Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

Αφήγηση - η ιστορία μιας φώκιας

Με αφορμή τη διδασκαλία της αφήγησης και την "Ιστορία μιας φώκιας" του Ζεράρ ντε Νερβάλ, οι μαθητές και οι μαθήτριες της Α' Γυμνασίου αναδιηγήθηκαν την ιστορία, επιλέγοντας την οπτική γωνία της φώκιας...

Μια αληθινή ιστορία
   Η ζωή μου στην Ολλανδία κοντά σε μια οικογένεια ψαράδων ήταν ήρεμη και χαρούμενη... Ο ψαράς, η γυναίκα του και τα τρία παιδιά τους με αγαπούσαν και με φρόντιζαν. Είχα πάντα μια καλή θέση μπροστά στη φωτιά και μια ικανοποιητική μερίδα από το φαγητό της οικογένειας. Όλα ήταν μια χαρά, ώσπου σιγά σιγά τα ψάρια άρχισαν να λιγοστεύουν. Κάθε φορά που ο ψαράς πήγαινε για ψάρεμα, γυρνούσε στο ιγκλού με όλο και χειρότερη ψαριά. Είχε πια απελπιστεί, κι αυτός και η γυναίκα του, γιατί τα παιδιά τους πεινούσαν. 
   Ένα βράδυ είδα τον ψαρά με τη γυναίκα του να λογοφέρνουν και να είναι πολύ αναστατωμένοι και στεναχωρημένοι. Το επόμενο πρωί ο ψαράς με έβαλε στη βάρκα του. Υπέθεσα πως θα πηγαίναμε για ψάρεμα, αλλά παραξενεύτηκα που δεν πήρε μαζί του τα δίχτυα... Μετά από μισή ώρα ταξίδι, φτάσαμε σε ένα ξερονήσι. Ήταν γεμάτο φώκιες και χάρηκα πολύ! Ο ψαράς με έριξε στη θάλασσα και εγώ άρχισα να παίζω με τις φίλες μου, χωρίς να συνειδητοποιήσω ότι αυτός ήδη απομακρυνόταν. Όταν κατάλαβα ότι είχε φύγει, σκέφτηκα ότι με ξέχασε… Χωρίς να χάσω χρόνο, βουτάω στο νερό και, κολυμπώντας γοργά, φτάνω πριν από τον ψαρά στο σπίτι. Στρογγυλοκάθισα στην αγαπημένη μου θέση μπροστά στη φωτιά και τον περίμενα. Όταν γύρισε, φάνηκε ξαφνιασμένος που με είδε, αλλά δεν κατάλαβα γιατί...
   Οι μέρες κυλούσαν, χωρίς να βελτιωθεί η ψαριά. Τα παιδιά όλη την ώρα γκρίνιαζαν και έκλαιγαν από την πείνα. Ο ψαράς και η γυναίκα του μάλωναν συχνά, αλλά δεν μπορούσα να τους βοηθήσω. Ήμουν πολύ στεναχωρημένη. Καμιά φορά έβλεπα τον ψαρά να με κοιτάζει με άγριο βλέμμα, κι αυτό με στεναχωρούσε ακόμα πιο πολύ... 
   Μια μέρα ο ψαράς με ξύπνησε από τα χαράματα, με πήρε μαζί του και αμίλητος με έβαλε πάλι στη βάρκα του. Ταξιδεύαμε για πολλή ώρα, φτάσαμε σε βαθιά νερά, μακριά από την ακτή. Ένιωθα ότι κάτι κακό θα συμβεί... Εκεί που δεν το περίμενα, ο ψαράς με ρίχνει στα παγωμένα νερά! Αντιστάθηκα… Προσπάθησα να γαντζωθώ από τη βάρκα. Ο ψαράς με χτύπησε με το κουπί… Ούρλιαξα από τον πόνο! Η θάλασσα βάφτηκε κόκκινη από το αίμα μου. Άρχισα να βουλιάζω και έχασα τις αισθήσεις μου…
   Όταν συνήρθα, βρισκόμουν σε μια άγνωστη βάρκα. Ένας άλλος ψαράς με λυπήθηκε, με μετέφερε και με άφησε στην ακτή. Με κόπο σύρθηκα μέχρι το σπίτι. Το πτερύγιό μου είχε σπάσει και χρειαζόμουν επειγόντως βοήθεια. Φώναζα από τον πόνο, αλλά δεν ήξερα τι να περιμένω μετά από ό,τι είχε γίνει… 
   Η πόρτα άνοιξε. Ο ψαράς με είδε σε κακά χάλια, να υψώνω με γοερές κραυγές το πληγωμένο μου πτερύγιο… Αμέσως με πήρε στην αγκαλιά του, με έβαλε μέσα στο σπίτι και όλη η οικογένεια άρχισε να με περιποιείται. Είδα στα μάτια του ότι μετάνιωσε και τα ξέχασα όλα, σαν ένα κακό όνειρο. 
   Όλα έγιναν όπως πριν… Το πτερύγιό μου θεραπεύτηκε γρήγορα και ο ψαράς είναι καλός μαζί μου όπως παλιά. Όπου κι αν πάει, με παίρνει μαζί του... Αλλά και η ψαριά έχει βελτιωθεί, με αποτέλεσμα να υπάρχει αρκετό φαγητό για όλους. 
   Τώρα είμαστε πάλι μία ευτυχισμένη οικογένεια
Σ. Σωτήρης, Α4

