Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Όλοι διαφορετικοί, όλοι ίσοι

Οι μαθητές και οι μαθήτριες του Γ3 λένε ΟΧΙ στον ρατσισμό! Παρουσιάζουν περιστατικά ρατσιστικής συμπεριφοράς των οποίων υπήρξαν μάρτυρες ή, υιοθετώντας τον ρόλο ενός "διαφορετικού" παιδιού, προβάλλουν τα προβλήματα κι εκφράζουν τα συναισθήματά του.

Θέλω κι εγώ να παίξω μπάλα…
   Στις μέρες μας το φαινόμενο του ρατσισμού είναι πολύ συνηθισμένο. Προσωπικά έχω παρατηρήσει αρκετά περιστατικά ρατσιστικής συμπεριφοράς, όμως αυτό που θα μείνει για πάντα χαραγμένο στη μνήμη μου συνέβη πέρυσι το καλοκαίρι. Ήταν λοιπόν ένα παιδί στην ηλικία μας, το οποίο λόγω κάποιου προβλήματος ισορροπίας περπατούσε παράξενα και δυσκολευόταν να κάνει αθλητισμό. Το παιδί αυτό προσπαθούσε να αποκτήσει φίλους και μια μέρα θέλησε να παίξει μπάλα, όπως και τα άλλα παιδιά. Όταν όμως πλησίασε τους άλλους και τους ρώτησε αν μπορεί και αυτός να παίξει, αυτοί άρχισαν να τον χλευάζουν και να τον υποτιμούν. Το αποτέλεσμα ήταν να κλειστεί στον εαυτό του και να μη θέλει πια να έρχεται σε επαφή με παιδιά της ηλικίας του. 
   Το περιστατικό αυτό με έκανε να καταλάβω πως είναι λάθος να αποκλείουμε κάποια άτομα από τη ζωή μας επειδή είναι διαφορετικά. Αντίθετα, θα πρέπει να φερόμαστε μα τον ίδιο τρόπο σε όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα από τα προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίζουν, και να τα δεχόμαστε στην παρέα μας.
Π. Γιώργος 

Δεν είμαι ξένη… 
   Η μαμά μου και ο μπαμπάς μου γεννήθηκαν στη Ρωσία, ενώ εγώ γεννήθηκα στην Ελλάδα. Η όψη μου όμως δε μοιάζει με αυτήν των άλλων παιδιών… Είμαι πολύ λευκή στο δέρμα και έχω πολύ ξανθά μαλλιά. Οι συμμαθητές μου στο σχολείο καθημερινά με κοροϊδεύουν, επειδή είμαι διαφορετική από αυτούς. Δε με αποδέχονται στις παρέες τους, δεν έχω φίλες και φίλους. Με διακρίνουν από μακριά και αλλάζουν δρόμο. Στην τάξη κάθομαι μόνη μου. Με αποκαλούν ξένη, παρόλο που τους έχω εξηγήσει πολλές φορές πως κατάγομαι κι εγώ από την Ελλάδα... Νιώθω πάρα πολύ άσχημα και μειονεκτικά. Εύχομαι να έρθει η μέρα που οι άνθρωποι δε θα καθορίζονται από το χρώμα, τη φυλή ή τη θρησκεία τους. Η μέρα που όλα τα παιδιά θα είναι φίλοι και θα βοηθάει το ένα το άλλο. Θα αγαπιούνται γι’ αυτό που πραγματικά είναι και για τον χαρακτήρα τους, όχι για την εξωτερική τους εμφάνιση. Γιατί όλοι είμαστε ίδιοι! Όλοι είμαστε ΑΝΘΡΩΠΟΙ…
Μ. Γιώτα

Τι δουλειά έχει μια μαύρη μέσα στην τάξη μας;
   Ονομάζομαι Σέι και κατάγομαι από τη Νιγηρία. Πριν από κάποια χρόνια ήρθαμε στην Ελλάδα με την οικογένειά μου ως μετανάστες. Στην πατρίδα μου είχα πολλούς φίλους και πίστευα ότι θα ήταν εύκολο να κάνω φιλίες και σε μία άλλη χώρα - μία σκέψη που αποδείχτηκε λαθεμένη... 
   Όταν μετακομίσαμε ήταν Σεπτέμβριος και σε μία εβδομάδα ξεκινούσε το σχολείο. Μόλις μπήκα στην τάξη μου, όλα τα παιδιά με κοίταξαν παράξενα. Δεν κατάλαβα το γιατί και το θεώρησα ασήμαντο. Αυτό όμως γινόταν κάθε μέρα... Δε με πλησίαζε κανένας, και όταν πήγαινα κοντά τους άλλαζαν δρόμο. Νόμιζα ότι είχα πει ή κάνει κάτι που δεν ήταν σωστό. Ρώτησα όλους τους συμμαθητές μου, αλλά δεν πήρα απάντηση και η συμπεριφορά τους αυτή συνεχιζόταν. Ήμουν τελείως μόνη μου και δεν ένιωθα καλά. Και τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν βρήκα στο διαδίκτυο την ιστοσελίδα του σχολείου μου. Σε αυτή το κάθε τμήμα έχει μια δική του συνομιλία ή τσατ (chat), όπως λέγεται. Βρήκα αυτήν της τάξης μου και τη διάβασα προσεχτικά. Ποιο ήταν το θέμα της; Εγώ! 
   «Τι δουλειά έχει αυτή η μαύρη στην τάξη μας;» «Να φύγει!» «Ποιος θα κάνει παρέα με αυτή την ξένη;» «Εμάς μας ρώτησαν αν θέλουμε έναν ξένο στο τμήμα μας;» «Ο μπαμπάς μου θα κάνει ό,τι μπορεί για να τη διώξουν.» «Να γυρίσει πίσω στη Νιγηρία της.» 
   Αυτές οι φράσεις έμειναν χαραγμένες στο μυαλό μου. Πώς γίνεται να μιλούν τόσο άσχημα για μένα; Δεν ήξεραν καν το όνομά μου – βέβαια, κανένας δεν ενδιαφέρθηκε γι’ αυτό… 
   Ωστόσο, την επόμενη μέρα πήγα στο σχολείο. Μάζεψα το κουράγιο μου, ανέβηκα στην έδρα και άρχισα να μιλάω στους συμμαθητές μου. Τους είπα την ιστορία μου, τους μίλησα για την οικογένειά μου, για τους λόγους για τους οποίους αλλάξαμε κατοικία και χώρα. Τους αποκάλυψα ότι είδα όσα ανέφεραν για μένα και ότι πληγώθηκα πολύ. Εκείνη την ώρα δεν απάντησε κανένας τίποτα, αλλά σιγά σιγά είδα ότι όλο και περισσότεροι άρχισαν να με πλησιάζουν, ζητώντας μου συγγνώμη και λέγοντας πως κατάλαβαν το λάθος τους. Δεν μπορούσα να μην τους συγχωρήσω! 
   Από τότε έχω αποκτήσει πολλούς φίλους και περνάμε πολύ καλά όλοι μαζί. Έχω αγαπήσει την Ελλάδα, το σχολείο μου, την τάξη μου, τους συμμαθητές και πλέον φίλους μου. Ελπίζω ότι δε θα χρειαστεί να φύγω…
Μ. Δήμητρα

