Το μάθημα των Νεοελληνικών Κειμένων για την Α΄ τάξη ξεκίνησε με λαϊκά παραμύθια. Στο πλαίσιο της διδασκαλίας του παραμυθιού "Ο φτωχός και τα γρόσια" οι μαθητές/τριες ζωγράφισαν σκηνές που τους έκαναν εντύπωση...
Η αγγελική ζωή του φτωχού
Κ. Γιώτα, Α1
Ο πλούσιος δίνει τα γρόσια στον φτωχό
Α. Αντώνης, Α1
Π. Αναστασία, Α1
Το δίλημμα του φτωχού
Τ. Θένια, Α3
Ο φτωχός επιστρέφει τα γρόσια στον πλούσιο
Κ. Σωκράτης, Α2
Η λύρα
Σ. Μαριάννα, Α2
Απέδωσαν το παραμύθι σε μορφή κόμικς...
Β. Καλλιόπη, Α1
Σ. Ιζαμπέλα, Α2
Άλλοι/ες προτίμησαν να δώσουν ένα διαφορετικό τέλος στο παραμύθι...
Μια σωστή απόφαση
Περνούσαν οι μέρες, μα ο φτωχός δεν μπορούσε να βρει λύση στο πρόβλημά του. Τελικά, μάζεψε την οικογένειά του για να συζητήσουν όλοι μαζί τι να κάνουν τα χρήματα που του έδωσε ο πλούσιος. Η απόφαση στην οποία κατέληξαν ήταν να αγοράσουν αμπελοχώραφα και να τα καλλιεργήσουν. Άλλωστε, ο φτωχός και η γυναίκα του ήταν μαθημένοι στη σκληρή δουλειά… Το μόνο που θα άλλαζε ήταν ότι τα χωράφια που θα δούλευαν θα ήταν πλέον δικά τους.
Οι κόποι τους σύντομα ανταμείφθηκαν με μια πολύ καλή σοδειά, αφού πάντα δούλευαν τη γη με προθυμία, υπομονή και αγάπη. Με τον καιρό ο φτωχός πρόσφερε δουλειά και σε συγχωριανούς του που είχαν ανάγκη και ήταν το καλύτερο αφεντικό! Έτσι η οικογένεια του φτωχού έγινε πολύ αγαπητή στο χωριό και τα γλέντια και οι χαρές στο σπίτι τους δεν έλειπαν ποτέ.
Σιγά σιγά τα αρχικά 1.000 γρόσια του πλούσιου μαζεύτηκαν και ο φτωχός τα επέστρεψε στον ευεργέτη του. Τον ευχαρίστησε για την ευκαιρία που του έδωσε να κάνει τη ζωή τη δική του και των άλλων καλύτερη και τον κάλεσε το βράδυ να πάρει μέρος στο γλέντι! Έτσι ο πλούσιος κατάλαβε ότι τα χρήματα είναι απλά ένα μέσο και ότι το θέμα είναι τι κάνει ο καθένας μ’ αυτό…
Φ. Άννη, Α3
Ποια είναι τα πραγματικά πλούτη
Αφού τα ζύγισε όλα στο μυαλό του, ο φτωχός πήρε τη μεγάλη απόφαση. Θα κρατούσε τα γρόσια του πλούσιου, όχι όμως για τον εαυτό του ή για την οικογένειά του, αλλά για το φτωχό χωριό του: θα έχτιζε ένα σχολείο, για να μη χρειάζεται να φεύγουν τα παιδιά από το χωριό για να μορφωθούν!
Έτσι λοιπόν ο ήρωάς μας μπορεί να μην πλούτισε σε γρόσια, αλλά πλούτισε η καρδιά του με την ευγνωμοσύνη και τη χαρά όλων των συγχωριανών του, αλλά και της οικογένειάς του, που ποτέ δεν ήταν πιο ευτυχισμένη!
Κ. Χρυσάνθη, Α1
Ένα μάθημα ζωής
Ο φτωχός, μετά από πολλή σκέψη, αποφάσισε να επενδύσει τα χρήματα αγοράζοντας ένα μεγάλο μαγαζί. Η επένδυση αυτή δεν άργησε να αποφέρει καρπούς και μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και πιο πλούσιος. Ωστόσο, έγινε και άπληστος… Το μόνο που τον ενδιέφερε πλέον ήταν τα χρήματά του, που προσπαθούσε συνεχώς να τα αυξήσει. Τα βράδια δεν είχε κέφι να παίξει τη λύρα του, γιατί ήταν συνήθως κουρασμένος. Μάλιστα, είχε καταντήσει να γίνει και τσιγκούνης, υπολογίζοντας ακόμη και το πιο μικρό έξοδο του σπιτιού, παρόλο που η οικογένειά του θα μπορούσε να έχει κάθε άνεση.
