Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024

Ο Κωνσταντής

Με αφορμή το διήγημα της Λίτσας Ψαραύτη "Ο Κωνσταντής", οι μαθητές και οι μαθήτριες της Α΄ Γυμνασίου ζωγράφισαν σκηνές που τους/τις συγκίνησαν...

Ο Κωνσταντής στα φανάρια
Α. Εβελίνα, Α2
Ν. Θοδωρής, Α3
Γ. Δημήτρης, Α2

Ο Κωσταντής μπροστά στην πόρτα της κυρίας Δέσποινας
Ο. Μελίνα, Α3
Ο Κωνσταντής κοιμάται στον καναπέ της κυρίας Δέσποινας
Δ. Αργυρώ, Α1
Κ. Λυδία, Α2

Παρουσίασαν τη δική τους πρόταση για το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο του διηγήματος...

Π. Κλεοπάτρα, Α3

   Το διήγημα της Λίτσας Ψαραύτη συγκινεί και προβληματίζει… Μέσα από την αγάπη και τη φροντίδα προς το μικρό αγόρι, ένα από τα «παιδιά των φαναριών», η κυρία Δέσποινα βρίσκει τη συντροφικότητα και τη χαρά που της λείπουν. Αυτή η ιστορία αποτελεί μια υπενθύμιση ότι η ανθρωπιά μπορεί να φανεί ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές, προσφέροντας στον αναγνώστη την ελπίδα.
Κ. Γιώργος, Α2

Ε. Δέσποινα, Α2

   Μεγάλο Σάββατο… Ο Κωνσταντής, ένα παιδί από την Αλβανία, παλεύει για την επιβίωση στους δρόμους της μεγαλούπολης, μακριά από τους δικούς του. Η κυρία Δέσποινα, μια γυναίκα μόνη, χωρισμένη κι αυτή από την οικογένειά της - αν και για τελείως διαφορετικούς λόγους - θα του ανοίξει την πόρτα του σπιτιού της, αλλά και την πόρτα της καρδιάς της.
   Ένα συγκινητικό διήγημα που μας θυμίζει ότι υπάρχει ελπίδα στην αγάπη, ακόμα και εκεί που νομίζουμε ότι όλοι είναι ξένοι και μόνοι.
Κ. Στέλιος, Α1

Έγραψαν μια σελίδα στο ημερολόγιο του Κωνσταντή ή της κυρίας Δέσποινας...

Από το ημερολόγιο του Κωνσταντή
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
   Μεγάλο Σάββατο σήμερα, κι εκεί που καθόμουν στα σκαλιά στην είσοδο μιας πολυκατοικίας βρεγμένος και πεινασμένος, με πλησίασε μια ηλικιωμένη κυρία. Ήταν πολύ γλυκιά και με προσκάλεσε στο σπίτι της. Εκεί με περιποιήθηκε σαν πρίγκιπα! Έκανα ένα ωραίο ζεστό μπάνιο και μου έδωσε να φορέσω καθαρά ρούχα, του αγαπημένου της εγγονού, όπως είπε. Ήταν πολύ τρυφερή και στοργική. Μετά έστρωσε το τραπέζι και μου έβαλε να φάω. Είχε ψωμί, ελιές, ταραμοσαλάτα, χαλβά και φρούτα, όλα τα νηστίσιμα καλά. Χορτάτος πια, κάθισα στον καναπέ και χάζευα στην τηλεόραση. Ένιωθα τόσο όμορφα, ζεστός και ασφαλής στο σπίτι της κυρίας Δέσποινας, και ήμουν τόσο εξαντλημένος, που χωρίς να το καταλάβω έγειρα στα μαλακά μαξιλάρια και κοιμήθηκα αμέσως. Η κυρία Δέσποινα πήγε στην εκκλησιά για την Ανάσταση, χωρίς να με ξυπνήσει. Όταν γύρισε, τσουγκρίσαμε τα κόκκινα αυγά και φάγαμε μια πολύ νόστιμη μαγειρίτσα. Είχα πολύ καιρό να νιώσω έτσι... Είμαι τόσο τυχερός που συνάντησα αυτή την κυρία και θα την ευχαριστώ πάντα για τη φροντίδα της.
   Ελπίζω σύντομα να ξαναδώ τους γονείς μου, να χωθώ στην αγκαλιά τους και να είμαστε πάλι όλοι μαζί…
Π. Γιώργος, Α3

