Το μάθημα των Νεοελληνικών Κειμένων για την Α΄ τάξη ξεκίνησε με λαϊκά παραμύθια. Στο πλαίσιο της διδασκαλίας του παραμυθιού "Ο φτωχός και τα γρόσια" οι μαθητές/τριες ζωγράφισαν σκηνές που τους έκαναν εντύπωση...
Ο μόχθος του φτωχού
Α. Χρήστος, Α2
Ο φτωχός παίζει μουσική
Κ. Μαρία, Α1
Ο πλούσιος δίνει τα γρόσια στον φτωχό
Μ. Φαίη, Α1
Κ. Μαριλέτα, Α1
Α. Ρουμπίνα, Α1
Σ. Χριστίνα, Α3
Ο προβληματισμός του φτωχού
Ν. Αλέξης, Α1
Ι. Στέλλα, Α1
Λ. Ελένη, Α3
Ο φτωχός επιστρέφει τα γρόσια
Σ. Ιωάννα, Α2
Απέδωσαν το παραμύθι σε μορφή κόμικς...
Ζ. Ραφαηλία, Α1
Κ. Τάσος, Α2
Άλλοι/ες προτίμησαν να δώσουν ένα διαφορετικό τέλος στο παραμύθι.
Άλλο τα λεφτά και άλλο η ευτυχία…
Ο φτωχός αναστατώθηκε. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε τόσα λεφτά. Στην αρχή το μυαλό του θόλωσε, δεν ήξερε τι να τα κάνει. Ώσπου κάποια στιγμή «Το βρήκα!» σκέφτηκε, «Θα ανοίξω ένα κατάστημα τροφίμων.».
Από την αρχή το μαγαζί πήγαινε πολύ καλά. Ο φτωχός δούλευε από το πρωί ως το βράδυ. Η τσέπη του ήταν γεμάτη. Ξεχρέωσε τον πλούσιο, έβγαζε πολλά λεφτά δουλεύοντας συνεχώς, αλλά τώρα πια δεν ήταν ευτυχισμένος, αφού ασχολούνταν μόνο με το πώς θα βγάλει περισσότερα και δεν είχε πια χρόνο για να χαρεί με την οικογένειά του και να παίξει τη λύρα του, όπως παλιά.
Όπως φαίνεται, τα λεφτά δε φέρνουν πάντα την ευτυχία…
Α. Παναγιώτης, Α1
Μια αγαπημένη οικογένεια
Περνάει μια μέρα, περνούν δύο και την τρίτη ο φτωχός είχε μια πολύ καλή ιδέα: να ανοίξει ένα παντοπωλείο με ό,τι θα μπορούσε να χρειαστεί ένας αγρότης! Η περιοχή ήταν αγροτική κι έτσι η πελατεία του φτωχού ήταν μεγάλη. Σιγά σιγά άρχισε να μαζεύει πολλά χρήματα, πολύ περισσότερα από αυτά που του είχε δώσει ο πλούσιος. Όλη η οικογένεια του φτωχού εργαζόταν στο παντοπωλείο, ενώ κάθε βράδυ γλεντούσαν χαρούμενοι για την καλή τους τύχη.
Μια μέρα ο φτωχός πήγε στον πλούσιο για να του επιστρέψει τα γρόσια. «Φίλε μου, να τα χρήματα που μου έδωσες… Άνοιξα δικό μου μαγαζί και πλούτισα. Κι εγώ και η οικογένειά μου σ’ ευχαριστούμε από καρδιάς!».
Έτσι ο πλούσιος κατάλαβε ότι το μυστικό της ευτυχίας τους φτωχού δεν είχε να κάνει με τα λεφτά, αλλά με την οικογένειά του, που ήταν πάντα δεμένη και αγαπημένη!
Ι. Εύη, Α1
Η φιλία φέρνει την ευτυχία…
Ο φτωχός, αφού ηρέμησε και τα ξαναβρήκε με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, αξιοποίησε τα λεφτά που του έδωσε ο πλούσιος γείτονάς του και έγινε κι αυτός πλούσιος! Αφού έβαλε ένα μέρος των χρημάτων στον τόκο, πήρε αμπελοχώραφα και έχτισε ένα ωραίο καινούργιο σπίτι.
Μια μέρα πήγε να βρει τον πλούσιο, του έδωσε πίσω τα γρόσια του και τον ευχαρίστησε με όλη του την καρδιά για την καλοσύνη του. Μάλιστα, ο πρώην φτωχός και ο πλούσιος έγιναν πολύ καλοί φίλοι και κάθε βράδυ ο πλούσιος διασκέδαζε μαζί με την οικογένεια του φτωχού. Έτσι έγιναν και οι δύο ευτυχισμένοι και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!
Ι. Γρηγόρης, Α1
Μια καλή πράξη
Ο φτωχός, όταν του έδωσε ο πλούσιος τα χρήματα, άρχισε να προβληματίζεται τι θα μπορούσε να κάνει μ’ αυτά. Σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε, μέχρι που του ήρθε η καλύτερη ιδέα: να δωρίσει τα χρήματα στο ορφανοτροφείο όπου είχε μεγαλώσει κι αυτός!
