Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2018

Δημιουργική γραφή

Οι μαθητές και οι μαθήτριες της Β΄ Γυμνασίου, χρησιμοποιώντας τίλους των κειμένων του ανθολογίου, δημιουργούν τα δικά τους κείμενα - αφηγήσεις, σελίδες ημερολογίου, επιστολές -  και ξεδιπλώνουν τη φαντασία και τη δημιουργικότητά τους!
Με bold είναι τονισμένοι οι τίτλοι των κειμένων που χρησιμοποιήθηκαν.

Αναμνήσεις… 
   Θυμάμαι ήταν Πάσχα τ’ Απρίλη, όταν μας πήγε ο Τάκη-Πλούμας, ο μπαμπάς του φίλου μου του Βασίλη, στην Αθήνα… Κάναμε βόλτες με το λεωφορείο στις χαλασμένες γειτονιές του κέντρου. Η πόλη αυτή μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση! Αλλά στη μνήμη μου έχει μείνει και η εξοχική Λευκάδα, και ιδιαίτερα οι Κυριακές στη θάλασσα, όταν η μάνα μου μου διάβαζε σελίδες από το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ απέναντι από τ’ άσπρο ξωκλήσι και μου τραγουδούσε το τραγούδι του Γιανγκ
   Νοσταλγώ αυτές τις τρυφερές στιγμές της παιδικής μου ηλικίας, κάθε φορά που πηγαίνω στην εκκλησία… 
Κ. Ζένια - Λ. Όλγα, Β1

Πρώτη μέρα στο σχολείο
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
   Πάει πια το ξέγνοιαστο καλοκαίρι, που το πρωί ξυπνάμε και η θάλασσα ξυπνά μαζί μας. Σεπτέμβριος, και γυρίσαμε και πάλι στο σχολείο…
   Πρώτη μέρα στο προαύλιο, και είχαμε τόσα να πούμε! Η Άννα του Κλήδονα είχε πάει στην Αθήνα, αλλά με ενδιαφέρον ακούσαμε και την αφήγηση του Βασίλη, που είχε περάσει μια Κυριακή στην Κνωσό, όπως και τις αναμνήσεις της Κωνσταντίνας από τη Γερμανία. Αυτό όμως για το οποίο ανυπομονούσαμε όλοι μας ήταν η επιστροφή του Αντρέα, ενός φίλου και συμμαθητή μας που είχε περάσει το καλοκαίρι του στο Τόκιο, όπου δούλευε ο πατέρας του.
   Βγαίνοντας από το σχολειό ήμασταν τόσο χαρούμενοι που ξαναβρεθήκαμε όλοι μαζί και νιώθαμε τόσο ελεύθεροι, παρά το ότι ζούμε στην εποχή του τσιμέντου και της πολυκατοικίας… 
Καλή σχολική χρονιά να έχουμε λοιπόν!
Α. Ρουμπίνα, Β1

Δύο καλοί φίλοι σε καλοκαιρινές περιπέτειες 
   Δύο φίλοι, ο Χρήστος και ο Ιορδάνης, βγαίνοντας από το σχολειό, έκαναν σχέδια για το καλοκαίρι που ξεκινούσε σε λίγο και αποφάσισαν να πάνε παρέα στην Ολυμπιάδα με το λεωφορείο
   Όταν έφτασε η ώρα για το ταξίδι τους, ήταν κι οι δυο ενθουσιασμένοι. Αφού το λεωφορείο πέρασε από κάποια ερημωμένα χωριά, φάνηκε τ’ άσπρο ξωκλήσι στην πλαγιά του βουνού. Είχαν φτάσει… 
   Τα παιδιά έστησαν το αντίσκηνό τους, πέταξαν τα ρούχα τους και βούτηξαν στα γαλανά νερά. Τι ωραίες που είναι οι Κυριακές στη θάλασσα! Από μακριά φάνηκαν δελφίνια. Πηδούσαν ψηλά σαν να χορεύουν. Πόσο θα ήθελαν τα αγόρια να κολυμπήσουν μαζί τους, να γίνουν μια παρέα άνθρωποι και δελφίνια… 
   Αφού χόρτασαν το μπάνιο τους, οι δύο φίλοι βγήκαν να στεγνώσουν και να παίξουν στην ακτή. Είδαν πως κάποιος είχε ξεχάσει μια μαύρη μπάλα ανάμεσα στα δέντρα. Όταν όμως πλησίασαν, πρόσεξαν ότι είχε αγκάθια πάνω της! Μόλις ξεθάρρεψε λίγο, ο σκαντζόχερος, που τον είχαν περάσει για μπάλα, έβγαλε το κεφάλι του και πήγε προς το δάσος να κρυφτεί, όσο πιο γρήγορα μπορούσε . 
   Το ηλιοβασίλεμα στην παραλία ήταν φανταστικό. Τα παιδιά το χάρηκαν τρώγοντας γλυκό του κουταλιού, που είχε φτιάξει η μάνα του Ιορδάνη. 
   Δυστυχώς, όλα τα καλά κάποτε τελειώνουν. Γιατί; «Φίλε, θα τα πούμε και πάλι στο σχολείο…», είπε ο Χρήστος λυπημένος. 
Κ. Χρήστος, Β2