Αγαπητό ημερολόγιο,
   Πάλι νηστικός έμεινα σήμερα... Έχει περάσει ήδη αρκετός καιρός από τότε που άρχισα να βγαίνω στα φανάρια, για να πουλήσω την πραμάτεια μου. Πλησιάζω τα τζάμια των οδηγών με χαρτομάντηλα, σαπούνια και στιλό, αλλά αυτοί με αποφεύγουν. Το πρωί ελάχιστοι σταμάτησαν και άφησαν το κατιτί τους, όμως κι αυτοί με κοίταζαν περίεργα και δεν έβλεπαν την ώρα να κλείσουν το τζάμι, σαν να ήθελαν να γλιτώσουν από την παρουσία μου. Καταλάβαινα την αμηχανία και τη δυσαρέσκειά τους…
   Άραγε γνωρίζουν όλοι αυτοί πόσο τυχεροί είναι; Κοιτούσα λαίμαργα τις σακούλες των σούπερ μάρκετ στα πίσω καθίσματα, τα κουτιά με τα παιχνίδια, τα βελούδινα αβγά και τα σοκολατένια λαγουδάκια. Αναρωτιέμαι... θα βρεθώ κι εγώ ποτέ στη θέση των παιδιών για τα οποία προορίζονται όλα αυτά τα καλά; Θα αισθανθώ άραγε ξανά χαρά και ασφάλεια μέσα σ’ ένα ζεστό σπίτι μαζί με την οικογένειά μου; Ίσως τότε να μην εισέπραττα αυτή την περιφρόνηση... Υπάρχουν στιγμές που σκέφτομαι πως οι γονείς μου μ’ εγκατέλειψαν. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να ισχύει, έτσι; Ποιος το κάνει αυτό στο παιδί του;
   Άκουσα από το ραδιόφωνο ενός διερχόμενου αυτοκινήτου πως σήμερα είναι Μεγάλο Σάββατο. Για εμένα όμως τι διαφορά έχει; Θυμάμαι πως παλαιότερα τέτοια ημέρα πηγαίναμε με τους γονείς μου στην εκκλησία φορώντας γιορτινά ρούχα κι έπειτα καθόμασταν στο πασχαλινό τραπέζι. Και τι δεν είχε πάνω! Αχ, ευτυχισμένες στιγμές, που ανήκουν όμως πια στο παρελθόν… Εύχομαι πραγματικά να άλλαζε μαγικά ο κόσμος, να μην υπήρχε κανένα παιδί στα φανάρια και όλοι να χαίρονταν τις γιορτές με την οικογένειά τους, χορτάτοι και ασφαλείς μέσα στη ζεστασιά των σπιτιών τους...
Κ. Έλενα, Α1

Καλό μου ημερολόγιο,
   Σήμερα ήμουν από το πρωί στους δρόμους, όπως συνήθως. Χτες δε σου έγραψα, γιατί έτρεχα σχεδόν όλη μέρα για να ξεφύγω από τους αστυνομικούς. Με χάσανε, αλλά οι γονείς μου… Τους έπιασαν και τους γύρισαν στην Αλβανία.
   Αλλά η σημερινή μέρα μού επιφύλασσε μια έκπληξη, και μάλιστα πολύ ευχάριστη! Όταν τελείωσα τη δουλειά, χώθηκα σε μια πολυκατοικία και κάθισα να ξεκουραστώ λίγο στη σκάλα. Τότε με είδε μια καλοσυνάτη κυρία, η κυρία Δέσποινα, που με πήρε μέσα στο σπίτι της. Έκανα μπάνιο, άλλαξα ρούχα, μου έβαλε να φάω νηστίσιμα φαγητά και… ακούω την καμπάνα της εκκλησίας! Χριστός Ανέστη λοιπόν.
   Ωπ, τι έγινε; Φαίνεται πως με πήρε ο ύπνος! Ακούω τα κλειδιά της κυρίας Δέσποινας στην πόρτα. Μάλλον πήγε στην εκκλησία όσο εγώ κοιμόμουν. Πόσο χαίρομαι που θα γιορτάσουμε μαζί το Πάσχα! Αλλά αυτό που θα ήθελα πάνω απ’ όλα είναι να γυρίσουν οι γονείς μου στην Ελλάδα, να τους έχω και πάλι κοντά μου. Ελπίζω η ευχή μου να γίνει πραγματικότητα…
Π. Νικολέτα, Α2

