Μερικά ακόμα δείγματα δημιουργικής γραφής μαθητών του Β1 και Β2... Κείμενα αστεία, συγκινητικά, πρωτότυπα και σίγουρα με πολλή φαντασία!
Με bold είναι τονισμένοι οι τίτλοι των κειμένων του ανθολογίου που χρησιμοποιήθηκαν.
ΔΙΑΚΟΠΕΣ
ΣΤΑ XANIA
Φέτος το καλοκαίρι πήγαμε με την οικογένειά μου διακοπές στην Κρήτη. Ο πρώτος προορισμός μας ήταν τα
υπέροχα και γραφικά Χανιά. Μόλις φτάσαμε στο ξενοδοχείο, η κυρία Νίτσα, η ιδιοκτήτριά του, μας υποδέχτηκε και μας οδήγησε
στο δωμάτιό μας. Το επόμενο πρωί πήγαμε στο κέντρο των Χανίων με το λεωφορείο. Η πόλη των Χανίων, και συγκεκριμένα η παλιά πόλη, είναι πολύ όμορφη, σε αντίθεση με άλλες πόλεις
που έχουν προσαρμοστεί στην εποχή του τσιμέντου
και της πολυκατοικίας. Ενώ γυρνούσαμε στη γραφική πόλη, είδαμε μια μεγάλη
παλιά βυζαντινή εκκλησία. Μπήκαμε, λοιπόν,
στην εκκλησία, που μας εντυπωσίασε
με τον αρχιτεκτονικό ρυθμό της. Όταν νύχτωσε, είπαμε να πάμε βόλτα με το καϊκάκι,
όμως ο μπαμπάς δεν ερχόταν, γιατί
τον πιάνει ναυτία στο πλοίο. Έτσι αποφασίσαμε να πάμε σε μια ταβέρνα στο
λιμανάκι να φάμε. Μόλις τελειώσαμε το φαγητό μας, ο σερβιτόρος μας έφερε για
επιδόρπιο γλυκό του κουταλιού και ρακί. Τις επόμενες μέρες κάναμε κυρίως
μπάνια και τα απογεύματα κάναμε βόλτες στην πόλη.
Πέρασα υπέροχα στα Χανιά και ελπίζω να ξαναπάω!
Γ. Στέλιος, Β1
ΕΝΑ "ΓΡΗΓΟΡΟ" ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ...
Ακόμα νοσταλγώ το τελευταίο μου καλοκαίρι στην Κόρινθο.
Ξυπνούσαμε και η θάλασσα ξυπνούσε μαζί
μας. Όλη μέρα χορταίναμε πίνοντας
ήλιο Κορινθιακό και τρώγοντας καλαμάρι τηγανητό! Περνούσαμε πολύ ωραία! Οι Κυριακές στη θάλασσα μαζί με τους φίλους μου με γέμιζαν χαρά! Η μάνα μου βέβαια με μάζευε νωρίς κάθε βράδυ. Δεν ήθελε να αργώ, έτσι έλεγε.
Υπήρχαν όμως και μέρες που σκεφτόμουν τη μεγάλη πόλη, την Αθήνα, με τις χαλασμένες
γειτονιές, τα bar και τους μεγάλους
δρόμους.
[...]
11 Σεπτεμβρίου. Μαζεύεται όλη η
τσακαλοπαρέα στην αυλή. Ο Γιώργος μας λέει για τα δύο γράμματα της Χαράς, που έλαβε πριν
λίγες μέρες, Η αδερφή του μας μιλάει για τις αναμνήσεις της Κωνσταντίνας από τη Γερμανία, της κοπέλας που ήρθε
καινούργια στο σχολείο. Μέσα σε όλα έχουμε και την επιστροφή του Ανδρέα, ενός παιδιού που θα 'ρθει στο σχολείο
τρεις μέρες μετά τον αγιασμό.
Η ώρα περνούσε... Στην ιστορία η κυρία Νίτσα μας μίλησε για τις Θερμοπύλες. Σκέτη βαρεμάρα! Από την άλλη, η κυρία Νότα, η μουσικός, μας έμαθε το τραγούδι του Γιάνγκ μαζί με άλλα Μαλαισιανά τραγούδια.
