Βουλή: «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν»! Δεν μπορώ ακόμα να το πιστέψω…
Νίκος: Το άκουσα, το άκουσα… Σαν μαχαιριά ήταν! Ποιος να το φανταζόταν ότι θα φτάναμε σε τέτοιο σημείο; Ο Τρικούπης προσπαθούσε, αλλά φαίνεται πως τα χρέη μας έπνιξαν.
Γιώργος: Και τώρα; Τι θα γίνει τώρα με τον λαό; Οι φόροι μας είχαν ήδη επιβαρύνει πολύ. Και αυτοί οι δανειστές μας δεν έχουν έλεος… Πού πήγαν όλα αυτά τα δάνεια που πήραμε;
Νίκος: Πήγαν σε έργα, δρόμους, σιδηροδρόμους… Πήγαν και στις τσέπες ορισμένων, μην κρυβόμαστε. Αλλά και να μην είχαν πάει, πώς να πληρώσεις όλους αυτούς τους τόκους που κάθε χρόνο γίνονταν και πιο πολλοί;
Γιώργος: Ο κόσμος είναι απελπισμένος. Έβλεπα πριν λίγο στο Σύνταγμα, κάποιοι έκλαιγαν. Λες και χάσαμε τον πόλεμο…
Νίκος: Είναι σαν να χάσαμε, Γιώργο. Μόνο που αυτή η ήττα είναι διαφορετική. Πέφτουν σπίτια και κλείνουν μαγαζιά. Ο κόσμος πεινάει και θα πεινάσει περισσότερο...
Γιώργος: Αναρωτιέμαι αν θα συνέρθουμε ποτέ από αυτό. Πόσο πίσω θα μας πάει… Και τι θα γίνει με τον Τρικούπη τώρα;
Νίκος: Ίσως τον ρίξουν. Ίσως φύγει μόνος του. Αλλά τουλάχιστον μίλησε με ειλικρίνεια. Άλλος στη θέση του θα έλεγε ψέματα, θα κοιτούσε να αποποιηθεί την ευθύνη...
Γιώργος: Αυτό είναι αλήθεια. Είπε την πιο σκληρή κουβέντα που μπορούσε να πει ηγέτης. Και την είπε καθαρά. Μόνο που το τίμημα θα το πληρώσει πάλι ο λαός…
Νίκος: Πάντα έτσι γίνεται, φίλε μου… Πάντα εμείς πληρώνουμε. Αλλά να θυμάσαι, η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει! Μπορεί να γονατίζει, αλλά σηκώνεται και πάλι.
Γιώργος: Μακάρι να έχεις δίκιο, Νίκο. Εύχομαι να έρθουν καλύτερες μέρες για μας και τα παιδιά μας…
Κ. Γιάννης, Γ1
Η πτώχευση της Ελλάδας (1893) από την οπτική γωνία ενός δημοσίου υπαλλήλου
Σήμερα ανακοινώθηκε επίσημα κάτι που πολλοί από εμάς φοβόμασταν εδώ και καιρό. Ο πρωθυπουργός, ο Χαρίλαος Τρικούπης, δήλωσε στη Βουλή πως η Ελλάδα πτώχευσε. Όταν άκουσα την ανακοίνωση της πτώχευσης, πάγωσα, κι ας το υποπτευόμουν μέρες τώρα. Το μόνο που ένιωσα ήταν ένα βάρος στο στήθος, σαν να με τράβηξε κάποιος στον βυθό.
Στη δουλειά, στο Υπουργείο, η ατμόσφαιρα ήταν ψυχρή και άβολη. Όλοι σιωπηλοί, με βλέμματα χαμένα, σαν να χάσαμε κάτι πιο πολύτιμο κι από το μισθό μας. Μισθός… Χα! Ποιος μισθός; Μας είπαν πως μέχρι νεότερης ενημέρωσης δεν υπάρχει χρήμα να πληρωθούμε. Και πώς θα πάω σπίτι εγώ να κοιτάξω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μας στα μάτια; Τι θα τους πω;
Η μικρή Ελένη χρειάζεται καινούρια παπούτσια, ο Νικολάκης αρρωσταίνει εύκολα, και τα φάρμακα κοστίζουν όσο το μισό μας μηνιάτικο. Η γυναίκα μου κρατάει γερά, δεν παραπονιέται. Προσπαθεί να είναι δίπλα μου, να με στηρίζει. Μα βλέπω στο βλέμμα της τον φόβο - τον ίδιο που έχω κι εγώ, μόνο που ο δικός μου γυρνάει σε βαθύ θυμό.
Οργίζομαι με τον Τρικούπη. Μας μιλούσε για πρόοδο, για σιδηρόδρομους, για έργα και για ανάπτυξη. Και τώρα; Τώρα εμείς, οι μικροί, οι καθημερινοί, πληρώνουμε τα κατορθώματα των μεγάλων. Ωστόσο, εκείνοι θα συνεχίσουν να τρώνε στα καλά σπίτια και να μιλούν για την "ανάπτυξη", ενώ εμείς θα κόβουμε το ψωμί στη μέση.
Και όμως, μέσα σ’ όλη αυτή τη μαυρίλα, δε θέλω να χάσω την ελπίδα μου. Είμαστε ένας λαός που πέρασε πολλά και πάντα είχε το κουράγιο να σταθεί στα πόδια του. Ίσως και τώρα τα πράγματα να αλλάξουν. Ελπίζω, λοιπόν, μια μέρα τα παιδιά μου να ζήσουν σε μια Ελλάδα πιο ισχυρή και δίκαιη, χωρίς φτώχεια και χωρίς ψέματα.
