Με αφορμή το απόσπασμα από την «Ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει» του Λουίς Σεπούλβεδα με τίτλο "Το μαύρο κύμα", οι μαθητές και οι μαθήτριες της Α΄ Γυμνασίου εμπνεύστηκαν από την ιστορία της γλαροπούλας Κενγκά και τον αγώνα της για επιβίωση.
Ζωγράφισαν σκηνές που τους/τις συγκίνησαν...
Φ. Άννη, Α3
Β. Καλλιόπη, Α1
Τ. Θένια, Α3
Σ. Μαριάννα, Α2
Κ. Σωκράτης, Α2
Π. Βάλια. Α3
Α. Δημήτρης, Α1
Κ. Γιώτα, Α1
Μ. Εύη, Α3
Σ. Ζωή. Α3
Ο. Παναγιώτης, Α3
Γ. Μαρίνα, Α2
Π. Έλενα, Α3
Τ. Σεσίλια, Α3
Υιοθέτησαν την οπτική γωνία της Κενγκά για να αφηγηθούν την ιστορία της και να εκφράσουν τα παράπονά της από τους ανθρώπους...
Είμαι η Κενγκά, μια νεαρή γλαροπούλα με ασημιά φτερά. Ζούσα ανέμελη κι ευτυχισμένη μαζί με τους συντρόφους μου και πετούσα ελεύθερη στον ουρανό. Τη χαρά μου ολοκλήρωνε το ότι σύντομα θα γεννούσα το πρώτο μου αβγό! Μέχρι που…
Σήμερα, η αναζήτηση τροφής έφερε το σμήνος μου κοντά στο λιμάνι του Αμβούργου. Είχα βουτήξει στα βαθιά και κυνηγούσα ένα πονηρό ψάρι, που όλο μου ξέφευγε. Βλέπετε, σαν έγκυος, πρέπει να τρέφομαι καλά… Αλλά εκεί που πήγα να βγω στην επιφάνεια της θάλασσας, ένα τεράστιο κύμα με πήρε από κάτω. Με τρόμο διαπίστωσα ότι είχα τυφλωθεί. Κάτι παχύρρευστο είχε κλείσει τα μάτια μου!
Αρχικά δεν κατάλαβα τι είχε συμβεί. Βούτηξα πάλι στο νερό και ανοιγόκλεισα πολλές φορές τα μάτια μου, για να τα καθαρίσω. Έτσι, κατάφερα τελικά να δω, αλλά τι να δω; Ζούσα τον χειρότερο εφιάλτη για κάθε γλάρο: είχα πέσει κι εγώ θύμα της κατάρας των θαλασσών! Η μαύρη μάστιγα είχε κολλήσει τα φτερά στο σώμα μου. Κολυμπώντας, μετά από πολλή προσπάθεια, έφτασα στο τέλος της πετρελαιοκηλίδας, στο καθαρό νερό. Σήκωσα το βλέμμα μου στον ουρανό και είδα τους συντρόφους μου να πετούν μακριά. Ήξερα καλά πως δεν είχαν άλλη επιλογή. Άλλωστε, πώς θα μπορούσαν να με βοηθήσουν;
Πανικοβλήθηκα. Γνώριζα ότι οι γλάροι που μολύνονταν από το μαύρο κύμα αποτελούσαν εύκολη λεία για τα μεγάλα ψάρια ή πέθαιναν από ασφυξία, καθώς το πετρέλαιο έφραζε όλους τους πόρους τους. Αυτή η τύχη με περίμενε... Άρχισα να καταριέμαι τους ανθρώπους, όχι όμως όλους, δεν ήθελα να γίνω άδικη. Εκτός από αυτούς που ευθύνονταν για το κακό που με βρήκε, πλένοντας στα ανοιχτά τις δεξαμενές των πετρελαιοφόρων, υπήρχαν κι εκείνοι στα μικρά πλεούμενα με τη σημαία στα χρώματα της ίριδας που προσπαθούσαν να τους εμποδίσουν και να αποτρέψουν τη δηλητηρίαση των θαλασσών. Δυστυχώς όμως, δεν έφταναν πάντα εγκαίρως... Συνάμα ευχήθηκα ο θάνατός μου να είναι γρήγορος. Καλύτερα να με καταπιεί κάποιο τεράστιο κήτος, παρά να αργοπεθαίνω από πείνα ή ασφυξία…
Η σκέψη του θανάτου με κινητοποίησε. Κούνησα το σώμα μου και διαπίστωσα ότι το πετρέλαιο δεν είχε πειράξει τις φτερούγες μου ως τη ρίζα τους. Μπορούσα να τις ανοίξω! Η ελπίδα φούντωσε μέσα μου. Θυμήθηκα την ιστορία του Ίκαρου, που μου είχε διηγηθεί μια γριά συντρόφισσα, και αναθάρρησα. Πετώντας κοντά στον ήλιο, μπορεί να έλιωνε η κατάρα που είχε κολλήσει πάνω μου και να σωζόμουν. Προσπάθησα να καθαρίσω το μαύρο στρώμα της βρομιάς όσο καλύτερα γινόταν. Ξερίζωσα κάμποσα φτερά, μάδησα και τα πούπουλα της ουράς μου που είχαν τελείως ποτίσει στο πετρέλαιο… Πονούσα αφόρητα, όμως τελικά, με την πέμπτη προσπάθεια, τα κατάφερα επιτέλους να πετάξω.