Η φώκια αφηγείται την ιστορία της σε μια άλλη φώκια!
   «Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τη ζωή μου ιδανική... Κοντά στον αγαπημένο μου ψαρά είχα μια ζεστή γωνιά, έτρωγα πολλά ψαράκια, έπαιζα με τα παιδιά του και πρόσεχα την οικογένεια. Κάποια στιγμή όμως τα πράγματα άλλαξαν. Η ψαριά ήταν όλο και χειρότερη και τα παιδιά άρχισαν να πεινάνε… Ο φίλος μου ήταν στεναχωρημένος και νευρικός. Όλο κρυφομιλούσε με τη γυναίκα του… Από ό,τι κατάλαβα, κάποιος τους έκλεβε το φαγητό!
   Μια μέρα ο ψαράς με έβαλε στη βάρκα του και βγήκαμε στη θάλασσα. Σκέφτηκα πως μάλλον θα πηγαίναμε να πιάσουμε τον κλέφτη… Φτάσαμε σε ένα νησί με πολλές άλλες φώκιες. Ώστε επρόκειτο για εκδρομή! Συνάντησα τη θεία μου και τον πρώτο μου ξάδελφο, που είχα καιρό να τους δω, αλλά, μέχρι να πούμε τα νέα μας, ο ψαράς είχε φύγει. Έτσι αποφάσισα να του κάνω κι εγώ μία έκπληξη και, κολυμπώντας πολύ γρήγορα, κατάφερα να φτάσω πρώτος στο σπίτι! Όταν γύρισε κι αυτός, με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια, και κατάλαβα ότι του άρεσε η έκπληξη… 
   Δυστυχώς, η πείνα και η γκρίνια στο σπίτι συνεχίζονταν. Οι μέρες περνούσαν και ένα πρωί νωρίς νωρίς ο ψαράς με ξαναέβαλε στη βάρκα του και ανοιχτήκαμε στο πέλαγος. Αυτή τη φορά δεν μπήκα στον κόπο να σκεφτώ πού θα με πήγαινε, γιατί οι εκπλήξεις είναι καλύτερες όταν δεν τις υποψιαζόμαστε! Μόλις βρεθήκαμε στα βαθιά, ο ψαράς με πέταξε στο νερό. Φαντάστηκα πως ήθελε να παίξουμε βουτιές, αλλά, τη στιγμή που πήγα να ανεβώ στη βάρκα, ο ψαράς με χτύπησε κατά λάθος με το κουπί! Έβαλα τις φωνές και χάθηκα μες στο νερό...
   Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε… Όταν κατάφερα να συνέλθω, έβαλα τα δυνατά μου και ξαναγύρισα στο σπίτι. Άρχισα να φωνάζω με όλες μου τις δυνάμεις, και επειδή πονούσε το πτερύγιό μου, και για να καταλάβουν πως επέστρεψα και δεν έπρεπε πια να ανησυχούν… Όλη η οικογένεια έτρεξε αμέσως κοντά μου. Ο ψαράς και η γυναίκα του έμοιαζαν συγκινημένοι, τα παιδάκια με αγκάλιαζαν όλο χαρά! Με πήραν μέσα στη ζέστη και με φρόντισαν με αγάπη. Κι εγώ τους αγαπάω πολύ, τους νιώθω σαν οικογένειά μου…
   Το πιστεύεις; Μετά από αυτή την περιπέτεια η ψαριά άρχισε να γίνεται όλο και καλύτερη! Τώρα ζούμε όλοι μαζί ευτυχισμένοι. 
   Κι έτσι, είμαι εδώ και σου λέω την ιστορία μου. Κατάλαβες, ξάδερφε;» 
Τ. Βασίλης, Α4 

...Ή της γυναίκας του ψαρά. 

Η ιστορία της φώκιας μας
   Οι φώκιες είναι σαν τα σκυλιά. Ακολουθούν τους ψαράδες μέχρι το σπίτι, κάθονται μπροστά στη φωτιά, γιατί είναι πολύ κρυουλιάρες, και περιμένουν το μερίδιό τους από ό,τι βράζει στη χύτρα. Έχουμε κι εμείς τη φώκια μας. Τα παιδιά της έχουν δώσει και όνομα. Μπίλι τη λένε…
   Πάντα ήμασταν φτωχοί και δεν τα βγάζαμε πέρα εύκολα, αλλά η περσινή ήταν μια από τις χειρότερες χρονιές που θυμάμαι. Η θάλασσα λες και είχε αδειάσει από ψάρια. Μόνο γλάρους και φώκιες έβλεπες...
   «Ήρθε πάλι η Μπίλι!», χαίρονταν τα παιδάκια μου… Το γνωστό μουτράκι με τα γλυκά μεγάλα μάτια, που με κοιτούσαν κατάματα, μου έφτιαχνε πραγματικά τη διάθεση. Περίμενε το μερίδιό της από το φαγητό μας. «Πάλι δεν βρήκε κι αυτή η καημένη τίποτα να φάει…», σκεφτόμουν. Μήπως όμως είχαμε κι εμείς να φάμε; Αλλά δε μου πήγαινε η καρδιά να τη διώξουμε. Της έδινα τις ουρές των ψαριών, λίγο ζουμάκι, κι αυτή με κοιτούσε με ευγνωμοσύνη…
   Όμως η κατάσταση χειροτέρευε. Η χρονιά ήταν πολύ κακή και δεν υπήρχε πια ούτε λέπι. Ο άντρας μου, ο Γιόχαν, ήταν όλο και πιο σκεφτικός, όλο και πιο θυμωμένος με τη μοίρα μας… «Γυναίκα, δεν πάει άλλο. Η φώκια τρώει την μπουκιά από το στόμα των παιδιών μας...», μου είπε ένα βράδυ. «Θα την αφήσω σ’ ένα ξερονήσι, όπου ξεχειμωνιάζουν οι φώκιες. Εκεί όλο και θα ξετρυπώσει κανένα ψάρι για φαΐ…». Γονατιστή τον παρακάλεσα να μη διώξει την Μπίλι μας, να τη λυπηθεί. Όταν όμως σκέφτηκα τα πεινασμένα παιδάκια μας, συμφώνησα μαζί του. Κατάλαβα πως δε γινόταν αλλιώς. Η φώκια έπρεπε να φύγει… 
   Τα χαράματα ο άντρας μου την έβαλε στη βάρκα κι έφυγαν. Ήμουν πολύ στεναχωρημένη και σκεφτόμουν πως δε θα ξαναδώ την Μπίλι, ώσπου μετά από λίγο… να την! Είχε πάρει τη θέση της μπροστά στη φωτιά και στέγνωνε τη γούνα της! Όταν Γιόχαν γύρισε στο σπίτι, η έκπληξή του δεν περιγράφεται. Πιστεύω πως χάρηκε κι αυτός, αλλά δεν είπε τίποτα… 
   Αντέξαμε την πείνα λίγες ακόμα μέρες. Τα πράγματα όμως είχαν φτάσει στο απροχώρητο… Τα παιδιά φώναζαν και ζητούσαν φαΐ. Ώσπου μια μέρα ο Γιόχαν γύρισε στο σπίτι ψυχικό ράκος. Μου είπε τι έγινε: είχε αποφασίσει να δράσει πιο δυναμικά, κι έτσι ξανοίχτηκε πολύ βαθιά στη θάλασσα και πέταξε τη φώκια μέσα στο νερό, μακριά από τις ακτές. Η καημένη η Μπίλι, προσπαθούσε απεγνωσμένα να πιαστεί από την κουπαστή με τα πτερύγιά της που μοιάζουν με χέρια. Ο Γιόχαν, εκνευρισμένος, τη χτύπησε με το κουπί και άθελά του της έσπασε το ένα πτερύγιο. Η φώκια χάθηκε μέσα στο νερό, που βάφτηκε κόκκινο από το αίμα της. «Τη σκότωσα, γυναίκα…», μου είπε ο άντρας μου, με την καρδιά του ραγισμένη από τον χαμό της.
   Εκείνο το βράδυ η φώκια δε γύρισε στο σπίτι. Ήμασταν όλοι πολύ λυπημένοι, τόσο που δε σκεφτόμασταν την πείνα μας… Την ίδια νύχτα όμως ακούσαμε φωνές. Φοβηθήκαμε ότι κάποιον σκοτώνουν και ο άντρας μου έτρεξε να βοηθήσει το θύμα. Μπροστά στην πόρτα βρισκόταν η Μπίλι! Είχε καταφέρει να συρθεί μέχρι το σπίτι και φώναζε γοερά, υψώνοντας στον ουρανό το ματωμένο της πτερύγιο. Τη μαζέψαμε αμέσως, την περιποιηθήκαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε και ούτε που ξανασκεφτήκαμε ποτέ να τη διώξουμε από το σπίτι. Η Μπίλι ανήκε στην οικογένειά μας… Άλλωστε, από εκείνη τη στιγμή η ψαριά ήταν κάθε φορά και καλύτερη! 
Μ. Μαρία, Α2

Άλλοι/ες πάλι προτίμησαν να ζωγραφίσουν σκηνές από την ιστορία της φώκιας.