Από το ημερολόγιο ενός παιδιού
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
   Η σημερινή μέρα δεν τελείωνε με τίποτα… Πάλι! Πάλι με χτύπησαν τα παιδιά από το σχολείο μου, πάλι με κορόιδεψαν, πάλι με έκαναν ένα με το πάτωμα, πάλι πόνεσα… Δεν ξέρω σε τι έχω φταίξει και μου φέρονται έτσι. Τι; Επειδή είμαι πιο σκούρος στο χρώμα; Επειδή δε μοιάζω μ’ αυτούς; Μα όλοι είμαστε διαφορετικοί, δε γίνεται κανένας να είναι όμοιος με τον άλλον. Άμα όλοι ήταν ίδιοι, τότε η ζωή θα ήταν βαρετή και δε θα είχε κανένα νόημα.
   Πραγματικά, θέλω να φύγω από εδώ… Να βρεθώ κάπου όπου θα είμαι χαρούμενος. Δε ζητάω πολλά, νομίζω! Πλέον νιώθω ένα τίποτα… νιώθω πως δεν ανήκω σ’ αυτόν τον κόσμο… Έχω την ανάγκη να ζήσω σαν φυσιολογικό παιδί κι εγώ! Και στην τελική δεν έφταιξα σε τίποτα για να τα περνάω όλα αυτά. Δεν ξέρω τι άλλο να κάνω… Μάλλον πρέπει να μιλήσω στη μαμά… Ήρθε η ώρα! Κι αυτή αντιμετωπίζει προβλήματα και δε θέλω να τη στεναχωρήσω, αλλά πρέπει, δεν αντέχω άλλο… Είναι άδικο, δε μου αξίζει μια τέτοια ζωή! Εντάξει, είμαι μαύρος, όπως λένε κι αυτοί, αλλά αυτό δε σημαίνει τίποτα! Είμαι άνθρωπος του Θεού κι εγώ και έχω κάθε δικαίωμα να χαίρομαι μια φυσιολογική ζωή, αντί να ζω στον φόβο για το χρώμα του δέρματός μου. Θέλω οι άλλοι να με δεχτούν γι’ αυτό που είμαι πραγματικά! 
Μ. Δέσποινα

Και μια αφίσα κατά του ρατσισμού...

Μ. Σοφία

Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

Αφήγηση και περιγραφή

Οι ταλαντούχοι μαθητές και μαθήτριες του Α3, με αφορμή τη διδασκαλία της αφήγησης και την "Ιστορία μιας φώκιας" του Ζεράρ ντε Νερβάλ, αναδιηγήθηκαν την ιστορία επιλέγοντας την οπτική γωνία της φώκιας, με εξαιρετικά αποτελέσματα!

