Στο πλαίσιο της διδασκαλίας του αφηγήματος του Λ. Τολστόι με τίτλο "Ο παππούς και το εγγονάκι" οι μαθητές και οι μαθήτριες της Α΄ Γυμνασίου εκφράστηκαν μέσα από τη ζωγραφική ή το κόμικς...
Ν. Γιάννης, Α4
Μ. Γεωργία, Α2
Σ. Χρήστος, Α4
Τ. Ζέτα, Α2
Σ. Μαριάννα, Α4
Χ. Βαλέρια, Α2
Τ. Αθανασία, Α2
Μ. Στέργιος, Α2
Άλλοι/ες προτίμησαν να αναδιηγηθούν την ιστορία, υιοθετώντας την οπτική γωνία του παππού ή του εγγονού.
Ο παππούς
Γεννήθηκα σε μια φτωχή οικογένεια με πολλά αδέλφια και γονείς μεροκαματιάρηδες. Αναγκάστηκα να σταματήσω το σχολείο και να μπω στη βιοπάλη από μικρό παιδί. Όλη μου τη ζωή θυμάμαι να δουλεύω… Παντρεύτηκα μικρός. Ερωτεύτηκα τρελά τη γυναίκα μου και, παρόλη τη φτώχεια μας, ζήσαμε αγαπημένοι και ευτυχισμένοι. Αυτή την ευτυχία ήρθε να τη συμπληρώσει το μονάκριβο αγοράκι μας. Μικρός ήταν το πιο χαρούμενο παιδάκι που μπορείς να φανταστείς… Μας ζάλιζε συνέχεια με τις απανωτές ερωτήσεις του, ήθελε να μαθαίνει τα πάντα! Ήταν βέβαια και αρκετά ζωηρός, όλο αταξίες και ζημιές έκανε. Ωστόσο, προσπαθούσα να μην τον μαλώνω, να τα συζητάμε όλα και να τον καθοδηγώ στο σωστό με υπομονή και αγάπη.
Περνούσαν τα χρόνια… Οι μικροί κάποτε μεγαλώνουν και οι μεγαλύτεροι γερνούν. Ήρθε η ώρα που ο γιος μου παντρεύτηκε και έκανε τη δική του οικογένεια. Δεν άργησα να γίνω παππούς. Η χαρά η δική μου και της γυναίκας μου ήταν απερίγραπτη! Δυστυχώς όμως, η μοίρα είχε άλλα σχέδια. Η αγαπημένη μου γυναίκα αρρώστησε βαριά και έφυγε από τη ζωή. Δεν πρόλαβε να χαρεί το εγγονάκι μας… Με άφησε μόνο μου, βυθισμένο στη θλίψη. Τότε ο γιος μου μου πρότεινε να πάω να μείνω μαζί του, στο δικό του σπίτι. Αν και η αλήθεια είναι πως ήμουν επιφυλακτικός, δέχτηκα.
Τώρα πλέον κοντεύω τα 80 και νιώθω πως οι δυνάμεις μου με έχουν πια εγκαταλείψει. Το εγγονάκι μου, ο Μίσα, είναι 8 χρονών. Είναι ένα τόσο καλό παιδί, χαρούμενος και γεμάτος ζωντάνια, όπως ο πατέρας του στην αντίστοιχη ηλικία! Μ’ αγαπάει πολύ και όλο μου ζητάει να του λέω ιστορίες από τα παλιά. Κι εγώ άλλο που δε θέλω... Τα πάμε πολύ καλά οι δυο μας.
Μακάρι να μπορούσα να πω τα ίδια και για τους γονείς του… Σχεδόν κάθε μέρα η νύφη μου μου κάνει παρατηρήσεις, μου μιλάει απότομα και με μαλώνει. Έχει τα δίκια της κι αυτή, την έχω κουράσει, αλλά φταίει που είμαι ανήμπορος, δεν το κάνω επίτηδες. Αυτό όμως που με πονάει περισσότερο είναι η στάση του γιου μου. Ποτέ δεν επεμβαίνει, για να ηρεμήσει λίγο τη γυναίκα του, και η κατάσταση ξεφεύγει όλο και περισσότερο. Νιώθω πως η παρουσία μου ενοχλεί και επιβαρύνει τον γιο μου και τη νύφη μου. Υπάρχουν στιγμές που εύχομαι να κλείσω πια τα μάτια μου, για να ησυχάσω κι εγώ κι αυτοί…
Σ. Αθηνά, Α2
Έχω γεράσει πια… Δεν ακούω τι μου λένε, δε βλέπω και καλά… Δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου και δυσκολεύομαι να φάω μόνος μου. Μια και δεν μπορώ να φροντίσω τον εαυτό μου, μένω μαζί με τον μοναχογιό μου, τη γυναίκα του και το εγγονάκι μου, τον Μίσα.