Έτσι, με τα 1000 γρόσια του πλούσιου τα παιδιά του ορφανοτροφείου μπόρεσαν να πάρουν ό,τι είχαν ανάγκη, ρούχα, παιχνίδια, λιχουδιές, και με το παραπάνω… Μα πιο πολύ χάρηκε ο ίδιος ο φτωχός με τη χαρά που έδωσε στα ορφανά. Ήξερε από προσωπική πείρα πως δεν είχε ανάγκη τα χρήματα για να είναι ευτυχισμένος, αφού είχε πια τη δική του οικογένεια…
Π. Ιάκωβος, Α2
Τα γρόσια δε φέρνουν την ευτυχία…
Μετά από πολλή σκέψη, ο φτωχός αποφάσισε τελικά να ανοίξει ένα μαγαζί με κάθε είδους εμπορεύματα. Στην αρχή δούλευε μόνο αυτός και η γυναίκα του στο μαγαζί, αλλά, επειδή οι δουλειές πήγαιναν καλά, άρχισε να επεκτείνεται. Άνοιξε κι άλλα μαγαζιά και αγόρασε αμπελοχώραφα. Μάλιστα, αποφάσισε να κάνει την παραγωγή των αμπελιών του κρασί και άνοιξε κι ένα οινοποιείο.
Τώρα ο φτωχός ήταν πλέον επιχειρηματίας και δεν άργησε να γίνει ο πιο πλούσιος άνθρωπος στην περιοχή, πλουσιότερος και από τον πλούσιο γείτονα που του έδωσε τα γρόσια. Δεν προλάβαινε όμως πια όχι να μιλήσει με τη γυναίκα του, όχι να παίζει λύρα το βράδυ και να χορεύουν τα παιδιά του, αλλά ούτε καλά καλά να δει την οικογένειά του.
Μια μέρα ο πλούσιος πήγε να τον δει…
- Τι κάνεις, φίλε μου; Έμαθα πως οι δουλειές σου πάνε πολύ καλά… Είσαι ακόμα τόσο ευτυχισμένος όσο όταν ήσουν φτωχός;
- Τι να σου πω; Όλη τη μέρα πλέον τρέχω και δεν έχω καθόλου χρόνο για μένα και για την οικογένειά μου. Και τι δε θα ’δινα για να ξανά ’χα την παλιά μου ζωή πίσω… Τελικά το κατάλαβα, τα γρόσια δε φέρνουν την ευτυχία…
Κ. Δημήτρης, Α2
Ο πλούσιος και ο φτωχός
Έρχεται το βράδυ… Αυτή τη φορά δε θα έπιαναν την λύρα, αλλά θα συζητούσαν όλοι μαζί τι να κάνουνε τα γρόσια.
- Να αγοράσουμε ένα μεγαλύτερο σπίτι, λέει το ένα παιδί.
- Να βάλουμε τα χρήματα στον τόκο, λέει το άλλο.
- Τι θα λέγατε να ανοίξουμε μία ταβέρνα; λέει η γυναίκα του φτωχού. Εγώ θα μαγειρεύω, εσύ, άντρα μου, θα παίζεις τη λύρα και τα παιδιά θα σερβίρουν τους πελάτες μας…
Το πρόσωπο του φτωχού φωτίστηκε…
- Αυτό είναι! Μπορούμε να προτείνουμε και στον πλούσιο γείτονα, που ξέρουμε ότι του αρέσει το τραγούδι, να τραγουδάει στην ταβέρνα μας. Έτσι, θα γίνουμε μια παρέα!
Η γυναίκα και τα παιδιά του φτωχού ενθουσιάστηκαν, όπως και ο πλούσιος, παρά τους αρχικούς του δισταγμούς. Έτσι λοιπόν, για να μην τα πολυλογούμε, ξεκίνησαν να φτιάχνουν την ταβέρνα τους σε ένα διπλανό οικόπεδο, που ήταν για χρόνια ερειπωμένο και ακατοίκητο. Την ονόμασαν «Ο πλούσιος και ο φτωχός»…
Η ταβέρνα είχε μεγάλη επιτυχία. Όλοι ήθελαν να πάνε εκεί, για να φάνε τα νόστιμα φαγητά που έφτιαχνε η γυναίκα του φτωχού και να διασκεδάσουν με τη λύρα του και με το τραγούδι του πλούσιου. Όσο για τον πλούσιο, έγινε κι αυτός χαρούμενος και ευτυχισμένος, κοντά στον φτωχό και την οικογένειά του!
Φ. Μαριάννα, Α3
Ο φτωχός και τα γρόσια
Αφηγητής: Ήταν ένας φτωχός με πολλά παιδιά και δούλευε με τη γυναίκα του όλη μέρα. Κάθε βράδυ που ήταν κουρασμένοι, ήθελαν να φάνε το ψωμάκι τους ήσυχα κι αγαπημένα, κι έπειτα να πιάσει ο πατέρας τη λύρα του, να χορεύουν τα παιδιά και να περνούν ζωή αγγελική.