Η ιστορία μιας φώκιας 
   Χαίρετε! Να σας συστηθώ… Είμαι η φώκια ενός ψαρά. Ζω σε ένα χωριό ψαράδων. Εμείς οι φώκιες θεωρούμαστε τα σκυλιά των ψαράδων, επειδή είμαστε κοινωνικά ζώα και ζούμε κοντά στους ανθρώπους. Προσωπικά μου αρέσει πολύ η συντροφιά των ανθρώπων! Τώρα ζω με την οικογένεια του κυρίου Γιόχαν, της γυναίκας του Άννα και των τριών παιδιών τους. Είμαστε μια πολύ αγαπημένη οικογένεια και η ζωή μας είναι γεμάτη χαρά, αν εξαιρέσουμε το περιστατικό που θα σας διηγηθώ.
   Πολύ καιρό πριν, έπεσε πείνα μεγάλη στον τόπο μου. Ο κύριος Γιόχαν δεν έπιανε καθόλου ψάρια, καθώς αυτά είχαν μεταναστεύσει σε θερμότερα νερά. Μόνο κάτι στρείδια έφερνε, που πολλές φορές ήταν χαλασμένα ή άδεια. Κάθε μέρα έβλεπα τα παιδιά να γίνονται όλο και πιο χλωμά, αλλά και τους γονείς τους να γίνονται αδύναμοι και νευρικοί. Μια μέρα, ο ψαράς είπε στη γυναίκα του κάτι που τη στεναχώρησε τόσο πολύ, ώστε έπεσε γονατιστή στα πόδια του άντρα της κλαίγοντας. Δεν είχα καταλάβει ότι, αυτό που διαδραματιζόταν μπροστά στα μάτια μου αφορούσε τη δική μου τύχη...  
   Την άλλη μέρα τα χαράματα ο ψαράς με έβαλε μέσα σε μια βάρκα και ύστερα από λίγο με άφησε σε ένα ξερονήσι. Εκεί βρήκα μερικές γνωστές μου φώκιες και έτσι αρχίσαμε αμέσως το παιχνίδι. Λίγη ώρα αργότερα συνειδητοποίησα ότι ο ψαράς και η βάρκα είχαν γίνει καπνός! Αλαφιασμένη έκανα το γύρο του νησιού μήπως και τον συναντήσω, αλλά μάταια. Με το αθώο μου μυαλό σκέφτηκα ότι ο ψαράς πρέπει να είχε δει ένα κοπάδι ψαριών να περνάει και θα τα κυνηγούσε για να πιάσει όσα περισσότερα μπορούσε. Και τότε μου ήρθε μία καταπληκτική ιδέα: θα κολυμπούσα γρήγορα, θα έφτανα στο σπίτι πριν επιστρέψει ο κύριος Γιόχαν και θα του έκανα έκπληξη. Σίγουρα ο ψαράς πρώτα θα πήγαινε σπίτι να αφήσει τα ψάρια που θα έπιανε και μετά θα ερχόταν στο ξερονήσι να με πάρει, άρα θα τον γλίτωνα από ένα περιττό και κουραστικό δρομολόγιο! Γεμάτη ενθουσιασμό, κολύμπησα με όλες μου τις δυνάμεις και έφτασα στο σπίτι σε ελάχιστο χρόνο. Δεν ήταν κανείς μέσα, ούτε τα παιδιά, ούτε η γυναίκα του ψαρά, ούτε ο ίδιος ο ψαράς. Κάθισα λοιπόν μπροστά στη φωτιά και βάλθηκα να στεγνώνω τη γούνα μου. Λίγο αργότερα άκουσα τα βαριά βήματα του ψαρά και κρύφτηκα πίσω από το μεγάλο τσουκάλι. Ο ψαράς δεν είχε φέρει ψάρια, ούτε φαινόταν έτοιμος να ξαναπάει στο ξερονήσι να με πάρει. Αντίθετα, κάθισε κάτω, κάλυψε το πρόσωπό του με το χέρια του και άρχισε να κλαίει. Εγώ δεν πτοήθηκα. Πήρα μία βαθιά ανάσα, βγήκα από τη κρυψώνα μου και, με μια χαρούμενη κραυγή και μια χορευτική φιγούρα, προσγειώθηκα μπροστά στον έκπληκτο ψαρά. Τα κόκκινα από το κλάμα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Για μια στιγμή έμεινε ακίνητος σε κατάσταση σοκ και μετά άρχισε να κλαίει ακόμα πιο σπαραχτικά από πρώτα. Εγώ, με όλη μου την αφέλεια, πίστεψα πως έκλαιγε από τη συγκίνηση, και πήγα και κουλουριάστηκα κοντά του. 
   Για λίγες μέρες δε συνέβη τίποτα αξιοσημείωτο. Τότε, η μικρότερη κόρη του Γιόχαν, η Μάρτα αρρώστησε σοβαρά. Είχε πολύ υψηλό πυρετό, όλο έτρεμε και δεν είχε δύναμη ούτε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Όλη μέρα κάθε μέρα έκανα ό,τι μπορούσα για να την ευθυμήσω. Διόλου δεν πέρασε από το μυαλό μου ότι το φαγητό που έτρωγα προοριζόταν για τη Μάρτα. Ο κύριος Γιόχαν θύμωνε πολύ και έλεγε ότι είμαι βρομόψαρο και ότι τρώω το φαγητό από το στόμα της Μάρτα. Το αποκορύφωμα όμως ήταν όταν μια μακρινή μας συγγενής της οικογένειας μας επισκέφτηκε και μας έφερε για δώρο έναν τεράστιο, λαχταριστό μπακαλιάρο! Η κυρία Άννα τον φύλαξε, τονίζοντας ότι θα τον μαγείρευε για την κόρη της μόλις θα γύριζε στο σπίτι. Ύστερα έριξε ένα προειδοποιητικό βλέμμα σε μένα και έφυγε μαζί με τον άντρα και τα δύο της παιδιά να κόψουν ξύλα, αφήνοντας εμένα και την κοιμισμένη Μάρτα μόνες στο σπίτι. Στην αρχή ήταν μόνο μια σκέψη, που λίγη ώρα αργότερα έγινε επιθυμία και στο τέλος λαχτάρα. Δεν άντεξα. Έφαγα τον μπακαλιάρο! Δεν άφησα ούτε λέπι! 
   Μόλις γύρισαν στο σπίτι και το κατάλαβε ο ψαράς, έγινε έξαλλος! Μετά από έναν έντονο καυγά, με φόρτωσε ξανά στη βάρκα. Εγώ νόμιζα ότι πηγαίναμε για ψάρεμα όπως παλιά και σε όλη τη διαδρομή ήμουν μες στην καλή χαρά. Όμως αυτή τη φορά ο ψαράς δε με πήγε στο συνηθισμένο μέρος. Αντίθετα, με πήγε στα ανοιχτά. Εκεί που ατένιζα το βαθύ γαλάζιο, ο ψαράς με αρπάζει και με πετά στην παγωμένη θάλασσα. Αυθόρμητα, άπλωσα τα πτερύγιά μου και πιάστηκα από την κουπαστή. Γεμάτη απορία γι’ αυτήν την παράξενη συμπεριφορά του ψαρά, βάλθηκα να σκαρφαλώνω. Και τότε ο ψαράς, παίρνοντας την πιο άγρια έκφραση που έχω δει ποτέ στη ζωή μου, σηκώνει το κουπί που κρατούσε και το κατεβάζει στο δεξί μου πτερύγιο με όλη του τη δύναμη. Άρχισα να τσιρίζω, μέχρι που βούλιαξα και το νερό έπνιξε τις φωνές μου. Με το που ήρθε σε επαφή το αλμυρό νερό με τη πληγή, ένιωσα ένα πολύ δυνατό τσούξιμο και έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου και διαλύονταν στο νερό...
   Όταν άνοιξα τα μάτια μου, όλα ήταν κόκκινα και τρόμαξα. Είδα τη βάρκα να φεύγει και ένιωσα να αποτελειώνομαι ψυχικά. Με όσες δυνάμεις μου είχαν απομείνει, δίνω μια και βγαίνω στην επιφάνεια. Για καλή μου τύχη, ένα κομμάτι πάγου περνούσε εκείνη την ώρα δίπλα μου. Μετά από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες κατάφερα να σκαρφαλώσω στη σχετικά λεία επιφάνειά του. Ξάπλωσα κουρασμένη από την προσπάθεια. Το πτερύγιό μου πονούσε, μα πιο πολύ πονούσε η ψυχή μου. Με την οικογένεια αυτή είχαμε περάσει τόσα πολλά μαζί, είχαμε φάει ψωμί και αλάτι. Τι μπορεί να οδήγησε τον ψαρά σε μια τόσο βίαιη πράξη; Και εκεί, πάνω στο κομμάτι πάγου, συνειδητοποίησα πως εγώ ήμουν εν μέρει η αιτία για το βίαιο ξέσπασμα του κυρίου Γιόχαν. Έτσι εξηγούνταν γιατί, εκτός από εκνευρισμό, το βλέμμα του ψαρά είχε και μια μεγάλη δόση λύπης. Του έδινα κάθε δικαίωμα να μη με θέλει κοντά του πια. Πρέπει να με θεωρούσε ένα αχόρταγο τέρας, και μάλιστα σε καιρούς πείνας! 
   Χωρίς να το καταλάβω, το κύμα με είχε ξεβράσει στην ακτή, μια ακτή που γνώριζα πολύ καλά. Ήμουν πολύ κοντά στο σπίτι του ψαρά! Η μόνη σκέψη μου ήταν να ζητήσω συγνώμη από την οικογένειά μου. Ήμουν όμως πολύ αδύναμη ακόμα και για να κουνηθώ, οπότε ξάπλωσα, σε στερεό έδαφος αυτή τη φορά, και κοιμήθηκα, δεν ξέρω πόσες ώρες... Όταν ξύπνησα, δεν έχασα καθόλου χρόνο. Με όση ταχύτητα μου επέτρεπε να αναπτύξω το χτυπημένο μου πτερύγιο, αλλά με τίμημα πολύτιμη ενέργεια, μπήκα στον χωματόδρομο που οδηγούσε στο σπίτι του ψαρά. Για να με προσέξει ο ψαράς, άρχισα να φωνάζω με όλη μου τη δύναμη διάφορα λόγια συγνώμης στη γλώσσα μου. Σήκωσα και το πτερύγιό μου ψηλά, ώστε να προσέξει και να μη με ακουμπήσει στην πληγή όταν θα ερχόταν κοντά μου. Λίγα λεπτά αργότερα είδα τον ψαρά να με πλησιάζει τρέχοντας και κρατώντας ένα μεγάλο τσεκούρι. Φοβήθηκα τόσο πολύ! Νομίζοντας ότι αυτή τη φορά ο ψαράς θα μου έκοβε το κεφάλι για να μην ξαναγυρίσω στο σπίτι του, δοκίμασα να στρίψω για να φύγω, αλλά μάταια. Δεν είχα πια άλλη δύναμη. Έτσι ξάπλωσα στο πλάι και περίμενα το τέλος μου. Ο ψαράς, με το που κατάλαβε ότι είχα επιστρέψει, άρχισε να κλαίει και να γελάει ταυτόχρονα. Ύστερα, με χάιδεψε και με πήρε στην πλάτη του, προσέχοντας το πτερύγιό μου που αιμορραγούσε. Με κουβάλησε έτσι μέχρι το σπίτι μας, όπου όλοι μου έκαναν την πιο λαμπρή υποδοχή. Η κυρία Άννα μου περιποιήθηκε το πτερύγιό μου και με έβαλε να κάτσω στην αγαπημένη μου θέση δίπλα στη φωτιά. Ο ψαράς είχε πιάσει λίγα ψάρια και φάγαμε όλοι ικανοποιητικά, ακόμα και η μικρή Μάρτα, η οποία είχε αρχίσει να ανακτά τις δυνάμεις της. Σιγά σιγά ο ψαράς άρχισε να πιάνει όλο και περισσότερα ψάρια, ενώ η Μάρτα δυνάμωνε μέρα με τη μέρα. Από τότε ζήσαμε όλοι πολύ ευτυχισμένοι… 
   Ως τα σήμερα, το περιστατικό αυτό έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου και με έκανε να συνειδητοποιήσω το πόσο σημαντική είναι για μένα η οικογένειά μου. Με έκανε να καταλάβω ότι πρέπει να συγχωρούμε και να δίνουμε ευκαιρίες σε κάποιον που έκανε κάτι λάθος. Επειδή εμείς τα ζώα αγαπάμε τα αφεντικά μας με ανιδιοτελή αγάπη, παρόλο που ο ψαράς μου έκανε μεγάλο κακό, ξαναγύρισα πίσω για να του προσφέρω την αγάπη μου, δίνοντάς του έτσι την ευκαιρία να επανορθώσει. 
Χ. Ειρήνη