Φτεροκοπώντας με όλη μου τη δύναμη, αφού το βάρος του πετρελαίου με εμπόδιζε να ελέγξω το πέταγμά μου, έφτασα όσο πιο κοντά στον ήλιο μπορούσα, αλλά το θαύμα δεν έγινε… Με κυρίευσε η απόγνωση, κατάλαβα ότι δε θα άντεχα να πετάω για πολύ ακόμα. Έτσι έψαξα με το βλέμμα μου να βρω ένα μέρος στην ενδοχώρα, για να μπορέσω να κατεβώ με ασφάλεια. Το φτερούγισμά μου γινόταν όλο και πιο αργό, σύντομα θα έπεφτα. Μάζεψα τις τελευταίες μου δυνάμεις, κλείνοντας τα μάτια μου... Όταν τα ξανάνοιξα, είδα με ανακούφιση από κάτω μου το καμπαναριό της εκκλησίας του Αγίου Μιχαήλ.
Τώρα, πεσμένη στο έδαφος, νιώθω πως είμαι πια ετοιμοθάνατη… Πρέπει όμως να κρατηθώ στη ζωή, έστω και λίγο ακόμη, για να γεννήσω το αβγό μου. Μα και να το γεννήσω, τι θα απογίνει; Κάποιος πρέπει να το κλωσήσει και μετά να μάθει στο γλαράκι μου να πετάει… Θεέ μου, βοήθησέ με!
Π. Κυριάκος, Α3
Απευθύνομαι σε όλους εσάς, τους ανθρώπους!
Εμείς οι γλάροι δε σας πειράζουμε σε τίποτα, ίσα ίσα ομορφαίνουμε τον ουρανό και σας συνοδεύουμε, όταν ταξιδεύετε με πλοίο. Ζούμε στη θάλασσα, μαζί με αμέτρητα άλλα πλάσματα, και τρεφόμαστε από αυτήν. Δυστυχώς όμως, εσείς οι άνθρωποι δε σέβεστε το σπίτι μας, το μολύνετε και το καταστρέφετε… Ειδικά οι πετρελαιοκηλίδες αποτελούν έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους που απειλούν τη θαλάσσια ζωή. Όσον αφορά εμάς, τα θαλασσοπούλια, το μαύρο κύμα κολλάει στα φτερά μας. Δεν μπορούμε να πετάξουμε και πεθαίνουμε αργά και βασανιστικά από ασφυξία ή από την πείνα… Αλλά το πετρέλαιο μολύνει και τα ψάρια, με τα οποία δεν τρεφόμαστε μόνο εμείς, αλλά κι εσείς!
Θα ήθελα να το σκεφτείτε καλύτερα, να είστε πιο προσεκτικοί και να μην αδιαφορείτε για το περιβάλλον. Μην ξεχνάτε πως δεν είναι μόνο δικό σας, αλλά και δικό μας. Ακόμα δεν είναι αργά, αρκεί να αλλάξετε στάση και συμπεριφορά. Έχετε μεγάλη ευθύνη όχι μόνο απέναντί μας, αλλά και απέναντι στα δικά σας παιδιά…
Η Κενγκά, ένας γλάρος.
