Στο πλαίσιο της διδασκαλίας του διηγήματος του Άντον Τσέχωφ "Ο Βάνκας" οι μαθητές και οι μαθήτριες της Α΄ Γυμνασίου παρουσίασαν τη δική τους πρόταση για το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο του διηγήματος...
Εξώφυλλο
Τ. Φωτεινή, Α4
Οπισθόφυλλο
Ο Βάνκας είναι ένα παιδί εννέα ετών, που αναγκάζεται σε μια τόσο τρυφερή ηλικία να αποχωριστεί τον μόνο δικό του άνθρωπο που του απέμεινε, τον παππού του, για να εργαστεί στη Μόσχα. Η ζωή του ως μαθητευόμενος τσαγκάρης είναι άθλια… Γράφει λοιπόν στον παππού του για να του πει τα βάσανά του και να τον παρακαλέσει να τον πάρει από εκεί.
Αλλά το γράμμα του Βάνκα θα φτάσει άραγε στον παππού; Θα καταφέρει τελικά ο ήρωάς μας να γυρίσει πίσω στο χωριό, εκεί όπου ήταν ευτυχισμένος, ή θα μείνει εγκλωβισμένος στη μοίρα του;
Μ. Φαίδρα, Α2
Στο χωριό όλα ήταν όμορφα. Ο Βάνκας ζούσε ευτυχισμένος, κοντά σε ανθρώπους που τον αγαπούσαν. Όμως τώρα, στη Μόσχα, όλα είναι διαφορετικά…
Τα Χριστούγεννα, ενώ τα άλλα παιδιά είναι με την οικογένειά τους, ο Βάνκας, μόνος του στο τσαγκαράδικο, κάνει μια απελπισμένη έκκληση για βοήθεια. Γράφει στον παππού του: με παιδική αφέλεια του παρουσιάζει τα βάσανά του, τον δύσκολο δρόμο που ακολουθεί αναγκαστικά, την παιδική βιοπάλη.
«Αγαπημένε μου παππού, έλα.».
Ο Άντον Τσέχωφ σε ένα διήγημα συγκινητικό με μήνυμα διαχρονικό.
Χ. Αριάδνη, Α4
Ο Βάνκας Ζούκοφ, ένα ορφανό εννιάχρονο αγόρι, δουλεύει σ’ ένα τσαγκαράδικο της Μόσχας. Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων αποφασίζει να γράψει ένα γράμμα στον παππού του, που ζει στο χωριό. Καθώς το αγόρι γράφει το γράμμα, φέρνει στο μυαλό του τη μορφή του παππού και θυμάται τα ευτυχισμένα Χριστούγεννα που περνούσε όσο ζούσε η μητέρα του, απολαμβάνοντας την αγάπη και τη στοργή όλων. Στο γράμμα του ο Βάνκας περιγράφει με μελανά χρώματα τη σκληρή και δυστυχισμένη ζωή του στο τσαγκαράδικο.
Ταχυδρομεί το γράμμα… Αλλά θα φτάσει ποτέ στον παππού του;
Χ. Φωτεινή, Α4
Άλλοι/ες πάλι προτίμησαν να δώσουν ένα άλλο τέλος στο διήγημα, επεκτείνοντας την ιστορία του Βάνκα.
Ο Βάνκας κοιμήθηκε και ονειρεύτηκε τη συνάντησή του με τον παππού. Για πρώτη φορά μετά από καιρό, ο ύπνος του ήταν ήρεμος και γαλήνιος. Η ελπίδα ότι ο παππούς του θα έρθει να τον πάρει και ότι τα βάσανά του θα τελειώσουν σύντομα του έφερε όμορφα όνειρα…
Το άλλο πρωί, αισιόδοξος, ξεκίνησε τη δουλειά. Το αφεντικό του είχε νεύρα και συνεχώς τον μάλωνε και του φώναζε. Εκείνος όμως δεν τον άκουγε. Το μυαλό του ήταν στον αγαπημένο του παππού. Η πίστη του ότι σύντομα θα είναι μαζί τού έδινε δύναμη και κουράγιο.