Εδώ και καιρό όμως τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Αισθανόμουν ότι έχω γίνει βάρος στα παιδιά μου… Μα τι μπορώ να κάνω;, σκεφτόμουν. Θα ήθελα πολύ να είμαι ανεξάρτητος και να αυτοεξυπηρετούμαι, αλλά δεν είναι στο χέρι μου. Έτσι, έκανα ό,τι μπορούσα για να μην τους νευριάζω. Οι φωνές και τα μαλώματα είναι ανώφελα, μόνο με πληγώνουν…
Το αποκορύφωμα ήταν όταν ένα πήλινο πιάτο που κρατούσα μου γλίστρησε από τα χέρια και έσπασε. Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Η νύφη μου θύμωσε και ούτε λίγο ούτε πολύ μου είπε ότι δεν είμαι ικανός ούτε καν να τρώω σε κανονικό πιάτο, παρά μόνο σε ξύλινη γαβάθα. Ένιωσα πολύ άσχημα, όπως όταν ήμουν μικρός κι έκανα κάποια αταξία και με μάλωνε ο πατέρας μου. Ζάρωσα στη γωνιά μου και δεν είπα τίποτα. Μονάχα σκεφτόμουν πώς είχα καταντήσει... Ο γιος μου δεν έδωσε σημασία. Μόνο ο μικρός συναισθάνθηκε τη λύπη μου, ήρθε κοντά μου και με αγκάλιασε…
Την επόμενη μέρα καθόμουν στην αυλή, στον ήλιο, και είδα τον Μίσα να βγαίνει από την αποθήκη με ένα κούτσουρο στο χέρι. Βάλθηκε να το σκαλίζει με πολλή προσοχή. Οι γονείς του απόρησαν και τον ρώτησαν με τι ασχολείται τόση ώρα κι εκείνος τους απάντησε ότι φτιάχνει μία ξύλινη γαβάθα γι’ αυτούς, για να τρώνε όταν φτάσουν στην ηλικία μου. Και οι δυο τους έβαλαν τα κλάματα… Κατάλαβαν το λάθος τους και μου ζήτησαν συγγνώμη για όλα τα φαρμάκια που με πότιζαν. Τώρα πια με βάζουν να τρώω μαζί τους και με φροντίζουν όπως πρέπει. Κι αν καμιά φορά λερώνω και λιγάκι, μου λένε: «Δεν πειράζει, εσύ να είσαι καλά.».
Την αλλαγή αυτή την οφείλω στον Μίσα, ο οποίος άθελά του έδωσε στους γονείς του ένα πολύ καλό μάθημα. Ο Θεός να τον έχει καλά… Είναι ο μικρός μου ήρωας!
Μ. Όλγα, Α2
Ο Μίσα γράφει στο ημερολόγιό του
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
σήμερα το μεσημέρι ο παππούς ήρθε να κάτσει στο τραπέζι, μετά από πολύ καιρό. Αλήθεια, δε θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που έφαγε μαζί μας. Συνήθως τρώει στη μεγάλη χτιστή θερμάστρα όπου πλαγιάζει. Εκεί που τρώγαμε όμως, του παππού του ξέφυγε από τα χέρια το πήλινο πιάτο, έπεσε κάτω και έσπασε. Στο πάτωμα υπήρχε σούπα, θρύψαλα... χαμός! Η μαμά μου αμέσως άρχισε να φωνάζει και τα έβαλε με τον παππού. Του είπε πως τα χαλάει όλα στο σπίτι και σπάει τα πιάτα, γι’ αυτό και δε θα του ξαναδώσει πήλινο πιάτο, αλλά από εδώ και πέρα θα τρώει μόνο σε ξύλινη γαβάθα. Στεναχωρήθηκα για τον παππού, γιατί δεν έφταιγε για ό,τι έγινε, είναι μεγάλος σε ηλικία και τα χέρια του τρέμουν. Αυτός ο καημένος απλά άκουγε τη μαμά μου με σκυμμένο το κεφάλι, χωρίς να λέει τίποτα, αναστέναξε μόνο…
Μετά από όλα αυτά, πήρα κι εγώ μια απόφαση. Θα φρόντιζα οι γονείς μου να έχουν από τώρα ό,τι θα τους χρειαστεί στα γεράματά τους, για να μην τους μαλώνει αύριο μεθαύριο η γυναίκα μου! Άρχισα λοιπόν να φτιάχνω μια ξύλινη γαβάθα, για να τους ταΐζω όταν γεράσουν κι αυτοί με τη σειρά τους. Ενώ σκάλιζα το ξύλο για να το φέρω στη μορφή που ήθελα, η μαμά και ο μπαμπάς με είδαν και με ρώτησαν τι μαστορεύω. Μόλις τους είπα ότι ετοιμάζω μια γαβάθα γι’ αυτούς, κοιτάχτηκαν και δάκρυσαν. Δεν ξέρω γιατί, ίσως συγκινήθηκαν που τους αγαπάω τόσο! Και τον παππού τον αγαπάω και ελπίζω να μην ξαναγίνει στο σπίτι μας κάτι που να τον πικράνει…
Σ. Μυρτώ, Α4