Τρίτη 7 Ιουλίου 2020

Στη μηχανή του χρόνου - Γαλλική επανάσταση

Στο μάθημα της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας η μηχανή του χρόνου ταξιδεύει τους μαθητές και τις μαθήτριες της Γ΄ Γυμνασίου στα χρόνια της γαλλικής επανάστασης. Αναλαμβάνοντας ρόλο πρωταγωνιστή ή αφανούς ήρωα, γράφουν σελίδες ημερολογίου ή αφηγήσεις - "μαρτυρίες" για σημαντικά γεγονότα της πολυτάραχης εκείνης ιστορικής περιόδου...

Από το ημερολόγιο ενός Γάλλου εργάτη 
Αγαπημένο μου ημερολόγιο, 
   Άλλη μια δύσκολη και κουραστική μέρα τελείωσε… Τι άλλο μπορεί να είναι μετά από δώδεκα ώρες δουλειά και άλλη μία ποδαρόδρομο μέσα στις λάσπες για την επιστροφή στο σπίτι; Νιώθω διαλυμένος, σωματικά και ψυχικά… 
   Σήμερα απολύθηκαν δύο εργάτες, δύο νέα παιδιά, εργατικά, πεινασμένα, κουρασμένα, φτωχά και ανήσυχα. Όπως είμαστε όλοι εμείς, που, ενώ υπακούμε σε προσταγές και σκοτωνόμαστε στη δουλειά, δεν έχουμε τίποτα, πεινάμε, αρρωσταίνουμε. Δεν μπορούμε ούτε καν να μιλήσουμε, να ζητήσουμε μια πιο ανθρώπινη ζωή για μας και τα παιδιά μας… 
   Κι αυτό γιατί; Γιατί το αφεντικό έμαθε, λέει, πως μας μοίραζαν επαναστατικά φυλλάδια. Μα ποιος άτιμος του το πρόλαβε; Κοιταζόμασταν μεταξύ μας, ψάχναμε την ενοχή στα μάτια του σπιούνου, αλλά κανείς από μας δε βρήκε το κουράγιο να διαμαρτυρηθεί ανοιχτά και να υπερασπιστεί τους συντρόφους μας. 
   Ωστόσο, αυτοί οι δύο τόλμησαν να κάνουν κάτι για να εκφραστούν αυτά που όλοι σκεφτόμαστε. Αλήθεια, ζεσταίνεται η καρδιά μου όταν βλέπω γραμμένες τις λέξεις δικαιοσύνη, ισότητα, δημοκρατία, δικαιώματα, επανάσταση… Τις νιώθω, κι ας μην τις καταλαβαίνω απόλυτα. Βλέπεις, μόλις που έμαθα να διαβάζω και να γράφω. Πόσο θα ήθελα να μου είχε δοθεί η ευκαιρία να μορφωθώ, να περπατώ με το κεφάλι ψηλά, να μη φοβάμαι, να ονειρεύομαι… 
   Και μου αρέσει να ελπίζω πως θα έρθει μία μέρα που η ζωή μας θα αλλάξει. Πώς; Σίγουρα όχι εύκολα, όχι χωρίς να χυθεί αίμα. Τρέμω που το λέω και το γράφω, τρέμω τη φυλακή και τα χτυπήματα, μα πιο πολύ φοβάμαι μια ζωή σαν κι αυτή που ζω. Σαν κι εμένα σκέφτονται πολλοί, το ξέρω. Πλησιάζει η στιγμή που η φωνή μας θα ακουστεί. Και αν τώρα μετανιώνω που σήμερα δε σταθήκαμε δίπλα στους συντρόφους μας, κάτι μου λέει πως είναι κοντά η μέρα που θα σταθούμε όρθιοι και ό,τι θέλει ας γίνει... 
   Θυμώνω και αγωνιώ και λαχταρώ, κι έχω μόνο τέσσερις ώρες για να ξεκουράσω το πονεμένο μου κορμί... Στο διπλανό δωμάτιο η Μαρί, κατάκοπη κι αυτή η καημένη, νανουρίζει το μωρό. Τα άλλα τρία κοιμούνται αγκαλιά για να ζεσταθούν. Γι’ αυτά ονειρεύομαι μια καλύτερη ζωή, γι’ αυτά πρέπει να βρω το θάρρος... 
Π. Γιάννης, Γ2