Μ. Σήλια, Α1
Άλλοι/ες προτίμησαν να φανταστούν την εξέλιξη της ιστορίας…
Η Κενγκά, εξαντλημένη από την προσπάθεια, έπεσε στο καμπαναριό της εκκλησίας του Αγίου Μιχαήλ. Άρχισε να καλεί απεγνωσμένα σε βοήθεια με όση δύναμη της είχε απομείνει. Αλλά κανείς δε φαινόταν και, απελπισμένη πλέον, περίμενε το τέλος της. Ο Θεός όμως είχε άλλα σχέδια… Λίγο πριν αφήσει την τελευταία της πνοή, ο ιερέας της εκκλησίας ανέβηκε στο καμπαναριό για να χτυπήσει τις καμπάνες. Έκπληκτος, είδε μια κατάμαυρη γλαροπούλα να κρώζει αδύναμα. Κατάλαβε ότι έχει μολυνθεί από πετρέλαιο και ότι, για να τη σώσει, έπρεπε να δράσει άμεσα. Έτσι, τη σήκωσε στα χέρια του με προσοχή και την πήγε στο πιο κοντινό κτηνιατρείο. Ο γιατρός τη φρόντισε και την καθάρισε όσο πιο σχολαστικά μπορούσε, αλλά ενημέρωσε τον ιερέα ότι δεν πίστευε πως έχει πολλές ελπίδες να ζήσει. Ωστόσο, και πάλι το θαύμα έγινε! Η Κενγκά είχε γαντζωθεί στη ζωή για τα καλά. Μέσα σε λίγες μόνο μέρες ήταν ήδη πολύ καλύτερα, προς μεγάλη χαρά του καλού ιερέα, που πήγαινε καθημερινά στο κτηνιατρείο, για να μάθει για την υγεία της. Όταν ανέλαβε πλήρως τις δυνάμεις της, ο γιατρός και ο ιερέας την άφησαν ελεύθερη να πετάξει.
Η Κενγκά δεν ξέχασε ποτέ την περιπέτειά της, αλλά ούτε και τους σωτήρες της. Γέννησε το αβγό της και μεγάλωσε το γλαράκι της, όπως και πολλά πολλά ακόμη!
Π. Νικήτας, Α1
Η οικολογική ομάδα Anima πληροφορήθηκε για την ύπαρξη της πετρελαιοκηλίδας και αμέσως άρχισε να χτενίζει την περιοχή, για να μπορέσει να διασώσει τα πουλιά που είχαν καλυφθεί από πετρέλαιο. Έτσι βρήκαν την Κενγκά με τα φτερά της κολλημένα στο σώμα της, ανήμπορη να πετάξει. Τη μετέφεραν προσεκτικά σε ένα κλουβί μαζί με αλλά θαλασσοπούλια που είχαν περιμαζέψει πιο πριν. Έβαλαν το κλουβί στο σκάφος τους και κατευθύνθηκαν στις εγκαταστάσεις της Anima στην ακτή. Εκεί φιλοξενούνταν πολλά ζώα και πουλιά που χρειάζονταν βοήθεια. Οι φωνές τους αντηχούσαν στον χώρο και πολλοί άνθρωποι τα φρόντιζαν με αγάπη.
Μόλις έφτασε η Κενγκά, την παρέλαβε μια νεαρή κτηνίατρος και έκανε όλες τις προβλεπόμενες ενέργειες, ώστε να καθαριστεί το πετρέλαιο από τις φτερούγες της και να μπορεί να ξαναπετάξει. Μέσα στο κλουβί της ήταν πια ασφαλής, καθαρή και χορτάτη. Λίγες ώρες πριν, εξαιτίας κάποιων ανθρώπων, κινδύνευε να πεθάνει και τώρα με τη βοήθεια κάποιων άλλων θα κατάφερνε να ζήσει. Μάλιστα το ίδιο βράδυ γέννησε το αβγό της! Τα μέλη της οργάνωσης χαρήκαν πολύ για το γεγονός. Αποφάσισαν να φιλοξενήσουν την Κενγκά και το μικρό της γλαράκι μέχρι να είναι έτοιμο να πετάξει κι αυτό.
Ο χρόνος πέρασε γρήγορα και η απελευθέρωση των δύο γλάρων ήταν πολύ συγκινητική για όλους. Λίγο πριν πετάξει και πάλι στον ουρανό, η Κενγκά έκρωξε:
- Σας ευχαριστώ για όλα! Υπάρχουν πράγματι και καλοί άνθρωποι… Πάμε, μικρό μου!