(Ακούγεται ήχος λύρας και χαρούμενες φωνές)
Και μία διασκευή του παραμυθιού σε θεατρικό έργο!
Αφηγητής: Ήταν ένας φτωχός με πολλά παιδιά και δούλευε με τη γυναίκα του όλη μέρα. Κάθε βράδυ που ήταν κουρασμένοι, ήθελαν να φάνε το ψωμάκι τους ήσυχα κι αγαπημένα, κι έπειτα να πιάσει ο πατέρας τη λύρα του, να χορεύουν τα παιδιά και να περνούν ζωή αγγελική.
(Ακούγεται ήχος λύρας και χαρούμενες φωνές)
Δίπλα έμενε ένας πλούσιος και, σαν άκουγε κάθε βράδυ τα γέλια και τις χαρές του φτωχού, παραξενευόταν.
Σκηνή 1
(Στο σπίτι του πλούσιου. Ο πλούσιος βηματίζει πάνω - κάτω)
Πλούσιος: Δεν μπορώ να καταλάβω, πώς γίνεται αυτοί όλη μέρα να ιδρώνουν πάνω στην αξίνα και το βράδυ να έχουν όρεξη για γλέντια και χάρες; Εγώ, με τόσα χρήματα, κάθε βράδυ γυρνάω στο σπίτι μου με πονοκέφαλο και σκοτούρες… Γιατί να μην είμαι ευχαριστημένος και αναπαμένος σαν τον φτωχό μου γείτονα;
(Κάθεται και συλλογίζεται…)
Πλούσιος: Το βρήκα! (Σηκώνεται απότομα) Θα του δώσω 1000 γρόσια, να δω τι θα τα κάνει.
Σκηνή 2
(Ο πλούσιος χτυπάει την πόρτα του φτωχού)
Πλούσιος: Καλημέρα! Επειδή σε ξέρω τίμιο άνθρωπο, να, σου δίνω αυτά τα χρήματα. Παρ’ τα να ανοίξεις μαγαζί ή ό,τι άλλο θέλεις, κι αν πλουτίσεις, μου τα δίνεις, αλλιώς σου τα χαρίζω…
(Ο πλούσιος δίνει στον φτωχό ένα πουγκί)
Φτωχός: Σ’ ευχαριστώ, καλέ μου γείτονα!
(Ο φτωχός και ο πλούσιος δίνουν τα χέρια)
Σκηνή 3
(Στο σπίτι του φτωχού. Ο φτωχός, με το κεφάλι στα χέρια του, μονολογεί…)
Φτωχός: Τι να τα κάνω τόσα λεφτά; Να ανοίξω μαγαζί, να τα βάλω στον τόκο, να πάρω αμπελοχώραφα;
(Μπαίνει η γυναίκα του φτωχού)
Γυναίκα του φτωχού: Έλα, άντρα μου, να φας! Απ’ το πρωί δεν έχεις όρεξη. Ούτε στη δουλειά δεν πήγες… Τι έχεις πάθει όλη μέρα; Γιατί είσαι τόσο σκεπτικός;
Φτωχός: Άσε με, βρε γυναίκα, στις σκοτούρες μου…
(Η γυναίκα του φτωχού φεύγει στεναχωρημένη. Μπαίνουν τα παιδιά του, γελώντας και φωνάζοντας)
Παιδιά: Μπαμπά, μπαμπά!
Φτωχός: Αφήστε με ήσυχο!
Παιδιά: Μπαμπά, δε θα μας παίξεις λύρα σήμερα;
Φτωχός: Φύγετε από δω! Μα να μην μπορώ να βρω μια στιγμή ησυχίας σ’ αυτό το σπίτι…
Αφηγητής: Περνά μια βραδιά, περνά άλλη, περνούν τρεις, ούτε λύρα πια ακουγόταν από το σπίτι του φτωχού, ούτε χορός των παιδιών.
Σκηνή 4
(Στο σπίτι του πλούσιου. Ο φτωχός χτυπάει την πόρτα)
Φτωχός: Καλημέρα, γείτονα… Να, πάρε τα γρόσια σου, κι ούτε αυτά θέλω, ούτε τη σκοτούρα τους. Έχασα την ηρεμία μου και τη χαρά της οικογένειάς μου… Καλύτερα φτωχός και χαρούμενος, παρά πλούσιος και δυστυχισμένος!
(Ο πλούσιος παίρνει τα γρόσια έκπληκτος)
Αφηγητής: Από τότε, πάλι χαρούμενος στο σπίτι του, ο φτωχός έπαιζε τη λύρα του, χόρευαν τα παιδιά του, σαν και πρώτα, και το άλλο πρωί στη δουλειά.
Μ. Νίκη - Μ. Ευαγγελία, Α3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.