Από το ημερολόγιο της κυρίας Δέσποινας
Κυριακή του Πάσχα
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
   Χτές το απόγευμα, εκεί που καθόμουν στο παράθυρο και χάζευα την κίνηση στον δρόμο για να ξεχαστώ, παρατήρησα ένα αγοράκι που πουλούσε μικροπράγματα στα φανάρια. Ήταν γύρω στα δώδεκα και φορούσε καλοκαιρινά ρούχα μέσα στο κρύο και τη βροχή. Το λυπόταν η ψυχή μου… Με το που πήρε να βραδιάζει, το είδα να τρυπώνει στην πολυκατοικία μας, μάλλον για να ζεσταθεί. Χωρίς δεύτερη σκέψη, άνοιξα την πόρτα μου. Ο μικρός καθόταν στα σκαλοπάτια και μετρούσε κάτι κέρματα. Γύρισε και με κοίταξε. Ήταν φτυστός ο εγγονός μου, ο Αντωνάκης μου! Τα ίδια ξανθά μαλλιά, τα ίδια καταγάλανα μάτια! Μόνο που αυτός ήταν πιο αδύνατος και χλωμός, το μουτράκι του ήταν λερωμένο με λάσπες… Η καρδιά μου ράγισε… Στη στιγμή πήρα την απόφαση να τον καλέσω να μπει μέσα στο σπίτι μου. Εκείνος στην αρχή ήταν λίγο διστακτικός, ποιος ξέρει τι είχαν δει τα ματάκια του ολημερίς στους δρόμους, αλλά τελικά δέχτηκε να με ακολουθήσει. Το όνομά του είναι Κωνσταντής και ήταν μόνος γιατί τους γονείς του τους έστειλε η αστυνομία πίσω στην Αλβανία, όπως μου είπε. Πλύθηκε, ντύθηκε με τα καθαρά ρούχα που είχε αφήσει ο Αντωνάκης πριν φύγει στη Βαλτιμόρη και έκατσε να φάει. Δεν άφησε ούτε ψίχουλο, ο καημένος…
   Έπειτα από λίγη ώρα αποκοιμήθηκε σαν αγγελούδι μπροστά στην τηλεόραση. Πρέπει να ήταν πολύ κουρασμένος. Εγώ ετοιμάστηκα να πάω στη λειτουργία της Ανάστασης. Αυτή τη φορά όμως δεν κάθισα μέχρι το τέλος, γιατί ήθελα να γυρίσω γρήγορα στο σπίτι, να γιορτάσω παρέα με τον Κωνσταντή. Τσουγκρίσαμε τα κόκκινα αυγά και φάγαμε με πολλή όρεξη τη μαγειρίτσα που είχα φτιάξει.
   Μου έδωσε τόση χαρά αυτό το παιδάκι! Γέμισε το σπίτι μου… Σκέφτομαι πως ο Θεός το έστειλε την πόρτα μου, να μην περάσω το Πάσχα μόνη κι έρημη. Δε θα το εγκαταλείψω! Θα το φιλοξενήσω και θα το βοηθήσω με κάθε τρόπο να ενωθεί ξανά με τους δικούς του…
Π. Ευτυχία, Α3

Άλλοι/ες προτίμησαν να γράψουν μια επιστολή του Κωνσταντή προς τους γονείς του...