Ένας ακόμα νέος φεύγει από την Ελλάδα…
   Κάποια ΧριστούγενναΟ Διγενής, γιος του Βασίλη του γιατρού, έχει αποφασίσει να αφήσει την όμορφη Ελλάδα και την Αθήνα και να ταξιδέψει στη μακρινή Αμερική για να κυνηγήσει το όνειρό του. Από μικρός ήθελε να γίνει αστροναύτης και, μετά από έναν διεθνή διαγωνισμό όπου συμμετείχαν έξι χιλιάδες νέοι από όλο τον κόσμο, έχει επιλεχτεί για να εκπαιδευτεί στη NASA, μια ευκαιρία που δε θα αφήσει να πάει χαμένη.
   Τη μέρα της αναχώρησης του Διγενή η ατμόσφαιρα στο σπίτι είναι φορτισμένη. Ο κύριος Βασίλης είναι περήφανος για τον γιο του, ενώ η μάνα του, η κυρία Νίτσα, είναι πολύ συγκινημένη. «Στο καλό, ξενιτεμένο μου πουλί…», λέει αποχαιρετώντας το παιδί της και του δίνει ένα βαζάκι με γλυκό του κουταλιού που έφτιαξε η ίδια, για να θυμάται την πατρίδα και τη μάνα του…
Κ. Μιχάλης, Β2

Το καλοκαίρι μου στη Λευκάδα
Αγαπητή μου Μαρία,
   Χαθήκαμε! Με το που ξεκίνησαν οι διακοπές, ξέρεις ότι με περίμενε, όπως κάθε χρόνο, η εξοχική Λευκάδα. Το σπίτι μας στο νησί βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα. Τα πρωινά έχω την αίσθηση πως ξυπνάμε και η θάλασσα ξυπνά μαζί μας. Ακούγοντας τον ήχο των κυμάτων και μυρίζοντας τον θαλασσινό αέρα νιώθω σαν να είμαι κομμάτι της θάλασσας…
   Βέβαια, οι καλύτερες μέρες του καλοκαιριού μου ήταν οι Κυριακές στη θάλασσα, γιατί μαζευόμασταν με την παρέα μου από το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα, ακούγοντας μουσική και διασκεδάζοντας. Ξέρεις, στην παραλία που πάμε συχνά συνυπάρχουν άνθρωποι και δελφίνια. Τα έχω δει κι εγώ πολλές φορές, αλλά δεν κατάφερα να τα πλησιάσω… Και ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο ανεβήκαμε μέχρι τ’ άσπρο ξωκλήσι όπου γινόταν μεγάλο πανηγύρι.
   Αλλά όλα αυτά πλέον δεν είναι παρά μια γλυκιά ανάμνηση. Γιατί να περάσει τόσο γρήγορα το καλοκαίρι; Τώρα ήρθε η ώρα να γυρίσουμε και πάλι στο σχολείο…
Υ. Γ. : Με το που γύρισα από τη Λευκάδα, βρήκα να με περιμένουν δύο γράμματα της Χαράς, της αδερφής του Βασίλη. Πού λες να πήγε το καλοκαίρι; Δε θα το πιστέψεις: πήγε στο Τόκιο! Θα στα πω όλα από κοντά…
Με αγάπη,
η φίλη σου
Π. Ιωάννα, Β2