Η ιστορία της Ντόρι
    Eίμαι η Ντόρι, μια μικρή και γλυκιά φώκια. Ζω στην Ολλανδία μαζί με την οικογένειά μου. Πριν από μερικά χρόνια ένα άσχημο γεγονός είχε ταράξει όλη την οικογένεια… Τι θα λέγατε να σας διηγηθώ την ιστορία μου; 
   Πριν από κάποια χρόνια, η οικογένειά μου περνούσε μεγάλες φτώχειες. Η χρονιά εκείνη δεν ήταν και πολύ τυχερή για τη δουλειά του πατέρα, που είναι ψαράς, μιας και δεν είχε και πολύ πλούσια ψαριά. Όλο έλεγε: «Αυτό το βρωμόψαρο τρώει την μπουκιά από το στόμα των παιδιών μας! Μου έρχεται να το πάρω και να το πετάξω στη θάλασσα!». Σκεφτόμουν πως λογικά θα εννοούσε το χρυσόψαρο που έχουμε μέσα σε μία μικρή γυάλα. Αχ, το καημένο το χρυσοψαράκι! Είμαστε και φίλοι! Η γυναίκα του ψαρά έπεσε γονατιστή μπροστά του και τον παρακάλεσε λέγοντάς του: «Λυπήσου το δύσμοιρο το ζώο! Τι σου έφταιξε;». Το μόνο που με προβλημάτισε ήταν ότι, όταν του έλεγε αυτά τα λόγια, έδειχνε εμένα… Βέβαια στο σπίτι επικρατούσε μια συνεχής φασαρία. Βλέπετε, τα παιδιά των ανθρώπων θέλουν να τρώνε διαρκώς! 
   Μία μέρα ο ψαράς με πήρε αγκαλιά και με πήγε στη βάρκα του. Εγώ θεώρησα πως θα πηγαίναμε μια εκδρομή για να δω τους συγγενείς μου. Με πήγε λοιπόν σε ένα ξερονήσι. Εκεί συνάντησα τη θεία μου τη Μόνα, τον παππού μου τον Σεμπάστιαν και την ξαδέλφη μου την Κική. Παίξαμε όλοι μαζί χαρούμενα, ώσπου ξαφνικά συνειδητοποίησα πως η βάρκα του ψαρά είχε φύγει. Ωχ, μάλλον θα είχε ξεχαστεί ο καημενούλης! Αυτό όμως δε με πείραξε καθόλου! Ήξερα καλά τον δρόμο, οπότε κατάφερα να γυρίσω μόνη μου στο σπίτι, και μάλιστα τόσο γρήγορα, που πρόλαβα να κάτσω μπροστά στο τζάκι προτού γυρίσει πίσω ο ψαράς. 
   Μετά από λίγες μέρες ο ψαράς, αλαλιασμένος από τις φωνές των παιδιών που ζητούσαν φαγητό, αποφάσισε να με πάρει και να πάμε μια βόλτα για να ξεφύγει απ’ την καθημερινότητά του. Με έβαλε πάλι μέσα στη βάρκα του και ξεκινήσαμε τη βόλτα μας. Αυτή τη φορά ο ψαράς ανοίχτηκε πολύ στη θάλασσα. Πέρασε μέχρι και το ξερονήσι που με είχε αφήσει την προηγούμενη φορά. Άρχισα να φοβάμαι! Δεν ήξερα τι να κάνω, πώς να τον σταματήσω. Όταν προσπάθησε να με ρίξει στη θάλασσα, ασυναίσθητα γαντζώθηκα από το κουπί. Αυτός όμως εκνευρισμένος με χτύπησε κατά λάθος με το κουπί, με αποτέλεσμα να μου σπάσει ένα πτερύγιο. Πονούσα τόσο πολύ που έκλαιγα και τσίριζα! Αφέθηκα να χαθώ μες στο νερό… 
   Μετά από λίγη ώρα βγήκα στην επιφάνεια, μα κανένας δεν ήταν εκεί. Απελπισμένη έψαχνα να βρω τον δρόμο για να γυρίσω πίσω. Έψαχνα όλη τη μέρα μέχρι που βράδιασε. Βλέπετε, είχα και σπασμένο πτερύγιο, οπότε το κολύμπι ήταν πιο δύσκολο από ποτέ. Ευτυχώς, κάποτε κατάφερα να φτάσω στο σπίτι μου! Περίμενα έξω από το κατώφλι του σπιτιού, ενώ συλλογιζόμουν γιατί έγιναν όλα αυτά, και άρχισα να φωνάζω γοερά, για να βγει η οικογένεια έξω και να δει τι συμβαίνει. Όταν τους είδα, ύψωσα στον ουρανό το ματωμένο μου πτερύγιο, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο ότι τους συγχωρώ για ό,τι έγινε. Ο ψαράς με μάζεψε από τον δρόμο και με έβαλε στο σπίτι. Όλοι με αγκάλιαζαν και μου έλεγαν πως δε θα με ξαναφήσουν ποτέ. Με άφησαν να κοιμηθώ μπροστά στο τζάκι για να είμαι ζεστή και να στεγνώσω τη μαλακή μου γούνα. 
   Από τότε η ζωή μας άλλαξε! Η τύχη χαμογέλασε στον ψαρά και τα ψάρια τα μαζεύαμε με το τσουβάλι. Τα παιδιά ήταν ευτυχισμένα και έπαιζαν ανέμελα με τους φίλους τους και μαζί μου. Όσο για τη μαμά... με φρόντιζε τόσο πολύ, που καμιά φορά, ακόμα και τώρα, της γυρίζω την πλάτη για να της πω «Φτάνει!»
Π. Ελένη - Φ. Χριστίνα 