Ζ. Χριστιάνα, Α2

Ι. Άννα-Μαρία, Α2

"Η φώκια χάθηκε μες στο νερό, που βάφτηκε κόκκινο απ' το αίμα της..."
Κ. Θοδωρής, Α2

Π. Ελεάνα, Α4

Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017

Περιγραφή - ζώα σε κίνδυνο

Στο πλαίσιο της διδασκαλίας της περιγραφής, οι μαθητές και οι μαθήτριες της Α΄ Γυμνασίου περιγράφουν σε πρώτο πρόσωπο ένα ζώο που απειλείται από τον άνθρωπο...

Χελώνα καρέτα καρέτα

   Γεια σας! Είμαι μια θαλάσσια χελώνα καρέτα καρέτα. Δεσποινίς ετών 39… Ζυγίζω περίπου 150 κιλά, αλλά κολυμπάω στο νερό με χάρη! Τα χρώματα στο καβούκι μου παίζουν σε αποχρώσεις του κίτρινου, του καφέ και του πράσινου. Συχνάζω και στις ελληνικές θάλασσες και, αν είστε τυχεροί, μπορεί και να με δείτε καμιά φορά…
   Δυστυχώς, πλέον αποτελώ απειλούμενο είδος. Να ξέρετε πως οι πλαστικές σακούλες που βρίσκω στη θάλασσα, αναζητώντας την τροφή μου, μου μοιάζουν με μέδουσες και μπορεί να τις φάω! Αλλά ο μεγαλύτερος κίνδυνος απειλεί τα μικρά μου… Η τουριστική εκμετάλλευση των παραλιών στις οποίες γεννάω τα αβγά μου, με τις ομπρέλες και τις ξαπλώστρες, οδηγεί στην καταστροφή τους. Ακόμα κι όταν τα χελωνάκια καταφέρουν να βγουν από το αβγό τους, επειδή κινούνται προς το πιο φωτεινό σημείο που θα δουν, τα έντονα φώτα τα αποπροσανατολίζουν… Κατευθύνονται προς αυτά και όχι προς τη θάλασσα, και έτσι κινδυνεύουν να πεθάνουν από εξάντληση και αφυδάτωση.
   Υπάρχουν βέβαια και οργανώσεις που με προστατεύουν, όπως ο ΑΡΧΕΛΩΝ. Ωστόσο, πιστεύω πως μπορείτε όλοι, διατηρώντας τη θάλασσα καθαρή και προσέχοντας περισσότερο τα μικρά μου, να με βοηθήσετε να συνεχίσω να υπάρχω…
Μ. Νίκη, Α2

Φώκια μονάχους μονάχους

   Να σας συστηθώ… Είμαι ο Θοδωρής, μια φώκια μονάχους μονάχους. Είμαι πολύ γλυκός, όπως βλέπετε, και παιχνιδιάρης… Το σώμα μου καλύπτεται από στιλπνό τρίχωμα, μήκους περίπου μισού εκατοστού, και έχω εντυπωσιακά μουστάκια! Το χρώμα μου είναι σκούρο καφέ, επειδή είμαι αγοράκι, ενώ στα θηλυκά το χρώμα είναι ανοιχτό γκρι ή μπεζ. Ξέρετε, εμείς οι φώκιες ζούμε περίπου 45 χρόνια, ζευγαρώνουμε μέσα στο νερό και τρώμε κυρίως ψάρια, αλλά μας αρέσουν και τα μαλάκια, ακόμα και τα καβούρια! 
   Ζω στη Μεσόγειο (γι’ αυτό με λένε και μεσογειακή φώκια) και μου αρέσουν τα ελληνικά νησιά που έχουν θαλασσινές σπηλιές για να μένω! Σήμερα όμως ανήκω στα απειλούμενα είδη και αντιμετωπίζω σοβαρά προβλήματα. Λυπάμαι που το λέω, αλλά γι’ αυτά φταίτε εσείς, οι άνθρωποι! Με την υπεραλίευση και την καταστροφή των βιοτόπων μου, δυσκολεύομαι πλέον πολύ να βρω την τροφή μου… 
   Αν φροντίσετε λοιπόν το περιβάλλον, θα προστατέψετε και μένα!
Κ. Θανάσης, Α2 - Π. Έρικα, Α4

Λύκος

   Με αναγνωρίζετε, έτσι δεν είναι; Είμαι ένας λύκος! Μοιάζω πολύ με μεγάλο σκύλο, αλλά είμαι πιο δυνατός. Για να καταλάβετε, το δάγκωμά μου είναι δύο φορές πιο ισχυρό από αυτό του σκύλου! Και, όταν θυμώνω, γίνομαι πολύ άγριος… 
   Το χρώμα μου ποικίλλει από καφέ μέχρι γκρι. Ζυγίζω γύρω στα 40 κιλά και το μήκος μου είναι 1 με 1,5 μέτρο. Εάν σηκωθώ όρθιος στα πίσω μου πόδια, φτάνω στο ύψος ενός ανθρώπου! Έχω τόσο εξαιρετική ακοή και όσφρηση, που αντιλαμβάνομαι όχι μόνο εάν πέρασε κάποιο θήραμα από ένα μονοπάτι, αλλά και αν ήταν γέρικο, άρρωστο ή τρομαγμένο. Μπορώ να τρέξω πολύ γρήγορα και να φτάσω μέχρι και τα 40 χιλιόμετρα την ώρα! Αν πεις για το στομάχι μου, αυτό θα το χαρακτηρίσω σιδερένιο, αφού αντέχει να μείνει άδειο μια εβδομάδα. Δεν έχω όμως αντίρρηση να το γεμίζω, όταν μπορώ, με 8 ως 10 κιλά κρέας. Σαρκοφάγο ζώο είμαι, βέβαια… Να ξέρετε όμως πως τρελαίνομαι και για τα σταφύλια! 
   Στην Ελλάδα ζω στην Πίνδο και στη Ροδόπη. Είμαι ένα κοινωνικό ζώο με υψηλή νοημοσύνη. Σπάνια θα με βρείτε μόνο μου. Ζω σε αγέλη, η οποία έχει περίπου 10 μέλη. Αυτό βοηθάει, ώστε, όταν πάμε για κυνήγι, να μπορούμε να πιάσουμε όλοι μαζί ένα μεγαλύτερο ζώο, το οποίο μπορεί να ζυγίζει ακόμα και 10 φορές περισσότερο από έναν λύκο. Επίσης, είμαι πολύ πιστός και μένω με τη σύντροφό μου μια ζωή! 
   Σήμερα όμως εμείς, οι λύκοι, διατρέχουμε πολλούς κινδύνους… Οι δασικές εκτάσεις όπου μπορούμε να ζήσουμε έχουν μειωθεί από τις πυρκαγιές, την παράνομη υλοτομία και τους δρόμους που φτιάχνετε εσείς, οι άνθρωποι, και η τροφή μας λιγόστεψε. Κάποιοι κτηνοτρόφοι μας κυνηγούν, για να προστατέψουν τα κοπάδια τους. Μας σκοτώνουν όμως και χωρίς λόγο… Ορισμένοι κυνηγοί, όταν μας συναντήσουν, βρίσκουν την ευκαιρία να εξασκηθούν στο σημάδι. Υπάρχουν και αυτοί που σκοτώνουν τα μικρά μας στη φωλιά ή τα παίρνουν και τα μεγαλώνουν, με σκοπό να τα ζευγαρώσουν με σκυλιά…
   Αν και κάποιοι με αποκαλούν «κακό λύκο», στην πραγματικότητα εγώ χρειάζομαι προστασία για να συνεχίσω να υπάρχω ως ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της άγριας ζωής, ως σύμβολο δύναμης και ελευθερίας...
Π. Ελεάνα, Α2