Τα πιο ωραία Χριστούγεννα
   Κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα τα περνάμε στη Θεσσαλονίκη. Λέμε με την αδερφή μου τα κάλαντα, πηγαίνουμε στην εκκλησία και τρώμε μαζί όλη η οικογένεια.
   Κάποια Χριστούγεννα όμως η μάνα μας ήθελε να ταξιδέψουμε και πρότεινε να περάσουμε τις γιορτές στην Αθήνα. Όμως ο μπαμπάς δεν ερχόταν με τίποτα. Έλεγε πως στην εποχή του τσιμέντου και της πολυκατοικίας που ζούμε είναι καλύτερα, αν είναι να πάμε κάπου, να προτιμήσουμε το χωριό μας.
   Έτσι, η μαμά μάς πήρε εμένα και την αδερφή μου για να πάμε μόνες μας στην Αθήνα. Ταξιδέψαμε με το λεωφορείο, και το ταξίδι ήταν μακρύ και κουραστικό. Όταν φτάσαμε όμως ένιωσα πως άξιζε τον κόπο. Η πόλη ήταν πανέμορφη. Γεμάτη μαγαζιά με στολισμένες βιτρίνες, πολύχρωμες γιρλάντες και φωτάκια, κόσμο που πηγαινοερχόταν… Κανονικά θα ήμουν πανευτυχής, αλλά όλη την ώρα σκεφτόμουν τον μπαμπά που ήταν μόνος και στεναχωριόμουν που θα περνούσαμε τα Χριστούγεννα μακριά του. «Γιατί;», σκεφτόμουν. 
   Όταν νύχτωσε, πήγαμε στο ξενοδοχείο μας για να κοιμηθούμε, όμως τον ύπνο μας διέκοψε στη μέση της νύχτας ο χτύπος της πόρτας. Μόλις ανοίξαμε, μείναμε με ανοιχτό το στόμα. Μπροστά μας στεκόταν ο μπαμπάς με τη βαλίτσα του και μας χαμογελούσε. Η χαρά που πήραμε δεν περιγράφεται! Οι μέρες που ακολούθησαν στην Αθήνα ήταν υπέροχες. Εκείνα τα Χριστούγεννα ήταν τα πιο όμορφα της ζωής μου…
Σ. Ιωάννα, Β2

Ένας ξεχωριστός αγώνας
   Επιτέλους Κυριακή… Η μέρα για τον κρίσιμο αγώνα ποδοσφαίρου ενάντια στην τοπική ομάδα Αμπελοκήπων είχε φτάσει. Για ένα παιδί που κοιμάται τα Σαββατοκύριακα του καλοκαιριού μέχρι τις έντεκα, μου φάνηκε περίεργο που έπρεπε να ξυπνήσω νωρίς, σαν να ήμουν και πάλι στο σχολείο… Φτάσαμε στο γήπεδο με το λεωφορείο της ομάδας, ενώ ο μπαμπάς μου μου είχε πει πως θα ερχόταν αργότερα. Ο αγώνας άρχισε, η ώρα περνούσε, όμως ο μπαμπάς δεν ερχόταν. Γιατί;, αναρωτιόμουν απογοητευμένος, ώσπου επιτέλους τον είδα να κάθεται στις κερκίδες. Και τότε ένα φάουλ είχε σαν αποτέλεσμα να επιβληθεί στους αντιπάλους η εσχάτη των ποινών. Ανέλαβα να εκτελέσω το πέναλτι και... ΓΚΟΛ! Η τρίπλα των ονείρων μου μας χάρισε τη νίκη! Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Όλοι οι συμπαίκτες μου φώναζαν το όνομά μου, μα πιο δυνατά ακουγόταν η φωνή του μπαμπά μου…
Α. Γιώργος - Π. Χρήστος. Β2