Αγαπημένοι μου γονείς,
   Σας γράφω για να σας πω τα καλά μου νέα! Λοιπόν, η μέρα μου σήμερα ήταν αρκετά διαφορετική από τις άλλες. Το πρωί, με τα ψιλά που είχα μαζέψει από τα χαρτομάντηλα, κατάφερα να αγοράσω ένα κουλούρι και μετά έπιασα κατευθείαν δουλειά. Όλα κυλούσαν όπως κάθε τυπική μέρα στα φανάρια, ίσως λίγο χειρότερα γιατί είχε κρύο και έβρεχε… Καθώς βράδιασε όμως, συνάντησα μία καλοσυνάτη γιαγιά, την κυρία Δέσποινα. Να πώς έγιναν τα πράγματα: είχα αναζητήσει καταφύγιο στην είσοδο μιας οικοδομής, καθόμουν στα σκαλάκια και σκεφτόμουν πού θα περάσω τη νύχτα. Τότε η πόρτα του ισόγειου διαμερίσματος άνοιξε και η κυρία Δέσποινα πρόβαλε στο κατώφλι. Με είδε να μετράω τις εισπράξεις της ημέρας και μου είπε να μπω μέσα στο σπίτι της για να ζεσταθώ. Στην αρχή είχα ένα προαίσθημα πως κάτι κακό με περίμενε, μετά από τόσα που έχω βιώσει. Βέβαια, έκανα μεγάλο λάθος! Η κυρία Δέσποινα με τάισε, μου έδωσε να φορέσω κάτι πολύ ωραία ρούχα (μου είπε ότι τα είχε από τον εγγονό της, που είναι στην ηλικία μου) και με άφησε να κοιμηθώ στο σπίτι της. Ακόμη, τσουγκρίσαμε και τα κόκκινα αυγά μαζί! Ένιωθα σαν να με ήξερε και να την ήξερα από πριν. Μου πρότεινε μάλιστα να με φιλοξενήσει, αν το θέλω, και να μη γυρνάω πια στους δρόμους! Κανείς άλλος δε μου έχει ξαναφερθεί έτσι. Ξέρετε, έχει κι εκείνη δική της οικογένεια, όμως μένουν μακριά. Χώρια από τους δικούς μας, περνούσαμε το ίδιο βάσανο...
   Είμαι τόσο χαρούμενος που θα μπορέσω να μείνω στο σπίτι της κυρίας Δέσποινας μέχρι να έρθετε πάλι στην Ελλάδα. Δε βλέπω την ώρα!
Σας φιλώ,
Κωνσταντής
Α. Ελένη, Α1

Αγαπητοί μαμά και μπαμπά,
   Θέλω να σας πω ότι δεν είμαι πλέον μόνος μου. Την ημέρα της Ανάστασης με φιλοξένησε μία καλοσυνάτη γυναίκα. Ονομάζεται κυρία Δέσποινα. Με φιλοξενεί μέχρι και σήμερα. Μου συμπεριφέρεται με αγάπη και τρυφερότητα, είναι τόσο γλυκιά και ευγενική μαζί μου! Είναι πολύ καλή νοικοκυρά και μαγειρεύει καταπληκτικά. Την έχω αγαπήσει πάρα πολύ… Από τότε που ήρθα στην Ελλάδα, είναι το μοναδικό πρόσωπο που μου έχει συμπεριφερθεί με τόση αγάπη. Εύχομαι να είναι πάντα ευτυχισμένη και χαρούμενη, για όλη της τη ζωή. Ελπίζω να ξανανταμώσουμε σύντομα, για να σας τη γνωρίσω.
   Ελπίζω να είστε κι εσείς καλά. Σας σκέφτομαι πάντα με πολλή αγάπη,
ο γιος σας Κωνσταντής
Σ. Θεώνη, Α3