Τίγρη

Αυτή που βλέπετε στη φωτογραφία είναι η μαμά μου. Είναι τρομακτική όταν θυμώνει, δεν είναι;


   Να ’μαι κι εγώ… Είμαι μόλις 6 μηνών και, όπως βλέπετε, είμαι πολύ χαριτωμένος και καθόλου τρομακτικός! Δεν έχω δυνατά δόντια, και γι’ αυτό δεν μπορώ να φάω από το φαγητό της μαμάς. Η σάρκα των ζώων είναι ακόμα πολύ σκληρή για μένα… Το τρίχωμά μου είναι πορτοκάλι με άσπρο και με στολίζουν μαύρες ρίγες σε όλο μου το σώμα. Βέβαια, μεγαλώνοντας θα αποκτήσω και δόντια σαν της μαμάς και γαμψά νύχια, για να μπορώ κι εγώ να κυνηγώ. Τώρα περιπλανόμαστε με τη μαμά μου στα δάση της Ασίας, αναζητώντας τροφή και ένα μέρος μακριά από κυνηγούς. Είμαστε πια από τις λίγες τίγρεις που ζουν ελεύθερες… 
   Η μεγαλύτερη απειλή σήμερα για εμάς είναι το παράνομο εμπόριο άγριων ζώων. Μας κυνηγούν για το όμορφο δέρμα μας, αλλά και για κομμάτια του σώματός μας, που δήθεν έχουν μαγικές ιδιότητές… Σαν να μην έφτανε αυτό, τα πυκνά δάση, που αποτελούν τον βιότοπό μας, εξαφανίζονται με ταχείς ρυθμούς. Μεγάλες εταιρείες αγοράζουν εκτάσεις τροπικού δάσους και τις αποψιλώνουν για ξυλεία ή για να τις μετατρέψουν σε φυτείες φοινικόδεντρων για παραγωγή φοινικέλαιου. 
   Ένα έχω να σας πω: για να μη βλέπετε τίγρεις μόνο στους ζωολογικούς κήπους και στα βιβλία, αφήστε μας να ζήσουμε! 
Κ. Νεφέλη, Α2

Πολική αρκούδα

   Στη φωτογραφία είμαι εγώ και η μαμά μου! Είμαστε πολικές αρκούδες. Εγώ είμαι μικρόσωμος και κάτασπρος, ενώ η μαμά είναι τεράστια και το τρίχωμά της είναι πιο σκούρο από το δικό μου. Είμαστε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού μας, που είναι ένα παγόβουνο! Στο έδαφος υπάρχει χιόνι, αλλά είναι λερωμένο με χώμα. Εγώ το λέρωσα… Είχα πάει να παίξω με τους φίλους μου και ξέχασα να σκουπίσω τα πόδια μου. Γι’ αυτό μου δαγκώνει το αυτί η μαμά... 
   Εμείς, οι πολικές αρκούδες, ζούμε στις παγωμένες Αρκτικές περιοχές, γι’ αυτό και ο μεγαλύτερος φόβος μας είναι το λιώσιμο των πάγων. Με την κλιματική αλλαγή ο βιότοπός μας καταστρέφεται, και μαζί του θα χαθούμε κι εμείς! Δεν είναι κρίμα; Θέλω κι εγώ να μεγαλώσω, όπως η μαμά μου, και να ζήσω ελεύθερος στα χιόνια και τους πάγους!
Μ. Γιώργος, Α2

Πάντα

   Αυτή που βλέπετε στη φωτογραφία είμαι εγώ, ενώ τρώω μπαμπού, το αγαπημένο μου φαγητό! Είμαι πάντα, ένα είδος αρκούδας, και ζυγίζω περίπου 100 με 150 κιλά. Είμαι συνήθως ήρεμη, αλλά, εάν χρειαστεί να υπερασπιστώ τον εαυτό μου ή τα μικρά μου, αγριεύω. Έχω πολλές αθλητικές ικανότητες, όπως η άριστη αναρρίχηση στα δένδρα και η καλή κολύμβηση. Η πυκνή ασπρόμαυρη γούνα μου δεν είναι μόνο για ομορφιά, αλλά μου χρησιμεύει και σαν καμουφλάζ, όταν χρειαστεί. Μπορεί να μη μου φαίνεται, αλλά προσέχω πολύ τη διατροφή μου. Είμαι χορτοφάγος και τρέφομαι αποκλειστικά με φύλλα, βλαστάρια και, φυσικά, καλάμια μπαμπού! Ξοδεύω πολλές ώρες αναζητώντας το φαγητό μου, μια και η ποσότητα που μου χρειάζεται σε καθημερινή βάση είναι περίπου 38 κιλά. Όπως καταλαβαίνετε, μασουλάω συνέχεια! Το καλοκαίρι ανεβαίνω στις πιο δροσερές περιοχές του δάσους, ενώ τον χειμώνα ψάχνω για πιο ζεστό κλίμα. Αυτό που προσέχω πάντα είναι να υπάρχει τροφή σε αφθονία. 
   Βέβαια, κάθε 10 με 100 χρόνια, το δάσος μπαμπού μαραίνεται, οπότε εμείς, τα πάντα, αναγκαζόμαστε να μεταναστεύσουμε για να εξασφαλίσουμε την τροφή μας. Όταν τα δάση παρέμεναν εκτεταμένα, είχαμε τη δυνατότητα συχνής μετανάστευσης. Τα τελευταία χρόνια όμως η διάνοιξη δρόμων και η αποψίλωση των δασών για ξυλεία μας δυσκολεύει πολύ…. Ενώ δεν έχουμε φυσικούς εχθρούς, απειλείται ο βιότοπός μας, γι’ αυτό είμαστε κι εμείς είδος υπό εξαφάνιση. Έτσι σήμερα εγώ και οι περισσότεροι συγγενείς μου ζούμε στην Κίνα, σε απομονωμένα τμήματα δάσους. Κάποιοι άνθρωποι μας προσέχουν, κάνοντας περιπολίες για να εμποδίσουν το παράνομο κυνήγι και την καταπάτηση των δασών μας. 
   Ευτυχώς, οι άνθρωποι κατάλαβαν ότι κινδυνεύουμε και προσπαθούν να μας προστατέψουν…
Ι. Άννα-Μαρία - Κ. Ξένια, Α2

Και δύο κολάζ για τη μόλυνση του περιβάλλοντος και την ανάγκη για προστασία του.