Σ. Άννα, Α3
Η Κενγκά προσγειώθηκε με κόπο στην αυλή της εκκλησίας του Αγίου Μιχαήλ. Έκλεισε τα μάτια και από τη σκέψη της πέρασε ο μπλε ουρανός, τότε που χαρούμενη πετούσε με τους άλλους γλάρους. Τώρα ήταν καταδικασμένη, όπως και το αβγό που θα γεννούσε σε λίγο…
Εκείνη τη στιγμή έτυχε να περνάει από εκεί ένα μικρό αγόρι με τον σκύλο του, που πήρε μυρωδιά την Κενγκά και άρχισε να γαβγίζει, οδηγώντας το παιδί κοντά της. Βλέποντας την κατάστασή της, το αγόρι τη σήκωσε στα χέρια του κι έτρεξε αμέσως να την πάει στη μητέρα του, που ήταν κτηνίατρος και του είχε μάθει να αγαπάει τα ζώα.
Ζαλισμένη ακόμα, η Κενγκά ξύπνησε κάπου ζεστά. Μόλις ένιωσε ανθρώπινα χέρια πάνω της, αρχικά φοβήθηκε, όμως δεν άργησε να καταλάβει πως αυτά τα χέρια την περιποιούνται και καθαρίζουν τις φτερούγες της από το πετρέλαιο. Άκουσε την κυρία που τη φρόντιζε να επαινεί τον γιο της που τη βρήκε και να του λέει ότι έκανε μια πολύ καλή πράξη!
Η Κενγκά έμεινε αρκετές μέρες στο κτηνιατρείο και άρχισε να έχει εμπιστοσύνη στη γιατρό, όπως και στο αγόρι που ερχόταν και της κρατούσε συντροφιά, την τάιζε και της μιλούσε γλυκά. Τελικά, σκεφτόταν, όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι…
Με τον καιρό δυνάμωσε και γέννησε το αβγό της. Όταν το μικρό γλαρόπουλο μπορούσε να πετάξει, το αγόρι κατάλαβε ότι ήρθε η ώρα να τους χαρίσει την ελευθερία! Άνοιξε το παράθυρο, και η Κενγκά μαζί με το μικρό της πέταξαν μακριά, μέχρι τον απέραντο ωκεανό. Δεν ξέχασε όμως κι αυτούς τους δύο ανθρώπους που τη βοήθησαν να επιβιώσει, και πότε πότε ξαναερχόταν σ’ εκείνο το παράθυρο, χτυπούσε με το ράμφος της το τζάμι και το αγόρι της άνοιγε... Τότε δεχόταν με χαρά και ευγνωμοσύνη το χάδι από το χέρι που της έσωσε τη ζωή!
Λ. Μιχαήλ, Α3
…Ή έγραψαν ποιήματα!
Το παράπονο της Κενγκά
Καλοί μου άνθρωποι, σας παρακαλώ
βοηθήστε με απ’ τη μόλυνση να σωθώ
να κολυμπήσω σε γαλανά νερά,
να είναι όλα όμορφα και πάλι καθαρά.
Σκεφτείτε τη θάλασσα, σκεφτείτε τα ζώα
πριν η μανία σας τα καταστρέψει όλα.
Υπάρχουμε κι εμείς στον κόσμο αυτόν.
Θέλουμε να ζήσουμε... Αν είναι δυνατόν!
Μολύνετε τη θάλασσα, τα ζώα, τα πουλιά
και ψάχνετε μετά για λίγη ομορφιά.
Πρέπει να καταλάβετε, το σπίτι μας η Γη
βρίσκεται σε κίνδυνο, θα καταστραφεί.
Φροντίστε τη φύση, προσέξτε καλά
βάλτε μυαλό πριν να είναι αργά!
Φ. Άννη, Α3
Η κατάρα των θαλασσών
Το κύμα τον σκέπασε
Ο γλάρος παγιδεύτηκε
Σ’ ένα μαύρο υγρό πηχτό
Πόσο θλιβερό είναι το θέαμα αυτό!