Η ιστορία μου!
   Γεια σας! Είμαι η φώκια ενός ψαρά από την Ολλανδία. Η ιστορία μου δεν είναι και τόσο ευχάριστη και χαρούμενη, ωστόσο είναι αληθινή. 
   Ζούσα με μία ολλανδική οικογένεια, που με πρόσεχε και με αγαπούσε πολύ. Ο ψαράς είχε 4 παιδιά, μικρά σε ηλικία. Περνούσα πολύ ευχάριστα τη ζωή μου εκεί. Κάτι όμως χάλασε αυτή την ήρεμη και ευχάριστη ζωή… Κι αυτό ήταν η μεγάλη περίοδος φτώχειας που περνούσε η οικογένειά μου. Η ψαριά ήτανε κάθε φορά και χειρότερη. Ζήτημα αν υπήρχαν πέντε με έξι ψάρια στα δίχτυα και αυτό τις καλές ημέρες. Αφού υπήρξαν και φορές που δεν τάιζαν ούτε καν εμένα! Τα παιδιά του ψαρά τσίριζαν και φώναζαν από την πείνα. Κι οι δύο μεγάλοι συζητούσαν συνέχεια. Ειδικά ο ψαράς φαινόταν να αντιδρά στην παραμονή κάποιου μέσα στο σπίτι. Δεν είχα καταλάβει όμως ποιου... 
   Μια μέρα λοιπόν, εκεί που καθόμουνα κοντά στο τζάκι, ο ψαράς με πήρε και με έβαλε στη βάρκα του και με πήγε σε ένα ξερονήσι με άλλες φώκιες. Και ποιον δε συνάντησα εκεί! Τη θεία Γεωργία, τον θείο Γιάννη, τον παππού μου, τη γιαγιά μου και πολλά ξαδέρφια μου. Περνούσα υπέροχα, όμως ήρθε η στιγμή που θα έπρεπε να φύγω. Ελάτε όμως που ο ψαράς είχε κάνει φτερά! Πήρα κι εγώ η δόλια τον δρόμο του γυρισμού με την κοιλιά γεμάτη από ψάρια. Στη μέση λοιπόν της διαδρομής είδα τον ψαρά, δεν πήγα κοντά του όμως. Αντίθετα, έβαλα τα δυνατά μου και έφτασα πρώτα εγώ στο σπίτι για να του κάνω έκπληξη! Μόλις έφτασα, με υποδέχθηκαν τα παιδιά και η γυναίκα του ψαρά. Είχα επιθυμήσει τη ζεστή εκείνη θέση κοντά στο τζάκι και έτσι, αφού τη βρήκα άδεια, πήγα, κάθισα και βάλθηκα να στεγνώνω τη γούνα μου... Ούτε που κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα, αλλά ούτε και πότε ήρθε ο ψαράς. Μόλις τον πήρα είδηση, πήγα μπροστά του και προσπάθησα να του δείξω με τον τρόπο μου πόσο τον αποθύμησα και πόσο χαιρόμουνα που τον ξαναέβλεπα. Εκείνος όμως δε συμμερίστηκε τη χαρά μου. Αντιθέτως κιόλας, σαν να μου φάνηκε ότι χλόμιασε και η έκφραση του προσώπου του ήταν σαν να έλεγε από μέσα του «Ε, όχι... Τόσο κόπο έκανα να διώξω αυτό το βρομόψαρο από το σπίτι κι αυτό γύρισε πίσω...». Από την επόμενη κιόλας ημέρα ξανάρχισαν οι περίεργες συζητήσεις με την κυρά του... 
   Μετά από μια εβδομάδα ξαναμπήκα στη βάρκα του ψαρά. Στην αρχή νόμιζα πως θα με πήγαινε πάλι στο σόι μου, επειδή πέρασα πολύ όμορφα. Όμως η βάρκα μας προσπέρασε το ξερονήσι και δεν είχα ιδέα πού θα πηγαίναμε. Ο ψαράς έκανε κουπί, έκανε... έκανε και σταματημό δεν είχε, ώσπου ξανοιχτήκαμε αρκετά. Τόσο μακριά είχαμε πάει, που δε διέκρινα καν το ξερονήσι. Ξάφνου ένιωσα τα χέρια του ψαρά να με σπρώχνουν μέσα στη θάλασσα! Προσπάθησα να αντισταθώ, να ανεβώ ξανά πάνω στη βάρκα, όμως ο ψαράς με εμπόδιζε. Είχα αρχίσει να κρυώνω πολύ μέσα στο νερό, γιατί ήταν πια αργά και η θερμοκρασία είχε πέσει. Έτσι, με όσες δυνάμεις είχα, επιχείρησα να ανεβώ στη βάρκα για άλλη μια φορά. Μάταια όμως… Ο ψαράς πήρε το κουπί και με χτύπησε στο δεξί πτερύγιό μου. Έβγαλα μια δυνατή στριγκλιά από τον πόνο. Τον ψαρά όμως, απ’ ό,τι φάνηκε, διόλου δεν τον ένοιαξε που εγώ υπέφερα και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Τότε κατάλαβα πως για τη φαμίλια του ψαρά δεν ήμουν τίποτε άλλο παρά ένας μπελάς. Κι ότι επίσης η μόνη λύση για να δουν κι αυτοί μια άσπρη μέρα ήταν να με διώξουν τελείως από το σπιτικό τους… 
   Μπόρεσα ευτυχώς να βρω το ξερονήσι όπου κατοικούσε το σόι μου και άλλες πολλές φώκιες. Έμεινα εκεί αρκετά για να συνέλθω, όμως, παρ’ όλο που έφαγα καλά και είχα αγαπητά πρόσωπα γύρω μου, στον νου μου ερχόταν ο ψαράς, η γυναίκα του, τα παιδιά και πολλές όμορφες εικόνες κι εμπειρίες που έζησα μ’ αυτή την οικογένεια… Η επιθυμία μου να τους ξαναδώ φούντωσε τόσο, που πήρα τον δρόμο προς την καλύβα του ψαρά. Έκανα πολλή ώρα να τη βρω, αλλά τελικά τα κατάφερα! Άρχισα να τσιρίζω και να φωνάζω προκειμένου να με ακούσουν. Κάποια στιγμή μου άνοιξαν και στην πόρτα στεκόταν ο ψαράς. Σαν να μου φάνηκε συγκινημένος. Εγώ τότε σήκωσα ψηλά το πληγωμένο μου πτερύγιο. Μετά από λίγη ώρα ήρθε η κυρά του και με έβαλε μέσα στην καλύβα. Με περιποιήθηκαν όσο δε γίνεται και με άφησαν να ξεκουραστώ. Ένιωθα απίστευτα χαρούμενη που θα ξαναγυρνούσα στην παλιά μου ζωή! 
   Τελικά, όντως ο ψαράς δε με ξαναέδιωξε από το σπίτι, ούτε καν το σκέφτηκε δηλαδή. Κι εγώ όμως, παρόλο που δεν παύω να είμαι ένα ζώο, βοηθούσα όσο μπορούσα την οικογένεια και έτρωγα ό,τι μου αναλογούσε, χωρίς υπερβολές. Και το καλύτερο όλων είναι πως έπιασα δουλειά...! Βοηθούσα κάθε φορά τον ψαρά και η ψαριά ήταν όλο και καλύτερη! :) 
Χ. Νεφέλη

Άλλοι ζωγράφισαν σκηνές από την ιστορία της φώκιας...

Η φώκια και ο ψαράς
Π. Στάθης

Σ. Αντώνης

Η επιστροφή της φώκιας
Ρ. Νίκος

Ή προτίμησαν να περιγράψουν σε πρώτο πρόσωπο ένα ζώο που απειλείται από τον άνθρωπο.