Στο
διάλειμμα ο Κωστάκης φώναζε «Γιατί;» Δεν
τον αδικώ. Έτσι είναι το σχολείο. Υπάρχουν μαθήματα που μας κινούν το
ενδιαφέρον και άλλα όχι. Μετά από ένα «γρήγορο» καλοκαίρι, τώρα θα πρέπει να
περάσουμε έναν αργό χειμώνα!
Καλή χρονιά!
Α. Γρηγόρης, Β1
ΣΤΗΝ ΕΞΟΧΙΚΗ ΛΕΥΚΑΔΑ
Επιτέλους,
έφτασε η μέρα που θα φύγουμε για διακοπές και θα αφήσουμε την πόλη. Η Αθήνα το καλοκαίρι γίνεται
ανυπόφορη. Στην εποχή του τσιμέντου και της πολυκατοικίας, η ζέστη και η αποπνιχτική ατμόσφαιρα
μας διώχνουν μακριά της. Φέτος αποφασίσαμε να επισκεφτούμε τη Λευκάδα.
Βρήκαμε ένα
όμορφο, άνετο σπίτι έξω από την πόλη, κοντά στη θάλασσα. Η εξοχική
Λευκάδα έχει άπειρες ομορφιές. Από το μπαλκόνι του σπιτιού βλέπαμε ένα άσπρο
ξωκλήσι πάνω στον βράχο, όπου έσκαγαν τα κύματα της θάλασσας. Πυκνά δέντρα
έφταναν μέχρι τη θάλασσα και πολλοί επισκέπτες χαίρονταν τα καταγάλανα νερά
της. Ταξιδέψαμε με το λεωφορείο σε όλο το νησί, είδαμε ερημωμένα
χωριά με ελάχιστους ηλικιωμένους κατοίκους και άλλα γεμάτα από τη ζωή και
την κίνηση του καλοκαιριού. Ιδιαίτερα οι Κυριακές στη θάλασσα ήταν
θορυβώδεις, αφού τα Σαββατοκύριακα το νησί συγκέντρωνε τον περισσότερο κόσμο.
Οι μέρες πέρασαν γρήγορα και προτού φύγουμε προμηθευτήκαμε τοπικά προϊόντα,
όπως μυρωδικά από τη φύση, αναμνηστικά δώρα και γλυκό του κουταλιού.
Επιστρέψαμε
στην Αθήνα γεμάτοι όμορφες εντυπώσεις και χαρούμενες αναμνήσεις. Όμως το
καλοκαίρι τελείωνε και όλοι είχαμε την ίδια σκέψη στο μυαλό μας. Σε λίγο και
πάλι στο σχολείο… Γιατί;
Κ. Πελαγία, Β2
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Πόσο μου λείπουν οι διακοπές!
Αλλά πιο πολύ μου λείπει η εξοχική Λευκάδα και εκείνη η μια Κυριακή στην
Κνωσό που πέρασα με τους γονείς μου. Αχ, Λευκάδα! Δε θα ξεχάσω ποτέ τ' άσπρο ξωκλήσι δίπλα στην εκκλησία. Τα πρωινά ξυπνούσαμε
νωρίς, είχαμε την εντύπωση πως ξυπνάμε
και η θάλασσα ξύπνα μαζί μας…
Θυμάμαι μια μέρα που πήγαμε κι
είδαμε μια παράσταση Καραγκιόζη με τίτλο: «Ο
Καραγκιόζης. Ένα ελληνικό θέατρο σκιών». Η μάνα μου ήταν πολύ χαρούμενη, γιατί της αρέσει πολύ το θέατρο
σκιών. Όμως ο μπαμπάς δεν ερχόταν. Τελικά,
τον πείσαμε. Ήρθε και η κυρία Νίτσα,
η γειτόνισσα, και τα παιδιά από την τοπική
ομάδα μπάσκετ. Όλοι περάσαμε ωραία.