Αλλά οι μέρες περνούσαν και ο παππούς δεν εμφανιζόταν. Ο Βάνκας άρχισε να ανησυχεί… Μήπως ο παππούς δεν τον αγαπούσε πια; Μήπως έγραψε κάτι στο γράμμα του και τον στεναχώρησε; Χιλιάδες τέτοιες σκέψεις περνούσαν από το μυαλουδάκι του. Δεν άντεχε όμως άλλο ούτε τις φωνές, ούτε το ξύλο. Ένα βράδυ, όταν κοιμήθηκαν όλοι, έκλεψε ένα ζευγάρι παπούτσια και ένα καρβέλι ψωμί και το έσκασε κρυφά. Αποφασισμένος για όλα, ξεκίνησε το μακρινό του ταξίδι μέσα στα χιόνια.
Άφησε πίσω του τη Μόσχα, όπου είχε περάσει τόσα βάσανα. Περπατούσε δυο μερόνυχτα στο δάσος και ακόμα να δει φώτα σπιτιών. Το ψωμί είχε τελειώσει και η κοιλιά του γουργούριζε από την πείνα. Τα πόδια του είχαν παγώσει, όπως και όλο το κορμί του. Ήταν εξαντλημένος, αλλά δεν το έβαζε κάτω. Όσο μπορούσε ακόμα θα συνέχιζε… Είδε στην άκρη του δρόμου ένα εκκλησάκι. Αποφάσισε ότι εκεί θα περνούσε το βράδυ του. Πεινασμένος, αλλά προστατευμένος από το κρύο, έγειρε το κεφαλάκι του σε ένα στασίδι και αποκοιμήθηκε…
Βυθισμένος στον ύπνο, ένιωσε μια ζεστασιά να τον τυλίγει. Προσπάθησε να κινηθεί, αλλά δεν τα κατάφερε. Στα αυτιά του ακούστηκε μια γλυκιά φωνή: «Βάνκα μου, είσαι καλά; Ξύπνα, σε παρακαλώ!». Κάτι του θύμιζε αυτή η φωνή... Μήπως ονειρευόταν; «Καλέ μου Βάνκα! Η Όλγα Ιγκνάτιεβνα είμαι…». Κατάφερε με δυσκολία να ανοίξει τα μάτια του και αντίκρισε το πιο όμορφο και τρυφερό χαμόγελο. Δεν ήταν όνειρο! Ήταν πράγματι η δεσποινίς, τον είχε σκεπάσει με τη ζεστή γούνα της! Ευτυχισμένος ξαναέκλεισε τα μάτια του, χωρίς να μιλήσει. Δεν είχε άλλωστε πια τη δύναμη ούτε μια λέξη να πει… «Αμαξά, έλα να με βοηθήσεις!». Αισθάνθηκε να τον σηκώνουν και να τον μεταφέρουν, και μετά… τίποτα.
Μια άλλη γνώριμη φωνή τον ξύπνησε. «Τρελόπαιδο, τι έκανες; Θα μπορούσες να έχεις πεθάνει από το κρύο!». Ο παππούς τον μάλωνε. Ήταν θυμωμένος, αλλά τον Βάνκα δεν τον ένοιαζε. Το μόνο που αισθανόταν ήταν απέραντη ανακούφιση... Πίσω από τις φωνές του παππού ένιωθε την αγάπη του γι’ αυτόν. Όταν του εξηγούσε, όταν του έλεγε τα βάσανα που πέρασε στη Μόσχα, ήταν σίγουρος ότι ο αγαπημένος του παππούς θα τον καταλάβει και θα τον κρατήσει κοντά του…
Μ. Ελευθερία, Α4
…Tην επόμενη κιόλας μέρα, το γράμμα του Βάνκα έπεσε στα χέρια ενός ταχυδρόμου, ο οποίος, με το που το είδε, παρατήρησε πως δεν υπήρχε στην ουσία διεύθυνση. Αρχικά σκέφτηκε πως πρόκειται για κάποια φάρσα, μέχρι τη στιγμή που κοίταξε καλύτερα το όνομα του παραλήπτη. «Κωνσταντής Μακάριτς; Μα τον ξέρω!», θυμήθηκε. Αυτό ήταν το όνομα ενός παλιού του φίλου, με τον οποίο είχαν από χρόνια χαθεί!