Λύγκας

   Γεια σας! Το όνομά μου είναι Λούκας και είμαι ένα είδος λύγκα. Παράξενο δεν σας ακούγεται; Εμένα που με βλέπετε μπορώ να φτάσω τα 1,20 μέτρα και να γίνω μέχρι 70 εκατοστά ψηλός. Αλλά μένω πάντα αδύνατος, το πολύ μέχρι τα 35 κιλά να φτάσω. Τα μπροστινά μου πόδια είναι πιο κοντά από τα πίσω και η ουρά μου είναι πιο κοντή από αυτήν των άλλων αιλουροειδών. Έχω στρόγγυλο κεφάλι με γένια σε άσπρο χρώμα,  ενώ άσπρο είναι και το στήθος και η κοιλιά μου. Το χρώμα της πυκνής γούνας που καλύπτει το σώμα μου ποικίλει από μπεζ και γκρι μέχρι κοκκινωπό και καφέ.
   Τώρα πια ζω μόνο στα μεγάλα δάση των σκανδιναβικών χωρών, κι αυτό γιατί ΕΣΕΙΣ στην Ελλάδα με κυνηγάτε για την ωραία γούνα μου. Επίσης, μου στερείτε την τροφή στο φυσικό μου περιβάλλον, με αποτέλεσμα να στραφώ στα οικόσιτα ζώα. Σαρκοφάγο είμαι κι εγώ, να μείνω νηστικός; Εσείς συνεχίζετε να με σκοτώνετε, με αποτέλεσμα να έχουν μείνει μόνο λίγοι συγγενείς μου στις κορυφές της Πίνδου και ακόμα λιγότεροι σε ολόκληρο τον κόσμο. 
Μπράβο άνθρωπε, τα κατάφερες ΞΑΝΑ!
Τ. Ολυμπία

Δελφίνι

   Είμαι ένα από τα ομορφότερα πλάσματα που ζουν στις Ελληνικές θάλασσες. Είμαι πολύ γρήγορο, ενώ μπορώ να καταδυθώ σε μεγάλα βάθη. Το μήκος μου φτάνει τα 1.5-2 μέτρα και το βάρος μου τα 75-90 κιλά. Η ράχη μου είναι σκούρα μπλε - γκρι, η κοιλιά μου ασπροκίτρινη και η ουρά μου ανοιχτόχρωμη γκρι. Ζω σε παράκτια ρηχά νερά, αλλά και σε βαθιά νερά μακριά από τις ακτές. Μπορώ να φτάσω σε ηλικία τα 20 χρόνια και τρέφομαι με μικρά αφρόψαρα, όπως η σαρδέλα, και με κεφαλόποδα (καλαμάρια, θράψαλα). Ζω σε κοπάδια των 10-15 ατόμων. 
   Είναι γνωστή η αλληλεγγύη που υπάρχει στα μέλη της ομάδας μας. Αν ένα δελφίνι τραυματιστεί, τα υπόλοιπα το στηρίζουμε, για να μπορεί να μείνει στην επιφάνεια και να αναπνεύσει. Έχουμε ένα σύστημα ηχοεντοπισμού με τη βοήθεια του οποίου προσανατολιζόμαστε, εντοπίζουμε την τροφή μας και επικοινωνούμε μεταξύ μας. Μια επικοινωνία παιχνιδιάρικη, κοινωνική και ερωτική…
   Είμαστε «εφευρέτες» του συστήματος σόναρ, εξαιρετικοί ακροβάτες, δεινοί κολυμβητές, οι πλέον κοινωνικοί κάτοικοι των ελληνικών θαλασσών. Έχουμε κερδίσει τον θαυμασμό σας με το σπαθί μας… ή μάλλον με το βλέμμα μας!
   Παρότι είμαστε τόσο αξιαγάπητα, ο άνθρωπος παραμένει ο μοναδικός φυσικός μας εχθρός. Πετρελαϊκή ρύπανση, μόλυνση από τη συσσώρευση τεχνητών χημικών ενώσεων στους ιστούς μας, κλιματική αλλαγή, ηχορύπανση, παρενόχληση από σκάφη αναψυχής, στρατιωτικές ασκήσεις και έρευνες για υδρογονάνθρακες απειλούν όλα τα είδη δελφινιών, αλλά και τα υπόλοιπα θαλάσσια θηλαστικά.
Τσ. Ευαγγελία

Αρκούδα

Γεια σας! Eίμαι ο Boog και είμαι μια καφέ αρκούδα. Αυτοί εκεί πίσω είναι η οικογένειά μου, αλλά πιο καλά φαίνεται ο αδελφός μου, που είναι δίπλα μου. Η αλήθεια είναι πως σ’ αυτή τη φωτογραφία βγήκα πολύ λυπημένος… Πράγματι, είμαι στεναχωρημένος και φοβισμένος. Φοβάμαι τους ανθρώπους, γιατί θέλουν να με σκοτώσουν για να με κάνουν γούνα τους ή χαλί τους! Αναγκαστικά μετακινούμαστε συχνά με την οικογένεια μου μέχρι να βρούμε ένα ασφαλές μέρος.
Μήπως μπορείτε να με βοηθήσετε;
Χ. Θοδωρής

Χριστουγεννιάτικη ιστορία

Το πνεύμα των Χριστουγέννων, αλλά και η πάντα αγαπημένη "Χριστουγεννιάτικη ιστορία" του Κάρολου Ντίκενς, ενέπνευσαν τους μαθητές και τις μαθήτριες της Α΄ Γυμνασίου, που έφτιαξαν το πορτρέτο του γερο-τσιγκούνη Σκρουτζ ή ζωγράφισαν σκηνές από το απόσπασμα του σχολικού ανθολογίου.

Σκρουτζ
Τ. Ειρήνη, Α3

Κ. Αρχοντής, Α1

Λ. Κώστας, Α1

Το λογιστήριο του Σκρουτζ
Κ. Κυριακή, Α1

Β. Άννα Μαρία, Α1

Κ. Δόμνα, Α1

Χριστούγεννα στο σπίτι
Ρ. Νίκος, Α3

Ο Σκρουτζ και ο ανιψιός του
Τ. Ειρήνη, Α3
Πρόκειται για μια πολύ ωραία τρισδιάστατη κατασκευή, που εδώ παρουσιάζεται (δε γίνεται αλλιώς!) στις δύο της διαστάσεις.

Άλλοι/ες προτίμησαν να γράψουν τις σκέψεις τους για τα Χριστούγεννα και το νόημά τους.