Οι μήνες περνούσαν… Τα γέλια και οι φωνές είχαν εξαφανιστεί από το σπίτι του πρώην φτωχού, ενώ το τραγούδι και ο χορός αποτελούσαν παρελθόν.
Ένα πρωί λοιπόν, μην αντέχοντας άλλο αυτή την κατάσταση, η γυναίκα του πήρε τα παιδιά και έφυγαν. Όταν ο πρώην φτωχός γύρισε στο σπίτι του και κατάλαβε τι είχε γίνει, σε μια στιγμή γκρεμίστηκε ο κόσμος του. Το σπίτι άδειο κι εκείνος ολομόναχος… Συνειδητοποίησε ότι τα χρήματα δεν άλλαξαν τη ζωή του προς το καλύτερο, αλλά του στέρησαν όμορφες οικογενειακές στιγμές και την καθημερινή χαρά για ζωή. Η πραγματική ευτυχία, την οποία θεωρούσε δεδομένη, μόλις είχε φύγει μέσα από τα χέρια του... Εκείνο το βράδυ έκλαψε πικρά και αποφάσισε να αλλάξει και πάλι τη ζωή του.
Ζήτησε από τη γυναίκα του να του δώσει μία ακόμη ευκαιρία και να γυρίσει πίσω μαζί με τα παιδιά. Μετανιωμένος, παραδέχτηκε το λάθος του και της υποσχέθηκε πως όλα θα γίνουν όπως πρώτα. Αυτή, που τον αγαπούσε πραγματικά, δέχτηκε. Το ίδιο βράδυ η οικογένεια ήταν πάλι μαζί. Αλλά εκεί που ο φτωχός κατάλαβε ότι η γυναίκα του τον είχε συγχωρήσει ήταν όταν του ζήτησε να πιάσει πάλι τη λύρα του και να παίξει ένα τραγούδι, για να θυμηθούν τα παλιά. Συγκινημένος, έπαιξε τον πιο ωραίο σκοπό, η γυναίκα του άρχισε να τραγουδάει και τα παιδιά του να χορεύουν, όπως πριν… Τότε ένιωσε πραγματικά πλούσιος! Είχε πάρει ένα πολύ σημαντικό μάθημα που θα τον συνόδευε από εκεί και πέρα σε όλη του τη ζωή.
Σ. Μαριάννα, Α2
Η χαρά της μουσικής
…Ο πλούσιος, περνά μια βραδιά, περνά άλλη, περνούν τρεις, ούτε λύρα πια άκουε ούτε γέλια, ούτε χορό των παιδιών. Άρχισε να προβληματίζεται και να αναρωτιέται αν έκανε καλά που έδωσε τα χίλια γρόσια στον φτωχό… Το βράδυ της τέταρτης μέρας όμως, να σου πάλι γέλια, τραγούδια και χαρές από το σπίτι του γείτονά του! Οι απορίες του πλούσιου για το τι συνέβη λύθηκαν το επόμενο πρωί. Ο φτωχός του χτύπησε την πόρτα και του είπε με πλατύ χαμόγελο:
- Φίλε μου, θέλω πάλι να σ’ ευχαριστήσω για τη μεγάλη προσφορά σου και να σου πω τι αποφάσισα να κάνω με τα γρόσια που μου έδωσες. Σκέφτομαι λοιπόν να ανοίξω ένα ωδείο, όπου θα διδάσκονται παραδοσιακά όργανα! Πώς σου φαίνεται η ιδέα μου;
Η ιδέα του φτωχού ενθουσίασε τον πλούσιο, που μάλιστα προθυμοποιήθηκε να εργαστεί για την πραγματοποίησή της. Την άλλη μέρα κιόλας φτωχός και πλούσιος άρχισαν δουλειά. Βρήκαν τον χώρο, τους κατάλληλους ανθρώπους, ακόμα και τα όργανα. Οι εργασίες τελείωσαν πολύ σύντομα και το ωδείο έγινε πανέμορφο. Δεν άργησε να αποκτήσει μεγάλη φήμη και όλο και περισσότεροι μαθητές πήγαιναν να μάθουν παραδοσιακή μουσική. Μάλιστα ο φτωχός έμαθε στον πλούσιο να παίζει λύρα, ακόμα και να τη διδάσκει! Οι δυο τους έγιναν πολύ καλοί φίλοι και πέρασαν μαζί μια ζωή αγγελική, γεμάτη μουσική, γλέντι και χαρά.