Καλοί μου γονείς,
   Μου έχετε λείψει πάρα πολύ… Όταν οι αστυνομικοί σας συνέλαβαν και σας έστειλαν πίσω στην Αλβανία, έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Από τότε κάθε μέρα δούλευα στα φανάρια καθαρίζοντας τα τζάμια των αυτοκινήτων και πουλώντας χαρτομάντηλα, ενώ τα βράδια κοιμόμουν σε παγκάκια και σε εγκαταλελειμμένες οικοδομές. Ήμουν μόνος, φοβισμένος και δυστυχισμένος. Μην ανησυχείτε όμως, όλα αυτά έχουν πια αλλάξει… Έγινε ένα θαύμα!
   Η κυρία Δέσποινα, η πιο γλυκιά ηλικιωμένη κυρία που υπάρχει στον κόσμο, με έβαλε στο σπίτι της. Μου πρόσφερε ζεστό νερό να πλυθώ, ρούχα καθαρά να φορέσω και ένα τραπέζι γεμάτο φαγητά. Ενώ, στην αρχή ήμουν διστακτικός και καχύποπτος, η ευγένεια και το χαμόγελό της με έκαναν να την εμπιστευτώ. Είχα χάσει την πίστη μου στους ανθρώπους και νόμιζα πως όλοι θέλουν να με εκμεταλλευτούν... Η κυρία Δέσποινα με έκανε να αισθανθώ πάλι παιδί και να νιώσω ασφάλεια. Είμαι πολύ τυχερός που συναντηθήκαμε.
   Σας περιμένω να γυρίσετε πίσω στην Ελλάδα!
Ο Κωνσταντής σας
Π. Κωνσταντίνα, Α3

Αγαπημένοι μου γονείς,
   Δεν πιστεύω στην τύχη μου! Γνώρισα μια πολύ καλή κυρία, την κυρία Δέσποινα, με την οποία περάσαμε μαζί τις γιορτινές ημέρες του Πάσχα. Είναι και αυτή μόνη της όπως κι εγώ, επειδή τα παιδιά της λείπουν στη Βαλτιμόρη. Αντίθετα με τους άλλους ανθρώπους, εκείνη μου άνοιξε το σπίτι της, μου έδωσε φαγητό να φάω και ζεστά ρούχα για να ντυθώ. Μου είπε ότι μοιάζω πολύ με τον εγγονό της, τον Αντωνάκη, και πως, αν θέλω, θα με φιλοξενήσει μέχρι να έρθετε πάλι στην Ελλάδα. Είμαι πολύ ευτυχισμένος που έχω ένα κρεβάτι να κοιμηθώ και που δε χρειάζεται πια να πηγαίνω στη δουλειά! Επίσης, μου υποσχέθηκε ότι θα σας βοηθήσει να τακτοποιήσετε τα χαρτιά σας και να έρθετε εδώ νόμιμα. Κάνουμε και σχέδια, όταν έρθει ο Αντωνάκης από τη Βαλτιμόρη με τους γονείς του να την επισκεφθούν το καλοκαίρι, να πάμε στο εξοχικό τους, κοντά στη θάλασσα!
   Όπως καταλαβαίνετε, σύντομα θα είμαστε πάλι μαζί. Ανυπομονώ να σας γνωρίσω την καλή μας φίλη.
Με αγάπη,
ο γιος σας
Κ. Κωνσταντίνα, Α1

…Ή φαντάστηκαν την εξέλιξη της ιστορίας.