Τι σημαίνουν για μένα τα Χριστούγεννα...
   Τα Χριστούγεννα για μένα είναι περίοδος χαράς, ξεκούρασης και ξεγνοιασιάς. Είναι μέρες τις οποίες περνάς με την οικογένεια και τους φίλους σου, μεταδίδοντας ο ένας στον άλλον το κέφι και απολαμβάνοντας το χιόνι που πέφτει - αν και πλέον αυτό είναι ασυνήθιστο στη Θεσσαλονίκη. Κατά τη γνώμη μου, η συντροφιά τις μέρες των Χριστουγέννων είναι πολύ σημαντική, μια που όλοι συνηθίζουν να μαζεύονται και να γιορτάζουν μαζί. Ακόμα, η ανταλλαγή δώρων είναι κάτι που με συναρπάζει πολύ. Μου αρέσει να παίρνω δώρα στην οικογένεια και στους φίλους μου και μετά να περιμένω μέχρι τη μέρα των Χριστουγέννων για να τους τα δώσω!
   Ο κόσμος που πιστεύει πως τα Χριστούγεννα δεν είναι τίποτα άλλο παρά μέρες εξόδων (όπως ο Σκρουτζ) έχει άδικο. Αντίθετα, είναι η κατάλληλη εποχή για να δώσουμε ελπίδα και χαρά σε ανθρώπους που τη χρειάζονται. Τα τρόφιμα που δίνονται στις φιλανθρωπίες, τα δώρα που χαρίζουμε στους δικούς μας ανθρώπους - ακόμα και μόνο η συντροφιά που παρέχουμε σε κάποιους που την έχουν ανάγκη, είναι αρκετή.
Τα Χριστούγεννα είναι λοιπόν η αγαπημένη μου γιορτή του χρόνου!
Σ. Κωνσταντίνα, Α3

   Τα Χριστούγεννα είναι μια γιορτή ελπίδας, γιατί όλοι οι άνθρωποι ελπίζουν για μια αλλαγή στη ζωή τους με το νέο έτος. Είναι μια γιορτή χαράς και ευτυχίας, γιατί περνάμε όλοι μαζί αγαπημένοι και χαρούμενοι τα Χριστούγεννα στο γιορτινό τραπέζι, όπως και στις συναντήσεις με όλη την οικογένεια. Όλοι πρέπει να είναι μονοιασμένοι, να υπάρχει μεταξύ μας αλληλεγγύη, ειρήνη, αλλά και αγάπη από το χαρμόσυνο γεγονός της γέννησης του Χριστού. Επίσης, πρέπει να υπάρχουν χαμόγελα, σε όλα τα πρόσωπα από ένα χαρούμενο και ευτυχισμένο χαμόγελο!
   Τα Χριστούγεννα είναι μια γιορτή που δεν πρέπει να υπάρχει λύπη, και αν υπάρχει, να είναι για την αλλαγή του χρόνου…
Σ. Μυρτώ, Α3   

   Τα Χριστούγεννα είναι για μένα η πιο όμορφη γιορτή του χρόνου! Είναι μια γιορτή με αγάπη, συμπόνια και χαρά. Η γέννηση του Χριστού δίνει σε όλους μας το μήνυμα της αγάπης και της ελπίδας. Γι’ αυτό αισθάνομαι ότι πρέπει να προσφέρουμε στήριξη και αγάπη στους συνανθρώπους μας που το χρειάζονται.
   Τα Χριστούγεννα μαζεύονται όλη η οικογένεια και οι συγγενείς, ανταλλάσσουν δώρα και μοιράζονται στιγμές αγάπης, ζεστασιάς και χαράς. Δεν είναι σημαντική η υλική αξία των δώρων, αλλά η συναισθηματική τους αξία, αφού δείχνουν τι αισθανόμαστε. Είναι μια γιορτή που μιλάει στην καρδιά μας και μας κάνει καλύτερους ανθρώπους. Έτσι για λίγο σταματάμε να σκεφτόμαστε τις δουλειές και τις υποχρεώσεις και σκεφτόμαστε τους συνανθρώπους μας. Γινόμαστε πιο αισιόδοξοι, πιο χαρούμενοι, πιο συμπονετικοί προς τους άλλους. Σ’ αυτή τη γιορτή δεν ανοίγουμε μόνο τα δώρα μας, αλλά ανοίγουμε και την καρδιά μας.
   Θα ευχόμουν όμως αυτή η χαρά των Χριστουγέννων να μη χαθεί μόλις τελειώσουν οι γιορτές… Το αισιόδοξο μήνυμα της γέννησης του Χριστού πρέπει να μας ακολουθεί και όλο τον υπόλοιπο χρόνο. Γιατί ο πόνος, η φτώχεια και οι αρρώστιες των ανθρώπων συμβαίνουν κάθε στιγμή και τότε χρειάζεται να τους βοηθούμε, με τη χαρά των Χριστουγέννων στην ψυχή μας.
Π. Χριστίνα, Α3

Όμως ο μπαμπάς δεν ερχόταν...

Στο πλαίσιο της διδασκαλίας του διηγήματος της Έλλης Αλεξίου "Όμως ο μπαμπάς δεν ερχόταν..." οι μαθητές και οι μαθήτριες της Β' Γυμνασίου ζωγράφισαν...

Μπροστά στη βιτρίνα
Α. Γρηγόρης, Β1

Κ. Χριστίνα, Β2

Έκαναν τη δική τους πρόταση για το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο του διηγήματος...

Γ. Στέλιος, Β1

«Η μάνα ξενοδουλεύει. Εννιά χρόνια τώρα περιμένει... Στη βιτρίνα του καταστήματος της οδού Αιόλου το τρενάκι των Χριστουγέννων τρέχει ακούραστο στις ράγες και περιμένει κάποιον να το αγοράσει... Ο Πέτρος και η Αγγελικούλα, με μουτράκια κολλημένα στη βιτρίνα, βλέπουν το τρενάκι και περιμένουν τον πατέρα να έρθει από την εξορία. Εννιά χρόνια περιμένουν. Όμως μπαμπάς δεν ερχόταν…».
Ένα διήγημα της Ε. Αλεξίου, που περιγράφει τα σκληρά χρόνια της μεταπολεμικής εποχής. Μιας εποχής που, εκτός από τα πρόσωπα, εξόριζε στο ντουλάπι της λήθης τα όνειρα και τις ελπίδες ενός ολόκληρου λαού, που διψούσε για μια καλύτερη ζωή.
Α. Χάρης - Α. Μενέλαος, Β1

Το διήγημα αυτό της Έλλης Αλεξίου αναφέρεται στις δυσκολίες και την απελπισία των ανθρώπων στη μεταπολεμική Ελλάδα. Δυο παιδιά, η Αγγελικούλα και ο Πέτρος, μεγαλώνουν μέσα στη φτώχεια, μια που ο πατέρας τους είναι εξόριστος και η μάνα τους αδυνατεί να στηρίξει οικονομικά την οικογένεια. Η απόγνωση θα την οδηγήσει σε μια ακραία απόφαση… Ωστόσο, η παιδική αφέλεια δίνει τη δύναμη στα παιδιά να ονειρεύονται την επιστροφή του πατέρα και μαζί την απόκτηση ενός μαγικού παιχνιδιού που θα τους γεμίσει χαρά. Άραγε θα πραγματοποιηθούν οι επιθυμίες τους ή μήπως οι πληγές του εμφυλίου πολέμου δεν αφήνουν περιθώρια για όνειρα;
Κ. Πελαγία, B2

Άλλοι/ες έγραψαν μια σελίδα στο ημερολόγιο του Πέτρου ή της Αγγελικούλας.