Και τώρα, Αθήνα… Τι είναι η πόλη μπροστά στα νησιά και
στα χωριά; Όλο χαλασμένες γειτονιές,
όπου ζούμε στην εποχή του τσιμέντου και
της πολυκατοικίας. Γιατί; Και η οικονομική
κρίση… Άστα! Με το λεωφορείο κυκλοφορούμε.
Μέχρι κι οι γάτες των φορτηγών
βαρέθηκαν.
Γύρισα και πάλι στο σχολείο… Και τώρα βγαίνοντας
από το σχολειό όλα είναι αναμνήσεις. Κρίμα!
Κ. Απόστολος, Β2
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΤΑΚΗ-ΠΛΟΥΜΑ
Ήταν έξυπνο παιδί και όλοι τον συμπαθούσαν. Ο Τάκη-Πλούμας ήταν αγαπητός σε όλους. Το χωριό του ήταν στον κορινθιακό κόλπο και το αγαπούσε πολύ. Περνούσε ωραία το καλοκαίρι στο χωριό. Πάντα ξυπνούσε νωρίς νωρίς. Άνοιγε τα παραθυρόφυλλα και, πίνοντας ήλιο κορινθιακό, έβλεπε τη θάλασσα που και αυτή ξυπνούσε μαζί του. Τα κύματα έπεφταν πάνω στους βράχους κάνοντας τρομερό θόρυβο. Τις Κυριακές στο χωριό ξυπνούσε και πήγαινε με την οικογένεια του στην εκκλησία. Συχνά πήγαινε και ως το άσπρο ξωκλήσι δίπλα στη θάλασσα για να ανάψει κι εκεί ένα κεράκι. Αργότερα πήγαινε με τη μάνα του και τον πατέρα του στη θάλασσα. Αχ, αυτές τις Κυριακές στη θάλασσα, πόσο τις λαχταρούσε!
Όταν τέλειωνε το καλοκαίρι, έπρεπε να γυρίσει στην Αθήνα. Η πόλη δε συγκρινόταν βέβαια με το χωριό του. Ήταν μουντή και γεμάτη χαλασμένες γειτονιές, ενώ το χωριό του ήταν σαν ένα παλιό μήνυμα για το σύγχρονο κόσμο.
Ο Τάκη-Πλούμας θυμάται το σχολείο του, τους φίλους του και τους καθηγητές. Επιστρέφοντας και πάλι στο σχολείο, δε σταματούσε να περιγράφει τα καλοκαιρινά κατορθώματά του. Βγαίνοντας από το σχολειό, πήγαινε αμέσως στην τοπική ομάδα, όπου έπαιζε με τους φίλους του.
Μα όλα αυτά τώρα είναι μακρινές αναμνήσεις, που σβήνουν στο μυαλό του γέρου Τάκη-Πλούμα...
Δ. Βασίλης, Β2
Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Η Αθήνα,
η πόλη που είναι η πρωτεύουσα της χώρας μας, είναι γεμάτη χαλασμένες
γειτονιές, που έχουν πλέον
χάσει τον ρομαντισμό της παλιάς εποχής. Στην εποχή του τσιμέντου και της
πολυκατοικίας δεν θα δεις πια το τ’ άσπρο ξωκλήσι. Έξι χιλιάδες
νέοι τουλάχιστον ψάχνουν καθημερινά για δουλειά και για ένα καλύτερο αύριο.
Αυτό που ακούς συνεχώς είναι «θέλω να πάω στην ξενιτιά για να επιβιώσω»,
και είναι πολύ θλιβερό. Η κυρία Νίτσα, όπως και κάθε μητέρα που βλέπει τα παιδιά της να μεγαλώνουν σε
αυτή την εποχή, ζει με ένα «Γιατί;».