   Η κυρία Δέσποινα δεν άργησε να γυρίσει στο σπίτι από την εκκλησία. Ο Κωνσταντής ξύπνησε από τον ήχο που έκανε η πόρτα όταν άνοιγε. Κάθισαν μαζί στο τραπέζι και η κυρία Δέσποινα σέρβιρε τη μαγειρίτσα που είχε φτιάξει. Παρόλο που δεν είχε περάσει πολλή ώρα από τότε που έφαγαν, ο Κωνσταντής ακόμα πεινούσε, καθώς είχε καιρό να φάει κανονικό γεύμα. Εκεί που ετοιμάζονταν να τσουγκρίσουν τα κατακόκκινα αυγά, άκουσαν ένα ελαφρό χτύπημα στη πόρτα. Η κυρία Δέσποινα πήγε να δει ποιος ήταν και, μόλις άνοιξε, βλέπει μπροστά της τον εγγονό της τον Αντωνάκη με τους γονείς του! Είχαν σκεφτεί να της κάνουν έκπληξη, για να μην είναι μόνη της το Πάσχα. Αρχικά παραξενεύτηκαν όταν είδαν το αγόρι, αλλά, όταν έμαθαν τι όντως έγινε, συγκινήθηκαν με την πράξη της κυρίας Δέσποινας και πέρασαν μαζί με τον Κωνσταντή ένα χαρούμενο Πάσχα.
   Μάλιστα, ο γιος και η νύφη της κυρίας Δέσποινας είχαν πάρει άδεια από τις δουλειές τους και θα έμεναν στην Ελλάδα για έναν μήνα. Τις επόμενες μέρες έκαναν πολλά πράγματα σαν οικογένεια και έπαιρναν πάντα και τον Κωνσταντή μαζί τους. Ο καλός χαρακτήρας και η ευγένεια του παιδιού αυτού δεν άργησε να τους κερδίσει όλους! Ο Αντωνάκης και ο Κωνσταντής έγιναν φίλοι και όλοι άρχισαν να βλέπουν τον Κωνσταντή ως μέλος της οικογένειάς τους. Ωστόσο, ήξεραν ότι το καλύτερο για το παιδί θα ήταν να βοηθήσουν τους γονείς του να έρθουν κοντά του. Για καλή τύχη, ο γιος της κυρίας Δέσποινας ήταν δικηγόρος και έκανε όλες τις απαραίτητες ενέργειες, ώστε οι γονείς του Κωνσταντή να έρθουν νόμιμα από την Αλβανία στην Ελλάδα. Τους βρήκαν ένα σπίτι δίπλα από αυτό της κυρίας Δέσποινας κι εκείνοι με χαρά ανέλαβαν να τη βοηθούν και να τη φροντίζουν. Ο γιος και η νύφη της κυρίας Δέσποινας έφυγαν ήσυχοι για τη Βαλτιμόρη, ξέροντας πως η μητέρα τους θα έχει πάντα κάποιον κοντά της και δε θα είναι πια μόνη, ενώ ο Αντωνάκης και ο Κωνσταντής υποσχέθηκαν ο ένας στον άλλο να επικοινωνούν τακτικά. Έτσι, έζησαν ευτυχισμένα σαν μία μεγάλη οικογένεια!
Α. Ηλιάνα, Α1

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2024

Το πιο γλυκό ψωμί

Στο πλαίσιο της διδασκαλίας του λαϊκού παραμυθιού "Το πιο γλυκό ψωμί" οι μαθητές και οι μαθήτριες της Α΄ τάξης ζωγράφισαν...
Ο βασιλιάς
Φ. Ελευθερία, Α3
Μ. Γεωργία, Α1
Η ανορεξία του βασιλιά
Γ. Δημήτρης, Α2
Μ. Λευτέρης, Α3
Ο βασιλιάς και ο γέροντας
Κ. Γιάννης, Α1
Τ. Ελένη, Α2
Αναζητώντας το πιο γλυκό ψωμί...
Ε. Δέσποινα, Α2
Η δοκιμασία του βασιλιά
Κ. Σοφία, Α2
Σ. Θεώνη, Α3
Α. Νίκος, Α1
Σ. Δημήτρης, Α3
Το πιο γλυκό ψωμί φουρνίζεται!
Λ. Σίσυ, Α3
Χ. Μαρία, Α3
Μ. Σενάντα, Α2
Ο βασιλιάς και ο γέροντας περιμένουν τα ψωμιά να ψηθούν
Σ. Χριστίνα, Α2
Το πιο γλυκό ψωμί
Τ. Μαρία Νεφέλη, Α2
Χ. Ελένη, Α3
Η αλλαγή του βασιλιά
Κ. Λυδία, Α2
Μ. Εύα, Α1
Δ. Αργυρώ, Α1

Απέδωσαν σκηνές από το παραμύθι σε μορφή κόμικς...