Τ. Θένια, Α3
Ο καφενές στον πλάτανο
Όταν η γυναίκα του φτωχού κατάλαβε γιατί βασανιζόταν ο άντρας της, άρχισε κι αυτή να αναρωτιέται τι θα έπρεπε να γίνει, ώστε και τα γρόσια να αξιοποιηθούν για να καλυτερεύσει η ζωή τους, αλλά και να μη χαθεί η ευτυχία από το σπίτι τους. Σκέφτηκε, σκέφτηκε, ώσπου της ήρθε η καλύτερη ιδέα:
- Άντρα μου, τα 1.000 γρόσια είναι αρκετά για να αγοράσουμε τον καφενέ του μπάρμπα σου, που βγαίνει στη σύνταξη. Εσύ θα παίζεις τη λύρα σου, εγώ θα φτιάχνω μεζεδάκια, ο κόσμος θα γλεντάει και θα περνάμε όλοι καλά!
Πράγματι, το άλλο πρωί ο φτωχός πήρε το πουγκί με τα γρόσια και κατηφόρισε στην πλατεία, στον πλάτανο. Σε λίγο δίνανε τα χέρια με τον μπάρμπα του που είχε το μαγαζί.
Αν ποτέ περάσετε από την πλατεία του χωριού, θα ακούσετε τις χαρές και τα γέλια των χωριανών και μπορείτε κι εσείς να καθίσετε στη σκιά του πλάτανου και να πιείτε το ουζάκι σας, ακούγοντας τη λύρα του φτωχού με τη συνοδεία νόστιμων μεζέδων. Είστε όλοι ευπρόσδεκτοι!
Λ. Ξένια, Α3
Όταν δεν ξεχνάς από πού ξεκίνησες…
Ο φτωχός κράτησε τα χρήματα που του έδωσε ο πλούσιος, προκειμένου να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για την οικογένειά του. Έτσι τα επένδυσε σε μια επιχείρηση: αγόρασε ένα απλό τσαγκαράδικο και το μετέτρεψε σε ένα υποδηματοποιείο διεθνούς φήμης. Σύντομα άνοιξε υποκαταστήματα σε όλη την Ελλάδα. Τα παπούτσια του έγιναν ανάρπαστα, τα φορούσαν πλέον διάσημα μοντέλα, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. Η οικογένεια του φτωχού μετακόμισε σε ένα μεγάλο σπίτι με αυλή και πολλά δωμάτια. Τα παιδιά του δεν στερούνταν πια τίποτα και είχαν τη δυνατότητα να σπουδάσουν.
Ωστόσο, παρά το ότι ο φτωχός είχε γίνει πλέον πλούσιος, δεν άλλαξε χαρακτήρα. Επέστρεψε τα 1.000 γρόσια στον πλούσιο και δεν ξέχασε ποτέ την ευεργεσία του, χάρη στην οποία ξεκίνησαν όλα. Έκανε πολλές φιλανθρωπίες, έκανε δωρεές σε ιδρύματα για παιδιά και βοηθούσε πάντα τους φτωχούς, αφού γνώριζε καλά πώς είναι να βρίσκεσαι σ’ αυτή την κατάσταση. Η χαρά και η αγάπη δεν έλειψαν ποτέ από το σπίτι τους. Χόρευαν και τραγουδούσαν κάθε μέρα. Έτσι πέρασε ευτυχισμένος το υπόλοιπο της ζωής του με την οικογένειά του, ζώντας με άνεση, αλλά και έχοντας γίνει αγαπητός σε όλο τον κόσμο!