Τ. Δημήτρης, Α4

Μ. Μύρων, Α4

Δευτέρα 7 Αυγούστου 2017

Το μαύρο κύμα

Με αφορμή το απόσπασμα από την "Ιστορία του γάτου που έμαθε σ' ένα γλάρο να πετάει" του Λουίς Σεπούλβεδα με τίτλο "Το μαύρο κύμα", οι μαθητές και οι μαθήτριες της Α΄ Γυμνασίου εμπνεύστηκαν από την ιστορία της γλαροπούλας Κενγκά και τον αγώνα της για επιβίωση. 
Ζωγράφισαν σκηνές που τους/τις συγκίνησαν...

Η Κενγκά πετάει ελεύθερη...
Π. Έρικα, Α4

Ο αγώνας της Κενγκά για επιβίωση
Ι. Άννα-Μαρία, Α2

Τ. Αλεξάνδρα, Α4

Χ. Γεωργία, Α4

Κ. Ξένια, Α2

Και μια πρόταση για το εξώφυλλο του μυθιστορήματος.

Ι. Άννα-Μαρία, Α2

Άλλοι/ες πάλι επέλεξαν το κολάζ και το κόμικς, προκειμένου να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, αλλά και τον προβληματισμό τους για το σοβαρό πρόβλημα της μόλυνσης των θαλασσών...

Ζ. Χριστιάνα, Α2

Μ. Μύρων, Α4

...Απέδωσαν τις σκέψεις της Κενγκά...

   Τι συμβαίνει; Δεν μπορώ να πετάξω ούτε να δω. Κάτι έχει κολλήσει στα φτερά και στα μάτια μου. Είναι η κατάρα των θαλασσών! Ευτυχώς, τα πόδια μου είναι ακόμα ελεύθερα. Θα κολυμπήσω γρήγορα και ελπίζω να ξεφύγω. Αχ, καθαρό νερό! Θα μπορέσω τουλάχιστον να καθαρίσω τα μάτια μου… 
   Πού πήγαν όλοι; Δε βλέπω καμιά από τις συντρόφισσές μου. Μα ναι, ακολούθησαν τον νόμο και πέταξαν μακριά. Κι εγώ το ίδιο θα έκανα στη θέση τους… Πρόκειται λοιπόν να πεθάνω. Καταραμένοι να είναι οι άνθρωποι που μολύνουν τη θάλασσα! Αλλά ας μην τους κατακρίνω όλους. Υπάρχουν και άνθρωποι που προσπαθούν να προστατέψουν το περιβάλλον, και το έχω δει με τα μάτια μου. 
   Μακάρι να με φάει κάποιο ψάρι. Καλύτερα να έχω έναν γρήγορο θάνατο, παρά έναν αργό και βασανιστικό... Μα τι λέω; Ίσως υπάρχει ακόμα ελπίδα! Ίσως αν πετάξω ψηλά, πολύ ψηλά, ο ήλιος να λιώσει την κατάρα που ’χει κολλήσει στα φτερά μου, όπως έγινε σ’ εκείνη την ιστορία με τον Ίκαρο…
   Δυστυχώς η ουρά μου είναι άχρηστη. Θα την καθαρίσω με το ράμφος μου. Θα ξεριζώσω κάποια φτερά, αν και πονάω πολύ…
   Τα κατάφερα… πετάω! Πρέπει να τα παλέψω, πρέπει να ζήσω, τουλάχιστον μέχρι να γεννήσω το αβγουλάκι μου… Είμαι τόσο κουρασμένη! Αν δε βρω κάπου να σταματήσω, θα πέσω. Να! Ο Άγιος Μιχαήλ! Θεέ μου, βοήθησέ με…
Κ. Θανάσης, Α2

Ή προτίμησαν να φανταστούν την εξέλιξη της ιστορίας.

...Οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν. Έπεφτε… Θα προλάβαινε άραγε να φτάσει ως την εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ; Λίγο ακόμα και θα άγγιζε το καμπαναριό. «Θα τα καταφέρω. Πρέπει να τα καταφέρω!» έκρωξε και, με όση δύναμη της είχε απομείνει, προσγειώθηκε άτσαλα στο έδαφος. Έμεινε εκεί ακίνητη, της είχε κοπεί η ανάσα από την υπερπροσπάθεια. Προσπάθησε να κουνήσει τα φτερά της, αλλά τα ένιωθε σαν ξένο σώμα. Το πετρέλαιο λες και είχε γίνει τσιμέντο. «Αλίμονο, γλίτωσα από τη θάλασσα για να πεθάνω στη στεριά...», σκέφτηκε απελπισμένη η Κενγκά.
   Ξαφνικά άκουσε βήματα. Κάποιος ερχόταν! Η καρδιά της Κενγκά χτύπησε δυνατά. Προσπάθησε να σηκωθεί, να ανοίξει τα φτερά της για να δείχνει μεγαλύτερη και να φοβίσει τον άνθρωπο που την πλησίαζε. Όμως δεν μπορούσε πια όχι να κουνηθεί, αλλά ούτε καν να κρώξει. «Ήρθε το τέλος…», ήταν η σκέψη της, η τελευταία ίσως… Όμως ο άνθρωπος τη χάιδεψε απαλά στο κεφάλι, την τύλιξε σε ένα πανί και την πήρε αγκαλιά. Καθώς την κρατούσε, της μιλούσε γλυκά. «Καημενούλα μου… Για να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε και για σένα…». Η Κενγκά αναθάρρησε. «Μπορεί να μην τελείωσαν όλα…», σκέφτηκε και έκλεισε τα μάτια.
   Όταν ξύπνησε, βρισκόταν σε ένα κλουβί. Γύρω της υπήρχαν πολλοί άνθρωποι και πολλά πουλιά. Άλλα ήταν καθαρά και φαινόταν υγιή, ενώ άλλα είχαν κολλημένη πάνω τους εκείνη την απαίσια μαύρη ουσία που είχε κολλήσει και στην ίδια. «Τα φτερά μου!». Η Κενγκά άρχισε να κρώζει όλο χαρά. Τα φτερά της είχαν σχεδόν καθαρίσει. Ένας άνθρωπος την πλησίασε και της χαμογέλασε ενθαρρυντικά. «Σε λίγο θα γίνεις εντελώς καλά και θα σε ελευθερώσουμε, καλή μου!». «Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ!», φώναξε η Κενγκά με όλη τη δύναμη της ψυχής της, αλλά οι σωτήρες της δεν άκουσαν παρά το κρώξιμο ενός γλάρου…
Μ. Μαρία, Α2