Ημερολόγιο του Πέτρου
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
   Χθες το βράδυ η μητέρα μας είπε ότι θα πάμε το επόμενο πρωί στην οδό Αιόλου με την αδερφή μου, την Αγγελικούλα. Χάρηκα πάρα πολύ! Ανυπομονούσα να δω τον κόσμο και τα στολισμένα καταστήματα. Σήμερα το πρωί λοιπόν, μόλις φτάσαμε στην οδό Αιόλου, τρέξαμε αμέσως με την Αγγελικούλα στα μαγαζιά για να δούμε τα παιχνίδια. Σε μια βιτρίνα είδαμε το τέλειο παιχνίδι, ένα χρωματιστό και γρήγορο τρενάκι. Ήταν αρκετά παιδιά μαζεμένα γύρω από τη βιτρίνα και το καθένα έλεγε ποιος θα του το αγοράσει. Είπα κι εγώ πως εμάς θα μας το πάρει ο μπαμπάς μας. Τότε όλα τα παιδιά γύρισαν προς το μέρος μας και μας κοίταξαν παραξενεμένα. Δεν κατάλαβα γιατί, αλλά και δε με νοιάζει... Μετά πήγα στη μητέρα και δίστασα να της ξαναζητήσω να μου πάρει τον σιδερόδρομο, αφού μου είχε πει πως πρέπει να περιμένουμε να γυρίσει πρώτα ο πατέρας από την εξορία. Η Αγγελικούλα όμως, που είναι μικρότερη και δεν καταλαβαίνει, της ζήτησε να της αγοράσει μια κούκλα που είδε ψηλά σε ένα ράφι στο παιχνιδάδικο. Η μητέρα είπε «Θα δούμε… Ελάτε τώρα να γυρίσουμε σπίτι.». Εμείς την ακολουθήσαμε, χωρίς να πούμε τίποτα… Πότε θα έρθει επιτέλους ο μπαμπάς;
Γ. Στέλιος, Β1

Ημερολόγιο της Αγγελικούλας
23 Δεκεμβρίου
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
   Σήμερα ήταν μια πολύ ωραία μέρα! Πήγαμε με τον Πέτρο και τη μαμά βόλτα στην οδός Αιόλου. Είναι ένας μεγάλος δρόμος, με πολλά μαγαζιά και βιτρίνες. Χαζέψαμε πολλή ώρα τις βιτρίνες με τα παιχνίδια. Ο Πέτρος θα ήθελε για δώρο έναν σιδερόδρομο, όπως και πολλά άλλα παιδιά που γνωρίσαμε εκεί. 
   Περιμένουμε τον μπαμπά να έρθει να μας τον αγοράσει, μαζί και μια κούκλα που άρεσε σε μένα, γιατί η μαμά λέει πως αυτά δεν είναι για μας, είναι πολύ ακριβά… 
Καληνύχτα! 
26 Δεκεμβρίου 
Αγαπημένο μου ημερολόγιο, 
   Περιμένουμε με λαχτάρα τον μπαμπά μας, αλλά αυτός δεν έρχεται και ο αδελφός μου φοβάται πολύ μήπως κάποιο άλλο παιδάκι προλάβει και αγοράσει τον σιδερόδρομο. Μα γιατί δεν έρχεται ο μπαμπάς;
Α. Ελισάβετ, Β1

Πρωτοχρονιά
Αγαπημένο μου ημερολόγιο, 
   Σε καμιά ώρα θα πάμε πάλι στην οδό Αιόλου. Χθες, παρόλο που κουράστηκα πολύ (περπατούσαμε δεν ξέρω κι εγώ πόσες ώρες), πέρασα πολύ ωραία. Κάναμε βόλτα, εγώ και ο Πέτρος, ώσπου φτάσαμε έξω από εκείνο το μαγαζί με τον σιδηρόδρομο. Λοιπόν, απ’ έξω ακριβώς ήταν μαζεμένα ένα τσούρμο παιδιά και καθένα έλεγε τα δικά του. Πάντως εγώ ένα ξέρω, πως όλα τους θέλουν πολύ να πάρουν τον σιδηρόδρομο. Τους είπαμε κι εμείς ότι θα μας τον πάρει ο μπαμπάς μας όταν γυρίσει από την εξορία, όπως μας είπε η μαμά. 
   Καλό μου ημερολόγιο, είμαι πολύ χαρούμενη και συγκινημένη. Η μαμά είπε πως ο μπαμπάς αυτές τις μέρες θα έρθει...
Υ. Γ. Πού να ’βλεπες τον Πέτρο πώς κάνει απ’ τη χαρά του κάθε φορά που χτυπάει η πόρτα! Κι εγώ κι αυτός ανυπομονούμε να γνωρίσουμε τον πατέρα…

Παραμονή Φώτων
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
   Σε λίγες μέρες ανοίγουν τα σχολεία, και ο μπαμπάς δεν έχει εμφανιστεί. Συνεχίζουμε καθημερινά να πηγαίνουμε στην οδό Αιόλου, ακόμα και σήμερα πήγαμε. Το πρωί μπροστά στη βιτρίνα ήταν μαζεμένα ξανά εκείνα τα παιδιά. Τελικά κανένας δε θα αγοράσει τον σιδηρόδρομο, αφού όλοι πήραν ως δώρο κάτι πρακτικό και χρήσιμο. Εμείς όμως ούτε αυτό δεν πήραμε… Οι διακοπές των Χριστουγέννων φέτος ήταν για όλους πολύ στενόχωρες. Για φαντάσου… Ακόμη και ο σιδηρόδρομος ήταν κάπως στεναχωρημένος, δεν έκανε εκείνους τους ωραίους κύκλους που, όταν τον κοιτάζαμε, κάναμε όλοι «Οοοοο….» και μέναμε με ανοιχτό το στόμα. Σε λίγο καιρό θα τον βγάλουν και από τη βιτρίνα. Τι κρίμα! Πάνε κι αυτές οι γιορτές χωρίς να δούμε τον πατέρα μας. … Πότε θα έρθει ο μπαμπάς μας, Θεέ μου; Πότε; Πόσον καιρό ακόμα θα τον κρατούν οι κακοί άνθρωποι;
Γ. Τατιάνα, Β1

Και ένα ποίημα εμπνευσμένο από το κείμενο!

Όμως ο μπαμπάς δεν ερχόταν

Τα όνειρά μας χάνονται στην οδό Αιόλου 
Το τρενάκι περιμένει κάποιον να το αγοράσει 
Τα παιδιά το βράδυ τρέχουν να ανοίξουν την εξώπορτα 
Όμως ο μπαμπάς δεν έρχεται 
Πέρασε η πρωτοχρονιά, πέρασαν και τα Φώτα 
Ο σιδερόδρομος είναι στεναχωρημένος 
Τα παιδιά είναι στεναχωρημένα 
Η μάνα ξενοδουλεύει και στεναχωριέται για εννιά ολόκληρα χρόνια 
Η εξορία χωρίζει τους ανθρώπους 
Και ο μπαμπάς δεν έρχεται... 

Α. Χάρης - Α. Μενέλαος, Β1

Ο αδικημένος κόσμος

Με ιδιαίτερη χαρά συμπληρώνω τις ωραίες εργασίες των μαθητών και μαθητριών της Β΄ Γυμνασίου για το κείμενο "Ένα παλιό μήνυμα για το σύγχρονο κόσμο" με ένα πολύ καλοφτιαγμένο και ενδιαφέρον βίντεο, εμπνευσμένο από τις ιδέες του Ινδιάνου Σιάτλ.

Ο αδικημένος κόσμος

Β. Απόστολος, Β1