Π. Κυριάκος, Α3
Το μυστικό της ευτυχίας
Ο φτωχός, βλέποντας ότι τα λεφτά δεν τον έκαναν ευτυχισμένο, αλλά του δημιουργούσαν μόνο στεναχώριες και σκοτούρες, αποφάσισε να επιστρέψει τα γρόσια στον πλούσιο. Πάει λοιπόν και του λέει:
- Ξέρεις, καλέ μου γείτονα, τρεις μέρες τώρα που το σκέφτομαι, κατάλαβα πως εγώ δεν τα χρειάζομαι τα γρόσια σου, γιατί έχω μάθει με την οικογένειά μου τόσα χρόνια να ζούμε ευτυχισμένα χωρίς αυτά. Σε μένα τα έδωσες και γι’ αυτό σου τα επιστρέφω. Ωστόσο, τι θα έλεγες να τα δώσουμε σε άλλες φτωχές οικογένειες που ίσως τα έχουν περισσότερη ανάγκη;
Ο πλούσιος έμεινε άφωνος ακούγοντας τα λόγια του φτωχού… Τον εκτίμησε για την εντιμότητα και τη γενναιοδωρία του και κατάλαβε ότι από αυτόν τον άνθρωπο μπορεί να μάθει πολλά. Έτσι λοιπόν έγινε φίλος με τον φτωχό και συχνά τα βράδια πήγαινε στο σπίτι του με διάφορα καλούδια, έτρωγε μαζί με την οικογένεια του φτωχού και μετά τραγουδούσαν και χόρευαν όλοι μαζί. Ο πλούσιος κατάλαβε τι σημαίνει ευτυχία και ότι αυτή τη βρίσκεις στις απλές χαρές της ζωής και όχι στα χρήματα.
Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!
Τ. Ιορδάνης, Α3
...Ή να γράψουν μια δική τους ιστορία με το ίδιο δίδαγμα.
Οι δυο φίλοι
Σε μια γειτονιά της Θεσσαλονίκης ζούσαν δύο παιδιά, ο Πέτρος και ο Γιάννης, που ήταν πολύ καλοί φίλοι. Είχαν γνωριστεί στο σχολείο, όπου ήταν συμμαθητές, και αμέσως έγιναν αχώριστοι, αν και η οικονομική κατάσταση των οικογενειών τους ήταν αρκετά διαφορετική. Οι γονείς του Πέτρου ήταν γιατροί, πολύ ευκατάστατοι, κι έτσι ζούσε σε ένα μεγάλο σπίτι με κάθε άνεση και πολυτέλεια. Ήταν μοναχοπαίδι και περνούσε πολλές ώρες μόνος του, αφού οι γονείς του εργάζονταν όλη μέρα. Ο Γιάννης πάλι ζούσε με την οικογένειά του σε ένα μικρό σπίτι κοντά στο σχολείο. Ο πατέρας του ήταν υπάλληλος, ενώ η μητέρα του δε δούλευε, αλλά έμενε στο σπίτι για να φροντίζει τα δύο μικρά του αδέρφια.
Μία μέρα στο σχολείο η δασκάλα τούς ανέθεσε μία εργασία, στην οποία θα έπρεπε να δουλέψουν σε δυάδες. Με το που το άκουσαν, οι δυο φίλοι συμφώνησαν αμέσως να την κάνουν μαζί. Επειδή όμως οι γονείς του Πέτρου θα ήταν στη δουλειά, όπως συνήθως, αποφάσισαν να δουλέψουν στο σπίτι του Γιάννη.
Μόλις τα δυο παιδιά μπήκαν στο σπίτι, η μητέρα του Γιάννη καλωσόρισε θερμά τον φίλο του γιου της και τους έβαλε να φάνε. Η μοσχοβολιά που έβγαινε από την κουζίνα έκανε τα σάλια του Πέτρου να τρέχουν. Έφαγε με μεγάλη όρεξη το μπριάμ που του σέρβιραν και του φάνηκε πεντανόστιμο, πολύ πιο νόστιμο από τις λιχουδιές που παράγγελνε να του φέρουν με delivery στο δικό του σπίτι. Λίγο αργότερα επέστρεψε και ο πατέρας του Γιάννη από τη δουλειά. Τα δύο παιδιά στρώθηκαν να κάνουν την εργασία τους. Ο πατέρας του Γιάννη τους ενθάρρυνε και, όταν του το ζητούσαν, τους βοηθούσε. Μόλις τελείωσαν την εργασία, πολύ ικανοποιημένοι, κάθισαν όλοι μαζί και έπαιξαν επιτραπέζια παιχνίδια. Ο Πέτρος πέρασε πολύ καλά με την οικογένεια του φίλου του, αλλά γύρισε στο άνετο σπίτι του προβληματισμένος…
Είχε καταλάβει ότι τα χρήματα και τα υλικά αγαθά δε φέρνουν την ευτυχία, ούτε μπορούν ποτέ να αναπληρώσουν τη θαλπωρή της οικογένειας.
Μ. Εύη, A3
Και μία διασκευή του παραμυθιού σε θεατρικό έργο!
ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ - Ο ΦΤΩΧΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΓΡΟΣΙΑ
Αφηγητής: Ήταν ένας άνθρωπος φτωχός που ζούσε με την οικογένειά του. Όλη τη μέρα δούλευε στα χωράφια μαζί με τη γυναίκα του και το βράδυ πια γυρνούσαν στο σπίτι τους και κάθονταν με τα παιδάκια τους να φάνε το φτωχικό τους φαγητό ήσυχα κι αγαπημένα. Μετά ο φτωχός, όσο κουρασμένος και να ήταν, έπαιζε τη λύρα του, η οικογένεια τραγουδούσε και χόρευε κι έτσι περνούσαν ζωή αγγελική!
Σκηνή 1η
(Ένα φτωχικό σπιτάκι. Η οικογένεια του φτωχού κάθεται στο τραπέζι.)
Φτωχός: Ήταν δύσκολη μέρα και σήμερα, αλλά… να είμαστε καλά να δουλεύουμε, γυναίκα! Έτσι φέρνουμε κάθε μέρα το ψωμάκι στο τραπέζι μας. Έχουμε όλοι την υγειά μας, τι άλλο θέλουμε;
Γυναίκα του φτωχού: Δίκιο έχεις, άντρα μου, αλλά… να είχαμε και λίγα γρόσια παραπάνω δε θα ήταν άσχημα! Σκέψου, δε θα χρειαζόταν να δουλεύουμε τόσο σκληρά…
Παιδί 1: …και θα είχαμε πολλά παιχνίδια και γλυκά!
Παιδί 2: …και θα πηγαίναμε ταξίδια σ’ όλο τον κόσμο! (Γελάνε όλοι.)
Φτωχός: Το μόνο σίγουρο είναι πως σε όνειρα είμαστε πλούσιοι! Άντε, φέρτε μου τη λύρα, να πιάσουμε το τραγούδι και τον χορό! Η φτώχεια θέλει καλοπέραση…
(Ένα από τα παιδιά φέρνει τη λύρα στον φτωχό, που αρχίζει να παίζει έναν χαρούμενο σκοπό.)
Αφηγητής: Δίπλα στο ταπεινό, αλλά ευτυχισμένο σπιτικό του φτωχού ζούσε ένας πλούσιος με τη γυναίκα του. Κάθε βράδυ άκουγε τις χαρές και τα γλέντια της οικογένειας του φτωχού και παραξενευόταν.
Σκηνή 2η
(Το σκηνικό αλλάζει. Σε ένα πολυτελές σαλόνι κάθονται ο πλούσιος με τη γυναίκα του και συζητούν.)
Πλούσιος: Πάλι οι γείτονες χαλούν τον κόσμο με τις φωνές και τα τραγούδια τους. Δεν μπορώ να καταλάβω, καλή μου, πώς γίνεται αυτοί να περνάνε καλύτερα από εμάς, που έχουμε τόσα λεφτά, που δεν κουραζόμαστε καθόλου και που δε μας λείπει τίποτα...
Γυναίκα του πλουσίου: Είναι πραγματικά παράξενο… Κι όμως, το σπίτι τους είναι ένα ερείπιο, ενώ η γυναίκα του γείτονα είναι τόσο κακοντυμένη!
Πλούσιος: Α! Μου ήρθε μια καλή ιδέα! Γιατί να μη δώσω στον φτωχό μας γείτονα ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, να, ας πούμε 1.000 γρόσια, να δούμε τι θα κάνει;
Γυναίκα του πλουσίου: Γιατί όχι; Έτσι κι αλλιώς, εμάς τα λεφτά μάς περισσεύουν…
Σκηνή 3η
(Στο σπίτι του φτωχού. Ο πλούσιος χτυπάει την πόρτα και ο φτωχός του ανοίγει.)
Πλούσιος: Καλημέρα, γείτονα! Μπορώ να σε απασχολήσω για ένα λεπτό;
Φτωχός: Καλημέρα… Πώς έτσι πρωινός; Τι συμβαίνει;
Πλούσιος: Ξέρω πως δεν είχαμε ποτέ ιδιαίτερες σχέσεις, αλλά σε βλέπω κάθε μέρα που πας και έρχεσαι στη δουλειά και κουράζεσαι πολύ για να ζήσεις την οικογένειά σου. Ξέρω ότι είσαι τίμιος άνθρωπος, κι έτσι αποφάσισα να σου δώσω 1.000 γρόσια, να τα αξιοποιήσεις όπως νομίζεις. Αν πλουτίσεις, μου τα δίνεις πίσω, αλλιώς, χάρισμά σου!