Κατεβαίνοντας με το λεωφορείο στο Σύνταγμα, σκέφτομαι ότι είναι
θλιβερό να είμαστε απαισιόδοξοι. Αντίθετα, πρέπει εμείς οι νέοι να στέλνουμε
μηνύματα αισιοδοξίας, ένα παλιό μήνυμα
για τον σύγχρονο κόσμο: ζήστε απλά, χωρίς άγχος, χωρίς πολλά πράγματα, γλυκά σαν γλυκό του κουταλιού…
Κ. Αλέξανδρος, Β2
ΕΝΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ
Ήταν
κάποτε ένας πολιτικός μηχανικός, ο Τάκης
Πλούμας που ζούσε στην Αθήνα. Τη
γυναίκα του την έλεγαν Καλλιπάτειρα
και τον γιο του τον λέγανε Μανόλη. Εδώ κι ενάμισι χρόνο ο Τάκης δεν είχε
δουλειά. Είχε κλείσει το γραφείο του, επειδή δεν είχε δουλειές εξαιτίας της
κρίσης. Τον τελευταίο καιρό ο Τάκης περιδιάβαινε στις χαλασμένες γειτονιές της πόλης και αναζητούσε απασχόληση, αλλά η
αναζήτησή του ήταν μάταια, δεν έβρισκε ούτε ένα μεροκάματο. Μέχρι που μια μέρα
είδε ένα γραφείο ευρέσεως εργασίας
και μπήκε μέσα για να ζητήσει δουλειά. Ο υπάλληλος εκεί του υποσχέθηκε πως θα
του έβρισκαν μια δουλειά σε μερικές μέρες. Πράγματι, σε μία βδομάδα του
τηλεφώνησαν και του είπαν πως του βρήκανε μια καλοπληρωμένη δουλειά στο Τόκιο. Το συζήτησε με τη
γυναίκα του και αποφάσισαν να πάει ο Τάκης στο Τόκιο μόνος του. Δεν μπορούσε να
πάρει την Καλλιπάτειρα και το παιδί τους μαζί του, αφού δεν υπήρχαν ελληνικά
σχολεία στο Τόκιο. Το βράδυ, όταν ήταν έτοιμος να αποκοιμηθεί ο Μανόλης, ο
Τάκης άρχισε να σιγοτραγουδά ένα νανούρισμα
στο γιο του και την επόμενη μέρα, όταν ο Μανόλης ξύπνησε, ο πατέρας του
ήταν άφαντος. Το παιδί άρχισε να ρωτά τη μάνα
του: «Γιατί; Γιατί ο μπαμπάς
έφυγε;» και η Καλλιπάτειρα του εξήγησε πως βρήκε δουλειά και έπρεπε να φύγει,
να γίνει μετανάστης. Για τον όρο
«μετανάστες» ο Μανόλης είχε ακούσει στο σχολείο από τους συμμαθητές του,
γιατί μερικοί είχαν συγγενείς σε άλλες χώρες. Ο Μανόλης περίμενε τον πατέρα
του, όμως ο μπαμπάς δεν ερχόταν. Μετά
από μερικά χρόνια, στην εποχή του
τσιμέντου και της πολυκατοικίας, ο πατέρας του γύρισε επιτέλους. Το παιδί
είχε μια δύσκολη ασθένεια, αλλά ευτυχώς με τα πολλά λεφτά που είχε βγάλει ο
πατέρας στο Τόκιο θεραπεύτηκε και ξανάνοιξαν
το γραφείο του Τάκη Πλούμα.
Κ. Δημήτρης, Β2
Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ
Προβλήματα
που έχει ο σύγχρονος άνθρωπος!
Και πιο "τρομακτικό" απ’ όλα, αυτό της ρύπανσης του περιβάλλοντος... Ζούμε στην εποχή του τσιμέντου και της πολυκατοικίας, κυρίως όσοι κατοικούμε στην Αθήνα, την ξακουστή πρωτεύουσα, την πόλη των τεσσάρων εκατομμυρίων αγνώστων. Μια πόλη όπου συχνά θα συναντήσεις χαλασμένες γειτονιές, καυσαέριο που σου κόβει την ανάσα και ηχορύπανση που σε τρελαίνει. Άνθρωποι που διεκδικούν μια καλύτερη ζωή σκοντάφτοντας στην τρίπλα των ονείρων... Μήπως να γυρνούσαμε σε κάποιες συνήθειες του παρελθόντος; Να αγαπούσαμε περισσότερο τη γη μας, το αληθινό μας σπίτι; Να θυμηθούμε ένα παλιό μήνυμα για τον σύγχρονο κόσμο; Η καθημερινότητα μπορεί να είναι όμορφη όταν ο κόσμος που ζούμε είναι όμορφος...