«Ίσως πρόκειται για κάτι σημαντικό. Κι αυτό το γράμμα δε θα φτάσει ποτέ στα χέρια του Κωνσταντή…». Ο ταχυδρόμος άνοιξε το γράμμα και το διάβασε. Τα βάσανα του μικρού Βάνκα, προφανώς εγγονού του Κωνσταντή Μακάριτς, τον συγκίνησαν. Αποφάσισε λοιπόν να βρει τον φίλο του και να του παραδώσει το γράμμα.
Όταν ο ταχυδρόμος ανακάλυψε σε ποιο χωριό ζούσε ο Κωνσταντής Μακάριτς, πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε να τον συναντήσει. Τον βρήκε να ταΐζει την Καστάνκα και τον Χέλη στην αυλή του αφεντικού του. Οι δύο φίλοι είχαν πολλά χρόνια να ανταμώσουν… Αγκαλιάστηκαν σφιχτά και ο ταχυδρόμος έδωσε στον φίλο του το γράμμα. Ο παππούς του Βάνκα δεν μπορούσε να πιστέψει αυτά που διάβαζε. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως ο αγαπημένος του εγγονός, που τον είχε στείλει στη Μόσχα για να μάθει μια τέχνη και να έχει ένα καλύτερο μέλλον, ζούσε κάτω από τέτοιες άθλιες συνθήκες… Η ψυχή του γέμισε θυμό και αγανάκτηση γι’ αυτούς που κακομεταχειρίζονταν έτσι ένα μικρό και αθώο παιδί.
Δίχως δεύτερη σκέψη, ο παππούς ξεκίνησε για τη Μόσχα μαζί με τον ταχυδρόμο, για να σώσει το εγγονάκι του από τα χέρια του Αλιάχιν. Φτάνοντας στο τσαγκαράδικο, βρέθηκε αντιμέτωπος με μια τρομερή σκηνή: το αφεντικό του Βάνκα τον είχε πιάσει και τον χτυπούσε με το καλαπόδι... Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του Κωνσταντή Μακάριτς. Όρμησε οργισμένος στον Αλιάχιν, τον έριξε κάτω και ελευθέρωσε τον εγγονό του. Τον αγκάλιασε και τον πήρε μαζί του, μακριά από τη Μόσχα και τους ανθρώπους που τον βασάνιζαν…
Έτσι, ο Βάνκας έζησε ευτυχισμένος κοντά στον παππού, στο χωριό, περιτριγυρισμένος από ανθρώπους που αγαπούσε και τον αγαπούσαν πραγματικά. Το όνειρο του Βάνκα πραγματοποιήθηκε. Καμιά φορά γίνονται και θαύματα…
Κ. Ύρια, Α2
Ξημέρωσε και ο Βάνκας πετάχτηκε από τη γωνίτσα του ανάλαφρος, για πρώτη φορά από τότε που ήρθε στη Μόσχα. Ήταν σίγουρος πως ο παππούς του θα ερχόταν να τον πάρει. Δε θα τον άφηνε να υποφέρει…
Οι μέρες όμως περνούσαν, και ο παππούς δε φαινόταν. Ο Βάνκας κάθε μέρα ξυπνούσε με λαχτάρα. Άρχισε να είναι αφηρημένος στη δουλειά. Το αφεντικό του, για να τον τιμωρήσει, του έκοψε το βραδινό ξεροκόμματο…
Ευτυχώς, μια μέρα κάποιος χτύπησε την εξώπορτα. Όταν ο Αλιάχιν άνοιξε, αντίκρισε τη νεαρή Όλγα Ιγκνάτιεβνα! Είχε έρθει για να πάρει τον Βάνκα στο χωριό. Ο παππούς του ήταν άρρωστος και ήθελε κοντά του τον μονάκριβο εγγονό του. Ο Αλιάχιν δυσαρεστήθηκε, αλλά δεν μπορούσε να αρνηθεί.
Η Όλγα έβγαλε από την τσάντα της ένα ζευγάρι παπούτσια και τα έδωσε στον Βάνκα. Εκείνος τα φόρεσε, έριξε στους ώμους του την ξεσχισμένη γουνίτσα του και έπιασε το χέρι της Όλγας. Αυτή έσκυψε και του είπε γλυκά στο αυτί: «Πάμε στο σπίτι μας…».
Μ. Μαρία, Α2
Και μία αφίσα, εμπνευσμένη από την ιστορία του Βάνκα και το δράμα της παιδικής εργασίας...
Μ. Μύρων, Α4
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.