Φτωχός: Μήπως ονειρεύομαι; Δεν έχω λόγια… Χίλια ευχαριστώ!
(Ο πλούσιος φεύγει. Μπαίνει η γυναίκα του φτωχού βιαστική.)
Γυναίκα του φτωχού: Άντε, άντρα μου, ώρα να ξεκινήσουμε. Είναι και μακριά τα χωράφια…
Φτωχός: Δεν έρχομαι. Δεν έχω όρεξη να πάω στη δουλειά...
Γυναίκα του φτωχού: Γιατί, μήπως είσαι άρρωστος;
Φτωχός: Ωχ, δεν έχω κι εγώ το δικαίωμα μια φορά να μη δουλέψω; Θα μείνω στο σπίτι!
Γυναίκα του φτωχού: Καλά, καλά, θα πάω μόνη μου σήμερα. Κάτσε εσύ να ξεκουραστείς. Το βλέπω πως δεν είσαι στα καλά σου…
(Ο φτωχός σωριάζεται σε μια καρέκλα.)
Αφηγητής: Ο φτωχός όλη μέρα δε σήκωσε κεφάλι από τη συλλογή τι να κάνει με τα γρόσια. Τα έφερνε από εδώ, τα έφερνε από κει…
Φτωχός: (Μονολογεί) Μήπως να ανοίξω πραματευτάδικο; Ή να βάλω τα λεφτά στον τόκο; Δε θα ήταν καλύτερο να πάρω αμπελοχώραφα; Μπα, όχι, όχι…
(Στο μεταξύ η γυναίκα του φτωχού έχει επιστρέψει και στρώνει το τραπέζι.)
Γυναίκα του φτωχού: Ελάτε όλοι για φαγητό!
(Τα παιδιά τρέχουν και κάθονται στο τραπέζι.)
Φτωχός: Εγώ δε θα φάω, δεν πεινάω…
Γυναίκα του φτωχού: Είσαι καλά;
Φτωχός: Μια χαρά είμαι, απλά δεν έχω όρεξη.
Γυναίκα του φτωχού: Πώς κι έτσι, καλέ μου; (Αστειεύεται) Μήπως έπεσαν έξω οι επιχειρήσεις σου;
Φτωχός: Γυναίκα, άσε με ήσυχο! Δεν κάνω κέφι για αστεία…
Γυναίκα του φτωχού: Μα δε μιλιέσαι πια σήμερα! Κάτι σου συμβαίνει, είμαι σίγουρη…
Παιδιά: Μπαμπά, δε θα μας παίξεις λύρα;
Φτωχός: Όχι! Δε βλέπετε ότι έχω άλλα στο κεφάλι μου; Με ζαλίσατε… Εμπρός για ύπνο και μην ακούσω κιχ!
(Τα παιδιά αποχωρούν απογοητευμένα.)
Αφηγητής: Για τρεις μέρες ο πλούσιος δεν άκουγε πια χαρές και γέλια από το σπίτι του φτωχού. Αλλά την τέταρτη μέρα το πρωί…
Σκηνή 5η
(Στο σπίτι του πλούσιου. Ο φτωχός χτυπάει την πόρτα και ο πλούσιος του ανοίγει. Φοράει πιτζάμες.)
Φτωχός: Καλέ μου γείτονα, και συγνώμη που σ’ ενοχλώ τόσο πρωί. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ για τα γρόσια αλλά… να, πάρε τα πίσω, μόνο σκοτούρες και έγνοιες μου έφεραν. Τρεις μέρες τώρα έχω βάλει μπελά στο κεφάλι μου, μαλώνω τα παιδιά και τη γυναίκα μου, έχω χάσει τον εαυτό μου… Κατάλαβα πως τα χρήματα δε φέρνουν την ευτυχία και καλά θα κάνεις να το καταλάβεις κι εσύ. Καλή σου μέρα!
Πλούσιος: Πώς;! Μα, δεν είναι δυνατόν!
Αφηγητής: Ο πλούσιος έχασε τα λόγια του. Καθόταν σαστισμένος και κοιτούσε τον φτωχό με το στόμα ανοιχτό.
Ο φτωχός από την άλλη γύρισε στο σπίτι του ανακουφισμένος. Οι σκοτούρες του χάθηκαν με μιας, αγκάλιασε και φίλησε τη γυναίκα και τα παιδάκια του και το φτωχικό του σπίτι γέμισε ξανά με αγάπη, τραγούδι και χορό!
Σ. Ειρήνη, Α2
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.