…Τις φτερούγες της δεν μπορούσε πια ούτε να τις κουνήσει. Γρήγορα κατάλαβε ότι έπεφτε. Έπεφτε με μεγάλη ταχύτητα, και άρχισε να φοβάται. Προσπάθησε να ξαναπετάξει, να πάρει ύψος, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Κοίταξε κάτω. Δεξιά της κάτι αυλές με τρυφερό, μαλακό γρασίδι την περίμεναν, αν κατάφερνε βέβαια να φτάσει εκεί. Αριστερά της ήταν το ποτάμι. Άλλη μια καλή επιλογή για προσγείωση, αλλά ήταν ακόμα πιο δύσκολο να το φτάσει. Τέλος, κοίταξε ακριβώς από κάτω της, στο σημείο όπου κατά πάσα πιθανότητα θα έπεφτε. Την περίμεναν τα πιο ανώμαλα και αιχμηρά βράχια που είχε δει ποτέ της. Ανάμεσά τους σκουπίδια και σκουριασμένα κουτάκια αναψυκτικών. Το τέλος της ήταν βέβαιο… 
   Έκλεισε τα μάτια και ονειρεύτηκε. Έφερε στον νου της τον άντρα της, που την περίμενε να γεννήσει το παιδί τους. Πώς θα αντιδρούσε άραγε, όταν μάθαινε τον χαμό της; Έπειτα φαντάστηκε πώς θα ήταν το παιδί τους. Έπλασε με το μυαλό της εικόνες. Το είδε μωρό, να ανοίγει τα μάτια του για πρώτη φορά στον κόσμο, μετά μεγαλύτερο, να πηγαίνει στο γλαροσχολείο και να μαθαίνει να πιάνει σκουλήκια και ψάρια. Η τελευταία εικόνα ήταν το όνειρο κάθε μάνας… Το παιδί της να πετάει, να φτάνει τον ήλιο, να φεύγει, να ζει! 
   Άνοιξε τα μάτια και επανήλθε στη φρικτή πραγματικότητα. Ξανακοίταξε κάτω. Τα βράχια ήταν πιο κοντά από πριν. Δεν πανικοβλήθηκε. Ήξερε ότι δεν είχε κανένα νόημα, αφού θα πέθαινε έτσι κι αλλιώς. Σκέφτηκε άλλη μία φόρα πώς θα ήταν τα πράγματα, αν δεν ήταν οι άνθρωποι τόσο εγωιστές, αν ήταν πιο συνετοί… Με βουρκωμένα μάτια κοίταξε τον ουρανό και ψέλλισε: «Αντίο…»
Χ, Αριάδνη, Α4

   Η Κενγκά προσγειώθηκε κάπως άτσαλα στην εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ. Είχε εξαντληθεί από την προσπάθεια να πετάξει. Δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε τα πόδια της. Δεν είχε δύναμη ούτε «Βοήθεια!» να φωνάξει. Έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στις σκέψεις της. Θυμήθηκε τις όμορφες μέρες που περνούσε με τις φίλες της, το πέταγμα στον καταγάλανο ουρανό, τα νερά του ωκεανού. Όλα της φαίνονταν τόσο μαγικά, αλλά και τόσο μακρινά… Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της, στη σκέψη ότι πλησιάζει το τέλος της και δεν είχε προλάβει να χαιρετήσει κανέναν. Άραγε θα τη θυμούνται με αγάπη ή θα συζητούν για την απροσεξία της που της στοίχισε τη ζωή της: 
   Ξαφνικά ένιωσε δύο απαλά χεράκια την σηκώνουν από το έδαφος και βρέθηκε μέσα σε μια ζεστή αγκαλιά. Άκουσε μια παιδική φωνή να λέει: «Έλα να δεις, μαμά! Μια μικρή γλαροπούλα! Δεν είναι καλά… Να την πάμε αμέσως στον κτηνίατρο!». Χάρηκε όταν κατάλαβε ότι μιλούσαν γι’ αυτήν. Μα πιο πολύ χάρηκε όταν συνειδητοποίησε ότι υπάρχουν και άνθρωποι που νοιάζονται. Όχι σαν τους άλλους, που ούτε που τους ένοιαξε για τη συμφορά που προκάλεσαν στον ωκεανό. Με αυτή τη σκέψη παραδόθηκε σε έναν βαθύ ύπνο.
   Όταν άνοιξε τα μάτια της, βρισκόταν πάνω σε ένα τραπέζι, που της φάνηκε τεράστιο. Πάνω της ήταν σκυμμένος ένας καλοσυνάτος και χαμογελαστός άντρας, που μιλούσε με ένα χαριτωμένο κοριτσάκι. Τον άκουσε να λέει: «Όλα πήγαν καλά! Η μικρή μας ξέφυγε από το κίνδυνο… Σε λίγες μέρες θα μπορέσει να ξαναπετάξει.».
   Η καρδιά της Κενγκά αναπήδησε. Είχε σωθεί! Η μικρή τη χάιδεψε τρυφερά και μουρμούρισε «Ελπίζω να είναι η τελευταία φορά που ανόητοι άνθρωποι βάζουν με τις πράξεις τους σε κίνδυνο τη φύση και τα πλάσματά της…».
Μ. Ελευθερία, Α4

…Γυρνώντας από το σχολείο, πέρασα μπροστά από τον Άγιο Μιχαήλ, όπως κάθε μέρα… Αυτή τη φορά, όμως, ένα σοκ με περίμενε: είδα έναν γλάρο πεσμένο στο έδαφος, κατάμαυρο. Έμοιαζε σαν ξεπουπουλιασμένος… Χωρίς δισταγμό, τον πήρα στην αγκαλιά μου και τρέχοντας τον πήγα στο σπίτι μου. Προσπάθησα να τον καθαρίσω, αλλά η πυκνόρρευστη μαύρη ουσία που τον σκέπαζε είχε κολλήσει για τα καλά στα φτερά του. Ο καημένος ο γλάρος, φαινόταν να ζει μόλις και μετά βίας… Αποφάσισα λοιπόν να αναζητήσω βοήθεια, μα όταν γύρισα με τον κτηνίατρο ήταν πλέον αργά… Ωστόσο, είδαμε ότι ο γλάρος, που τελικά ήταν γλαροπούλα, πρόλαβε να γεννήσει ένα αβγό. Ήταν ένα πραγματικό θαύμα! Δεν μπόρεσα να σώσω τη μητέρα, αλλά ήμουν αποφασισμένη να σώσω το μικρό της. Με την καθοδήγηση του κτηνίατρου, φρόντισα να εκκολαφθεί το αβγό και να ’το! Ένα πολύ γλυκό γλαρόπουλο! Άρχισα να το ταΐζω και να το φροντίζω όσο καλύτερα μπορούσα, και καμάρωνα που μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Ώσπου ένα πρωί… δε βρήκα παρά μόνο ένα φτερό! Κατάλαβα ότι ο προστατευόμενός μου είχε πετάξει μακριά… Όχι, δεν έκλαψα. Ήμουν σίγουρη ότι μπορούσε πια να τα καταφέρει χωρίς τη δική μου φροντίδα και ένιωσα περήφανη, σαν να εκπλήρωσα μια υπόσχεση…
Κ. Μαριλένα, Α2

Και ένα ποίημα!