Ένα αξέχαστο καλοκαίρι
   Βγαίνοντας από το σχολειό, η Χαρά περίμενε τον μπαμπά της να την πάρει. Όμως ο μπαμπάς δεν ερχόταν, κι έτσι αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι της με το λεωφορείο. Ευτυχώς βρήκε θέση και κάθισε. Όπως το συνήθιζε, χάθηκε στις σκέψεις της και άρχισε να αναπολεί τις υπέροχες στιγμές που έζησε στις διακοπές της. Το καλοκαίρι της το πέρασε στο χωριό του μπαμπά της, ένα μικρό χωριό με κάτασπρα σπιτάκια κοντά στη θάλασσα. Τ’ άσπρο ξωκλήσι ήταν το πρώτο που έβλεπες όταν έφτανες, ενώ στις πλαγιές του βουνού υπήρχαν άλλα ερημωμένα χωριά. Οι κάτοικοι ήταν λίγοι και όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Έτσι, τους έκανε εντύπωση η επιστροφή του Αντρέα, του μπαμπά της Χαράς, που είχε πολλά χρόνια να επισκεφτεί τον τόπο όπου μεγάλωσε. Έμειναν στο σπίτι του παππού της δίπλα στην εκκλησία του χωριού. Η κυρία Νίτσα, η γειτόνισσά τους, τους είχε φτιάξει γλυκό του κουταλιού για το καλωσόρισμα. Η Χαρά έκανε γρήγορα φίλους και πέρασε φανταστικά! 
   Αλλά… το λεωφορείο είχε φτάσει στη στάση όπου έπρεπε να κατεβεί και η Χαρά προσγειώθηκε απότομα από τον καλοκαιρινό της παράδεισο στην εποχή του τσιμέντου και της πολυκατοικίας
Κ. Άννα, Β2

Τελευταία μέρα στη θάλασσα 
   Ένα πρωί στο τέλος του καλοκαιριού μας πήγε η μάνα μου την αδερφή μου και μένα στη θάλασσα για ένα τελευταίο μπάνιο… Θα ήθελα να πηγαίναμε όλη μαζί η οικογένεια, όμως ο μπαμπάς δεν ερχόταν, γιατί ήταν καθημερινή και είχε δουλειά. 
   Η πόλη έβραζε από τη ζέστη και η σκέψη της δροσερής θάλασσας με έκανε να ανυπομονώ. Ευτυχώς, φτάσαμε γρήγορα, αν και πήγαμε με το λεωφορείο. Ενώ οι Κυριακές στη θάλασσα μου φαίνονται ανυπόφορες λόγω της πολυκοσμίας, τις καθημερινές είναι μια χαρά, δεν έχει πολύ κόσμο και αυτό μου αρέσει πολύ. Με το που βρεθήκαμε στην παραλία, τρέξαμε κατευθείαν να βουτήξουμε μαζί με την αδερφή μου. 
   Όταν μπαίνω στο νερό νιώθω υπέροχα… Η θάλασσα με χαλαρώνει και με κάνει να μη θέλω να φύγω ποτέ από εκεί. Ο ήλιος, η άμμος, τα γαλανά νερά μου δημιουργούν τη διάθεση για ατέλειωτα παιχνίδια! Η μέρα πέρασε σαν αστραπή και η ώρα να φύγουμε ήρθε χωρίς να το καταλάβω. 
   Καθώς γυρίζαμε στο σπίτι, σκεφτόμουν πόσο γρήγορα τελειώνουν οι διακοπές. Σε λίγο θα βρισκόμουν και πάλι στο σχολείο… 
   Αντίο λοιπόν, θάλασσά μου. Εσύ θα είσαι εκεί και θα με περιμένεις του χρόνου που θα έρθω πάλι! 
Μ. Παναγιώτης, Β3

Και ένα ποίημα!

Αποχαιρετισμός στο καλοκαίρι 

Καλοκαιριάτικο πρωινό 
Πίνοντας ήλιο κορινθιακό 
ξυπνάμε και η θάλασσα ξυπνά μαζί μας 
Καθαρά και ήρεμα νερά 
Άνθρωποι και δελφίνια 

Τα Σάββατα οι βόλτες στο χωριό 
Οι Κυριακές στη θάλασσα 
Με γλυκό του κουταλιού 
Μα τώρα πίσω στις χαλασμένες γειτονιές 
και πάλι στο σχολείο… 
Ι. Νάντια, Β2