Στου γλάρου τα φτερά κολλάει
Πουθενά δεν τον αφήνει να πάει
Οι φίλοι μακριά πετούν
Μόνο του στην κατάρα τον παρατούν
Πώς θα σωθεί το δύσμοιρο πουλί από το κακό;
Να χαθεί στο μαύρο κύμα μήπως είναι το γραφτό;
Π. Βάλια, Α3
Η ιστορία της Κενγκά
Οι άνθρωποι δε σκέφτονται
τα πλάσματα του Θεού
Πολλά ζώα πεθαίνουνε
από δικό μας λάθος…
Η καημένη η Κενγκά
δεν άντεξε τον πόνο
και τον μαύρο θάνατο
που τη σκέπασε
Το αβγό της μόνο
πρόλαβε να γεννήσει
και ο γάτος ο καλός
έτρεξε να βοηθήσει
Αυτός φρόντισε το μικρό
που μεγάλωσε και πέταξε
ψηλά στον ουρανό!
Σ. Ιζαμπέλα, Α2
Γιατί;
Στην ιστορία μας αυτή τη φορά
είναι μια γλαροπούλα που τη λένε Κενγκά.
Πόσο η καημένη προσπαθεί
με νύχια και με δόντια στη ζωή να κρατηθεί.
Όμως τα ολόλευκά της φτερά
έγιναν μαύρα και πολύ βαριά.
Δεν είναι επιστημονική φαντασία
φταίει του ανθρώπου η απληστία.
Γιατί οι άνθρωποι αδιαφορούν
μέσα στο χρήμα ψάχνουν να βρουν
την ευτυχία και τη χαρά
σκοτώνοντας πλάσματα σαν την Κενγκά.
Άσχημο πράγμα να το παίζεις Θεός
να θέλεις στη φύση να είσαι αρχηγός.
Νιώθω θλίψη και στενοχώρια
που ο άνθρωπος τα καταστρέφει όλα.
Η Γη μας είναι το δικό μας σπίτι.
Ζούμε εδώ κι όχι σε άλλον πλανήτη.
Φροντίστε όλοι το περιβάλλον σωστά
να το χαρούν και τα δικά μας τα παιδιά...
Φ. Άννη, Α3
Και μία (δυστυχώς επίκαιρη) ιστορία…
Το κόκκινο τέρας
Το ήξερε. Το είχε δει να καταβροχθίζει μέσα σε λίγη ώρα το σπίτι του, το δάσος, και να σκοτώνει τους δικούς του. Είχε δει γνωστούς και άγνωστους να τρέχουν να σωθούν από το κόκκινο τέρας. Μα όση δύναμη κι αν έβαζαν στα πόδια τους, εκείνο ήταν αχόρταγο και τους κυνηγούσε. Πίστεψε λοιπόν πως αυτή τη φορά είχε έρθει η σειρά του…
Ο θάνατος ήταν αργός και βασανιστικός. Σε έτρωγε μέχρι και τα κόκαλά σου. Συχνά το κακό το προκαλούσαν εκείνοι επίτηδες, χωρίς να σκέφτονται την καταστροφή που θα φέρουν ή το πόσες ζωές θα αφαιρέσουν, δεν τους ένοιαζε. Είχε δει τι έκαναν μετά, έχτιζαν στο κατεστραμμένο δάσος κάτι τσιμεντένια κουτιά, σπίτια και ξενοδοχεία. Αν και ήταν πολύ άσχημα, εκείνοι τα θαύμαζαν. Βέβαια, δεν μπορούσε να τους κατηγορήσει όλους. Υπήρχαν και κάποιοι που προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν το κόκκινο τέρας και να σώσουν όσο περισσότερα πλάσματα μπορούσαν. Δεν τα κατάφερναν πάντα όμως…
Εκεί που έτρεχε απεγνωσμένα, είδε τον φίλο του. Το τρίχωμά του στη δεξιά πλευρά είχε ήδη φαγωθεί από το κόκκινο τέρας. Δεν του μίλησε, αλλά το βλέμμα του τα έλεγε όλα. Θα σταματούσε την προσπάθεια, ήταν πολύ αδύναμος για να συνεχίσει. Τον καταλάβαινε, είχε κι εκείνος κουραστεί. Δε θα σταματούσε όμως. Επιστράτευσε τις τελευταίες του δυνάμεις και έκλεισε τα μάτια.
Έτσι δεν είδε πώς τον έπιασαν… Δεν μπορούσε πια να τρέξει, αλλά δεν υπήρχε λόγος. Ένιωσε ένα χέρι να τον χαϊδεύει στο κεφάλι και να του δίνει νεράκι να πιει. Είχε σωθεί!
Κ. Χρυσάνθη, Α1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.