Για έναν καλύτερο κόσμο…

Μη μολύνετε το περιβάλλον 
Θα το παραδώσουμε σε άλλον 
Δεν το έχουμε δικό μας 
Είναι ο κόσμος των παιδιών μας 

Και ο κόσμος ο δικός τους 
Ας είναι καλύτερος…
Πόλεμοι να μην υπάρχουν 
Όλα τα αγαθά να τα ’χουν 

Κρατήστε λοιπόν το περιβάλλον καθαρό
Μη λερώνετε τον γαλανό ουρανό 
Τη φύση φροντίζετε και αγαπάτε
Που μας προσφέρει γαλήνη και χαρά!
Π. Ελισάβετ, Α4

Τέλος, ένα πολύ ωραίο τραγούδι, που αφηγείται την περιπέτεια της Κενγκά, "πατώντας" πάνω σε μια γνωστή μελωδία...

Η Κενγκά και το μαύρο κύμα


Ακούστε λοιπόν την ιστορία της Κενγκά, μιας άτυχης γλαροπούλας που μολύνθηκε από μια πετρελαιοκηλίδα κοντά στο λιμάνι του Αμβούργου:

Της φτερούγες της ανοίγει 
να πετάξει στα ψηλά
μα ένα κύμα την καλύπτει 
κι έχει χάσει τη χαρά

Μια παχύρρευστη κηλίδα
έχει κολλήσει στα φτερά
και η Κενγκά από φόβο
παύει να χαμογελά

Με προσπάθεια μεγάλη 
βρίσκει καθαρό νερό
το κεφάλι της βουτάει
και κοιτάει τον ουρανό

Τώρα πια αναρωτιέται
αν θα μείνει ζωντανή
μια ελπίδα να χωρέσει 
στη δικιά της την ψυχή

Στο μυαλό της Κενγκά τώρα
έρχονται πάρα πολλά
πανικός και αγωνία
για επιβίωση ξανά

Με προσπάθεια μεγάλη
κατορθώνει να πετάξει
Φτεροκοπούσε απεγνωσμένα
με τα μάτια απελπισμένα

Δεν την πήρανε τα χρόνια
γι’ αυτό προσπαθεί ακόμα
μήπως και ξαναπετάξει 
και τον κόσμο τον θαυμάσει

Τώρα πια αναρωτιέται
αν θα μείνει ζωντανή
μα η ελπίδα έχει σβύσει
στη δική της την ψυχή
Μουσική: Μάνος Χατζηδάκις
Στίχοι - κιθάρα - ερμηνεία: Π. Ελεάνα, Α4

Το πιο γλυκό ψωμί

Στο πλαίσιο της διδασκαλίας του λαϊκού παραμυθιού "Το πιο γλυκό ψωμί" οι μαθητές και οι μαθήτριες της Α΄ τάξης ζωγράφισαν...
Η ανορεξία του βασιλιά
Ι. Θοδωρής, Α2
Η λύση δεν είναι εύκολο να βρεθεί...
Ζ. Χριστιάνα, Α2

Μ. Μαρία, Α2
Η δοκιμασία του βασιλιά
Κ. Ξένια, Α2

Π. Παναγιώτης, Α4

Απέδωσαν το τέλος του παραμυθιού σε μορφή κόμικς...

Χ. Γιώργος, Α4

Βρήκαν παροιμίες, λαϊκές λέξεις και φράσεις σχετικές με το ψωμί...

- Βγάζω ή κερδίζω το ψωμί μου: εξασφαλίζω τα αναγκαία για να ζήσω.
- Δεν έχω ψωμί να φάω: είμαι πολύ φτωχός.
- Λέω το ψωμί ψωμάκι: λιμοκτονώ, δεν έχω να φάω.
- Τρώω ψωμί (από κάποιον): με τρέφει, μου παρέχει εργασία (κάποιος).
- Αυτή η δουλειά έχει ψωμί (ή φαΐ): αυτή η δουλειά είναι σίγουρη ή αποφέρει κέρδη.
- Φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι: έχουμε ζήσει πολλά μαζί ή είμαστε φίλοι από παλιά.
- Έχω πολύ ψωμί (ακόμα): υπάρχει πολύς χρόνος ακόμη, για να τελειώσει ή να ολοκληρωθεί κάτι.
- Έχω να φάω πολλά ψωμιά ή πολλά καρβέλια ακόμη: θα περιμένω ακόμη πολύ, έχω πολλά χρόνια ζωής μπροστά μου / χρειάζεται ακόμη χρόνος και προσπάθεια για να αποκτήσω την αναγκαία πείρα σε κάτι.
- Είναι λίγα τα ψωμιά του ή (τα) έφαγε τα ψωμιά του: βρίσκεται πια στα τελευταία του, δε θα ζήσει για πολύ ακόμη.
- Για ένα κομμάτι ψωμί: για ελάχιστα χρήματα.
- Τρώω γλυκό ψωμί: ζω με άνεση, είμαι ευχαριστημένος από τον τρόπο που βγάζω το ψωμί μου.
- Τρώω πικρό ψωμί: ζω με δυσκολία, είμαι δυσαρεστημένος από τον τρόπο που βγάζω το ψωμί μου. 
- «…και ξερό ψωμί»: για να δείξουμε ότι θέλουμε ή υποστηρίζουμε κάτι φανατικά, αυτό και μόνο αυτό και τίποτε άλλο.
- Υγεία και ξερό ψωμί: όταν υπάρχει η υγεία, τα υλικά αγαθά έχουν δευτερεύουσα σημασία.
- Ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται: όταν επιθυμούμε κάτι και συνεχώς το σκεφτόμαστε.
- Η βιάση ψήνει το ψωμί, μα δεν το καλοψήνει: οι βιαστικές ενέργειες δεν έχουν καλά αποτελέσματα.
- Ψωμί δεν έχουμε, ραπανάκια για την όρεξη γυρεύουμε - Ψωμί δεν έχουμε, τυρί ζητάμε - Εμείς ψωμί δεν είχαμε, λουκούμια εγυρέψαμε: δεν έχουμε τα βασικά και ζητάμε τα επιπλέον.
- Όποιος έχει νου και γνώση, πριν πεινάσει θα ζυμώσει: όποιος είναι προνοητικός, προετοιμάζεται κατάλληλα.
- Κάλλιο το σημερινό ψωμί παρά την αυριανή πίτα: τα σίγουρα έσοδα, έστω κι αν είναι λίγα, είναι προτιμότερα από τα πολλά αλλά μελλοντικά έσοδα που είναι αβέβαια.
- Μην τάξεις τ’ άγιου κερί και του παιδιού κουλούρι: όταν υποσχόμαστε κάτι πρέπει να το τηρούμε. 
- Τάζει φούρνους με καρβέλια και λαγούς με πετραχήλια: δίνει υποσχέσεις που είναι αδύνατο να τηρήσει.
- Σίγουρο ψωμί σε τρύπιο σακούλι: τα χρήσιμα πράγματα χρειάζονται και ανάλογη προσοχή.
- Στου σκύλου το προσκέφαλο ψωμί δεν ξημερώνει: οι αχόρταγοι και οι λαίμαργοι δεν μπορούν να συγκρατήσουν τις ορέξεις τους. 
Για τη συγκέντρωση του υλικού συνεργάστηκαν
- από το Α2:  Θ. Αλέξανδρος - Ι. Άννα-Μαρία - Κ. Άρτεμις - Κ. Θοδωρής - Κ. Άγγελος - Μ. Κατερίνα - Μ. Μαριλίτα - Μ. Νίκη - Μ. Φαίδρα
- από το Α4: Μ. Μύρων - Τ. Δημήτρης - Χ. Κατερίνα