Κ. Ελένη, Γ1
Η πτώχευση της Ελλάδας από την οπτική γωνία ενός απλού πολίτη
Στις 10 Δεκεμβρίου του 1893 ο πρωθυπουργός μας, ο Χαρίλαος Τρικούπης, είπε στη Βουλή δυο λόγια που συγκλόνισαν όλο τον ελληνικό λαό: «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν.». Είναι αλήθεια πως τα προβλήματα είχαν συσσωρευτεί από καιρό. Η κυβέρνηση είχε δανειστεί πολλά λεφτά από το εξωτερικό. Όμως τα χρήματα δε χρησιμοποιήθηκαν σωστά… Πολλά από αυτά σπαταλήθηκαν σε κάθε είδους ρουσφέτια. Οι απλοί άνθρωποι ζοριζόμασταν πολύ οικονομικά. Οι φόροι ήταν μεγάλοι και τα προϊόντα στο παζάρι ακρίβαιναν συνέχεια. Ο κόσμος άρχισε να θυμώνει και να χάνει την υπομονή του. Δεν ήταν δίκαιο να πληρώνουμε εμείς τα λάθη των άλλων… Ωστόσο, κανείς δεν ήθελε να πιστέψει ότι η χώρα μας θα έφτανε σε αυτήν την ταπείνωση.
Το νέο διαδόθηκε σαν αστραπή. Όταν περπατούσες στους δρόμους της Αθήνας, το μόνο που έβλεπες σε όλα τα πρόσωπα ήταν απογοήτευση, θυμός και φόβος. Πολλοί έμποροι έβαζαν λουκέτα στα μαγαζιά τους και οι άνθρωποι στα καφενεία μιλούσαν με κατεβασμένα τα κεφάλια. Άλλοι έριχναν την ευθύνη στους ξένους και άλλοι στους δικούς μας πολιτικούς. Το βάρος της πτώχευσης απλώνονταν σε όλους, σαν ένα σύννεφο που σκέπαζε το μέλλον μας. Κανείς δεν ήξερε τι θα γινόταν την επόμενη μέρα. Τα χρέη της χώρας ήταν μεγάλα και δεν μπορούσαμε πλέον να πληρώνουμε τους τόκους στους ξένους δανειστές…
Όλα όσα είχαμε χτίσει με τόσο κόπο, τα μεγάλα έργα, μαζί και οι ελπίδες μας για μια καλύτερη ζωή έμοιαζαν τώρα σαν μία κλωστή που είχε σπάσει. Είχαμε κάνει τόσο αγώνα για να κατακτήσουμε την ελευθερία μας και τώρα βλέπαμε τα όνειρά μας να γκρεμίζονται και πάλι. Εμείς, ο απλός λαός, ξέραμε πως οι μέρες που έρχονταν θα ήταν ακόμα πιο δύσκολες, αλλά μέσα μας υπήρχε και ένα πείσμα πως ό,τι και να έρθει εμείς θα το αντέξουμε, και θα ορθοποδήσουμε για άλλη μια φορά…
Μ. Αθηνά, Γ4
Σκέψεις του Χαρίλαου Τρικούπη
Όταν αποφάσισα να εγκαταλείψω τη διπλωματική μου καριέρα και να γυρίσω στην Ελλάδα για να μπω στον στίβο της πολιτικής, ήξερα ποια κατάσταση θα συναντήσω. Η διοίκηση της χώρας ήταν άναρχη, τα οικονομικά σε κακή κατάσταση και η πολιτική σκηνή διχασμένη, υποταγμένη σε προσωπικά συμφέροντα και αυλές. Δεν μπορούσα να μείνω αμέτοχος… Είχα χρέος απέναντι σε αυτόν τον τόπο. Το 1874 δημοσίευσα το περίφημο άρθρο μου «Τις πταίει;» στην εφημερίδα Καιροί, κατηγορώντας ανοιχτά τον βασιλιά Γεώργιο Α΄ ότι αγνοούσε τη λαϊκή βούληση, επιλέγοντας πρωθυπουργούς που δεν είχαν τη δεδηλωμένη υποστήριξη της Βουλής. Αυτό ήταν ριψοκίνδυνο - φυλακίστηκα προσωρινά - αλλά αναγκαίο. Ήθελα να βάλω τα θεμέλια μιας πιο σύγχρονης, δημοκρατικής διακυβέρνησης.
Ως πρωθυπουργός προσπάθησα να φέρω μεταρρυθμίσεις. Έβαλα στόχο την ανάπτυξη των υποδομών: χιλιάδες χιλιόμετρα δρόμων κατασκευάστηκαν, το σιδηροδρομικό δίκτυο επεκτάθηκε και το έργο ζωής μου - η διάνοιξη της Διώρυγας της Κορίνθου - έγινε πραγματικότητα. Ήθελα να φέρω την Ελλάδα πιο κοντά στην Ευρώπη.
Αλλά η πρόοδος είχε κόστος… Δανεισμοί από το εξωτερικό και κακοδιαχείριση των οικονομικών οδήγησαν τη χώρα στο χείλος της χρεοκοπίας. Το Δεκέμβριο του 1893 στάθηκα στο βήμα της Βουλής και, με πόνο ψυχής, πρόφερα τη φράση που με ακολουθεί μέχρι σήμερα: «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν». Δεν το είπα με ευκολία. Ήταν η πικρή αλήθεια… Ήταν η ευθύνη που όφειλα να αναλάβω απέναντι στον ελληνικό λαό.
Παρά τις απογοητεύσεις, δε μετανιώνω. Πίστευα και πιστεύω ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει ισχυρή, εφόσον επενδύσει στην παιδεία, τη διαφάνεια και την ανάπτυξη. Αν η Ιστορία με θυμάται αυστηρά, ας το κάνει. Εγώ προσπάθησα…
Α. Χρύσα, Γ3
Λ. Ηλιάνα, Γ3












.jpg)