Π. Κλεοπάτρα, Α3

Π. Παναγιώτης, Α2

Π. Ευτυχία, Α3

Κ. Μαρίζα, Α2

Και μια μικρή ιστορία με έμπνευση από "Το πιο γλυκό ψωμί".

Ένα όμορφο χωριό
   Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα μακρινό χωριό, όλοι ζούσαν ευτυχισμένοι. Οι κάτοικοι συνεργάζονταν μεταξύ τους και φρόντιζαν πολύ τον τόπο τους. Δίκαια καμάρωναν για την ομορφιά και την καθαριότητα του χωριού τους, όπου τα σπίτια ήταν βαμμένα με ζωηρά χρώματα και είχαν αυλές με πανέμορφα λουλούδια. Πολλοί επισκέπτες έρχονταν για να θαυμάσουν το γραφικό περιβάλλον, και οι κάτοικοι του χωριού άρχισαν να ασχολούνται όλο και περισσότερο με τον τουρισμό. Έτσι όμως σταμάτησαν να φροντίζουν το χωριό τους. Ο καθένας κοιτούσε μόνο το συμφέρον του και το πώς θα βγάλει περισσότερα χρήματα με τον λιγότερο δυνατό κόπο. Τα σπίτια έμειναν απεριποίητα και τα λουλούδια απότιστα. Η όμορφη εικόνα του χωριού δεν υπήρχε πλέον… Σιγά σιγά οι τουρίστες λιγόστεψαν, αφού δεν είχαν πια λόγο να επισκέπτονται εκείνο τον τόπο. Οι χωριανοί, που είχαν μάθει στο εύκολο χρήμα, γκρίνιαζαν για την κατάσταση αυτή, δε σκέφτονταν όμως ότι έφταιγαν οι ίδιοι, επειδή αδιαφόρησαν για το χωριό τους και το παραμέλησαν. Περίμεναν να αλλάξουν τα πράγματα, αλλά χωρίς οι ίδιοι να κάνουν κάτι. Πάντα κατηγορούσαν τους άλλους. Τον Δήμο που αδρανούσε, τους τουρίστες που πήγαιναν αλλού… Ποτέ όμως τον εαυτό τους.
   Κάποια στιγμή ένας άνθρωπος που καταγόταν από το χωριό αυτό, αλλά είχε ξενιτευτεί και είχε χρόνια να δει τον τόπο του, ξαναγύρισε στο πατρικό του, στον παράδεισο που θυμόταν από τα παιδικά του χρόνια. Ο καημένος, τρόμαξε μ’ αυτό που είδε… Δεν πίστευε στα μάτια του! Αμέσως αποφάσισε να δράσει και να κινητοποιήσει τους συγχωριανούς του να δουλέψουν όλοι μαζί όπως παλιά και να ξαναφτιάξουν το χωριό τους. Μάλιστα, πρώτος ξεκίνησε αυτός κι έτσι έδωσε το καλό παράδειγμα στους άλλους. Πράγματι, μέσα σε λίγο καιρό το χωριό άρχισε πάλι να ομορφαίνει. Οι επισκέπτες επέστρεψαν, μαζί και το χαμόγελο στα πρόσωπα των κατοίκων. Αυτή τη φορά όμως είχαν πάρει το μάθημά τους. Κατάλαβαν ότι δεν πρέπει να αδρανούν, να αδιαφορούν και να ρίχνουν τις ευθύνες στους άλλους. Αντίθετα, όλοι οφείλουν να βάζουν πάνω από το κέρδος την προστασία του τόπου τους και το κοινό καλό, όπως και να συνεργάζονται γι’ αυτόν τον σκοπό.
Σ. Άννα Μαρία, Β3