Και πιο "τρομακτικό" απ’ όλα, αυτό της ρύπανσης του περιβάλλοντος... Ζούμε στην εποχή του τσιμέντου και της πολυκατοικίας, κυρίως όσοι κατοικούμε στην Αθήνα, την ξακουστή πρωτεύουσα, την πόλη των τεσσάρων εκατομμυρίων αγνώστων. Μια πόλη όπου συχνά θα συναντήσεις χαλασμένες γειτονιές, καυσαέριο που σου κόβει την ανάσα και ηχορύπανση που σε τρελαίνει. Άνθρωποι που διεκδικούν μια καλύτερη ζωή σκοντάφτοντας στην τρίπλα των ονείρων... Μήπως να γυρνούσαμε σε κάποιες συνήθειες του παρελθόντος; Να αγαπούσαμε περισσότερο τη γη μας, το αληθινό μας σπίτι; Να θυμηθούμε ένα παλιό μήνυμα για τον σύγχρονο κόσμο; Η καθημερινότητα μπορεί να είναι όμορφη όταν ο κόσμος που ζούμε είναι όμορφος...
Κ. Χριστίνα, Β2
ΣΤΗΝ
ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ
Όταν
πρωτοκατέβηκα στη Σμύρνη, ένιωθα μεγάλη χαρά! Δεν είχα
φανταστεί ποτέ τι θα γινόταν. Ήταν 18 Απριλίου του 1922… Στην πόλη μας περίμενε
η οικογενειακή μας φίλη, η Άννα του
Κλήδονα. Ρώτησα έναν κύριο που καθόταν δίπλα μου στο πλοίο πώς μπορώ πάω στ’ άσπρο ξωκλήσι. Εκείνος, με ένα
πλατύ χαμόγελο, μου απάντησε: «με το
λεωφορείο». Μείναμε στο σπίτι του Τάκη-Πλούμα,
καθώς αυτός είχε φύγει μια Κυριακή στην
Κνωσό και έκτοτε δεν επέστρεψε ποτέ. Οι μέρες περνούσαν ήρεμα, ώσπου… μια
μέρα είδαμε φωτιές από την Αρμένικη συνοικία της Σμύρνης. Πολλά πλοία είχαν
μαζευτεί στο λιμανάκι και όσοι προσπαθούσαν να φτάσουν σε αυτά για να σωθούν
κατέληγαν στην κόκκινη από το αίμα θάλασσα.
Τρέξαμε μέχρι την προβλήτα, βρήκαμε ένα ψαροκάικο εκεί. Ευτυχώς οι
ιδιοκτήτες του ήταν Έλληνες και μπορέσαμε και φύγαμε. «Εις Σάμον», είπε ο καπετάνιος και ξεκινήσαμε.
Αυτές οι αναμνήσεις είναι πλέον μακρινές, σαν τις αναμνήσεις της Κωνσταντίνας από τη Γερμανία…
Αυτές οι αναμνήσεις είναι πλέον μακρινές, σαν τις αναμνήσεις της Κωνσταντίνας από τη Γερμανία…
Κ. Ιωάννα, Β2
Κι ένα χαριτωμένο ποιηματάκι...
Μια
συνάντηση
Βγαίνοντας μια μέρα απ’
το σχολειό,
είδα
τη φίλη μου τη Μαίρη από την Κω,
κι
αναρωτιέμαι "τι κάνει εδώ;".
Μια Κυριακή
στην Κνωσό,
όταν
τη γνώρισα,
μου
’πε «Θα ’ρθω
να σε δω».
"Η
εξοχική Λευκάδα σου στέλνει φιλιά", της είπα εγώ!
Κ. Ευμορφία, Β2
Κ. Ευμορφία, Β2
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.