Άλλοι/ες πάλι προτίμησαν  να δώσουν στο παραμύθι ένα διαφορετικό τέλος ή, με έμπνευση "Το πιο γλυκό ψωμί", να γράψουν τα δικά τους παραμύθια.

Μια αποτελεσματική δοκιμασία
     …Ο γέροντας είπε στον βασιλιά να πάει και να ζήσει μαζί του για τρεις μόνο μέρες. Ο βασιλιάς δέχτηκε και τον ακολούθησε στην καλύβα του. Για τρεις μέρες ο βασιλιάς μοιράστηκε την καθημερινότητα του γέροντα και έζησε σαν ένας απλός άνθρωπος του λαού. Βίωσε κι ο ίδιος τη φτώχεια, την κούραση και τον μόχθο των φτωχών ανθρώπων…
     Μετά από αυτή την εμπειρία, όταν γύρισε στο παλάτι του ήταν πια άλλος άνθρωπος. Σταμάτησε τις γκρίνιες και τις ιδιοτροπίες, άρχισε να νοιάζεται και να δουλεύει κι αυτός για τον λαό του, ενώ απέκτησε και το χόμπι της κηπουρικής! Η ανορεξία αποτελούσε πλέον παρελθόν… Η ευημερία των υπηκόων του έγινε η μόνη φροντίδα του βασιλιά, που πήρε το μάθημά του και έγινε ευτυχισμένος.
Μ. Ελευθερία - Τ. Αλεξάνδρα 

Το πιο γλυκό παιχνίδι!
     Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα παιδί που οι γονείς του ήταν πλούσιοι, πολύ πλούσιοι. Είχε πολλά παιχνίδια και οι γονείς του του έφερναν κάθε τόσο κι άλλα. Όμως το παιδί δεν ήταν ευτυχισμένο… Καθόταν βαριεστημένο και μαραζωμένο και δεν έπαιζε με τα παιχνίδια του. Για να το κάνουν να χαρεί, οι γονείς του αγόραζαν και του έδιναν τα πιο ακριβά παιχνίδια. Αλλά τίποτα… Κανένα παιχνίδι δεν του τραβούσε την προσοχή, με κανένα δεν είχε όρεξη να παίξει. 
     Μια μέρα πέρασε από το σπίτι τους η γιαγιά του παιδιού. Είδε το εγγονάκι της μόνο και κακοδιάθετο, και, επειδή ήξερε από παιδιά, κατάλαβε τι του συμβαίνει... Πήρε λοιπόν το παιδί μαζί με τα παιχνίδια του και πήγαν στο σπίτι μιας φτωχής οικογένειας με πολλά παιδιά. Τα φτωχά παιδάκια καταχάρηκαν και άρχισαν να παίζουν ενθουσιασμένα με τα παιχνίδια, καλώντας το πλούσιο παιδί να παίξει μαζί τους. Σιγά σιγά το πλουσιόπαιδο άρχισε κι αυτό να παίζει, διστακτικά στην αρχή και μετά με όλο και περισσότερη χαρά. Έμαθε να μοιράζεται τα παιχνίδια του, έκανε καλούς φίλους και ήταν και πάλι χαρούμενο κι ευτυχισμένο.
     Το πιο γλυκό παιχνίδι είναι αυτό που το μοιράζεσαι!
Κ. Θανάσης, Α2

Ο βασιλιάς και ο γελωτοποιός 
     Ήταν κάποτε ένας βασιλιάς που ήταν πολύ πλούσιος, αλλά δεν ένιωθε ποτέ ευτυχισμένος. Τον έτρωγε η σκοτούρα από τη μια, η βαρεμάρα από την άλλη! 
     Ρώτησε λοιπόν τους βασιλικούς συμβούλους του τι να κάνει για να έχει μια πιο ευχάριστη ζωή. Αυτοί του πρότειναν να αγοράσει με τα πολλά χρήματα που είχε κάτι που το επιθυμούσε πολύ. Έτσι ο βασιλιάς αγόρασε ένα ταχύπλοο για να πηγαίνει βόλτες στη θάλασσα. Πήγε μια, πήγε δυο, πήγε τρεις βόλτες με το σκάφος του, μέχρι που το βαρέθηκε κι αυτό...
     Τι να κάνει, ξαναπήγε στους συμβούλους του και του πρότειναν αυτή τη φορά να πάει ένα μακρινό ταξίδι, να αλλάξει παραστάσεις. Πήγε λοιπόν για έναν μήνα στη Χαβάη, όμως πάλι δεν ένιωθε γεμάτος. Γύρισε πίσω ακόμα χειρότερα από πριν....
     Έχοντας πάρει απόφαση ότι δεν πρόκειται να βρει την ευτυχία, ο βασιλιάς αποφάσισε να πάρει έναν γελωτοποιό, τουλάχιστον για να τον διασκεδάζει κάπως… Τότε παρατήρησε κάτι πολύ σημαντικό: είδε πως ο γελωτοποιός του, χωρίς να έχει υλικά αγαθά, ήταν πάντα χαρούμενος. Το μυστικό του γελωτοποιού ήταν απλό: ήταν ευχαριστημένος από τη ζωή του επειδή του άρεσε να κάνει χαρούμενο τον κόσμο! 
     Έτσι ο βασιλιάς άρχισε να χρησιμοποιεί τα πλούτη που είχε όχι πια για τα καπρίτσια του, αλλά για να κάνει το καλό. Κατάλαβε ότι ο καλύτερος τρόπος για να γίνεις ευτυχισμένος είναι να κάνεις ευτυχισμένους τους άλλους!
Κ. Νίνο, Α2

Και ένα βίντεο που μας παρουσιάζει τη διαδικασία που οδηγεί...

Από το σιτάρι στο ψωμί!
Κ. Μαριλένα, Α2