Α. Δημήτρης, Γ1

Αγαπητό μου ημερολόγιο, 
   Μόλις επέστρεψα από τη δουλειά. Η φαμίλια με περιμένει να φάμε από ένα κομμάτι ψωμί και λίγο χυλό που έκανε η γυναίκα μου, η Μαρί. Προσπαθούμε να ξεγελάσουμε την πείνα μας. Ολημερίς παλεύουμε και κουραζόμαστε εγώ και η γυναίκα μου, και με το ζόρι συντηρούμε την οικογένειά μας. Έχουμε τέσσερα παιδιά να μεγαλώσουμε… Πάλι καλά που πλησιάζει η άνοιξη. Τον χειμώνα δεν μπορούσαμε να ζεσταθούμε, γιατί δεν είχαμε χρήματα να αγοράσουμε ξύλα. Μα σε τι έχουν φταίξει τα αθώα μου παιδιά για να ζουν έτσι; Και τι να κάνεις; Πώς να διαμαρτυρηθείς; Η Βαστίλη είναι εκεί, να σου θυμίζει τη θέση στην οποία σε έριξε η μοίρα… 
   Ωστόσο, τολμώ να πω ότι σήμερα μια αχτίδα ελπίδας κατάφερε να περάσει στην ψυχή μου! Γυρνώντας από τη δουλειά, με σκυμμένο το κεφάλι, είδα κάτι φυλλάδια στον δρόμο. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, έσκυψα και πήρα ένα από δαύτα. Και τι να δω; Μιλούσε για ελευθερία και για ισότητα! Ακόμη, έγραφε πως όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι, μόνο και μόνο επειδή είναι άνθρωποι, έχουν από τη φύση δικαιώματα, τα οποία μάλιστα καμία εξουσία δεν μπορεί να τα καταργήσει! Ένιωσα το χαρτί να μου καίει τα χέρια και πήγα να το πετάξω, αλλά κάτι με συγκράτησε. Το τσαλάκωσα και το έβαλα στην τσέπη μου. 
   Τώρα, βλέποντας σε τι συνθήκες ζούμε με την οικογένειά μου, δεν ξέρω αν είναι η απόγνωση ή η ανάγκη για ελπίδα που με κάνουν, όσο το σκέφτομαι, να συμμερίζομαι περισσότερο αυτές τις «επικίνδυνες» ιδέες. Η ζωή είναι σκληρή, αλλά βέβαια όχι για όλους. Μόνο εμείς, η τρίτη τάξη, υποφέρουμε. Οι βασιλείς και οι ευγενείς ανάγκη δεν έχουν. Τρώνε, πίνουν, διασκεδάζουν, δίχως να τους ενδιαφέρουν τα χρήματα που σπαταλούν! Ενώ εμείς, που δουλεύουμε όλη μέρα σαν τα σκυλιά, ούτε χρήματα για ψωμί δεν έχουμε καλά καλά… 
   Ναι, ελπίζω η φλόγα αυτών των ιδεών να γίνει η πυρκαγιά που θα κάψει αυτόν τον κόσμο της αδικίας, για να έχουν ένα καλύτερο μέλλον τα παιδιά μου! 
Ν. Μαρία, Γ2

Ρ. Μαρία, Γ3

Ήμουν κι εγώ εκεί… στη συνέλευση των τριών τάξεων και στον όρκο του σφαιριστηρίου 
5 Μαΐου 1789 
Μετά από πολλά χρόνια, ο βασιλιάς αποφάσισε να συγκαλέσει τη γενική συνέλευση των τάξεων στο ανάκτορο των Βερσαλιών. Ως αντιπρόσωπος της τρίτης τάξης ευελπιστούσα σε μεταρρυθμίσεις. Δεν είναι δυνατόν να συνεχίσει η τάξη μας να πληρώνει, αυτή και μόνο, το σύνολο των φόρων και να σηκώνει όλα τα βάρη του κράτους, ενώ οι ευγενείς και οι κληρικοί απαλλάσσονται από τον βασιλιά… Ο Λουδοβίκος όμως σύντομα διέψευσε κάθε μας ελπίδα. Μάλιστα, ζήτησε να επιβληθούν νέοι φόροι, τους οποίους φυσικά θα φορτώνονταν και πάλι αποκλειστικά τα μέλη της τρίτης τάξης! Αλλά βέβαια, πώς αλλιώς θα πληρωθούν οι πολυτέλειες και οι σπατάλες της αυλής των Βερσαλιών; Και καλά οι αστοί, αλλά οι αγρότες τι θα απογίνουν; Πού θα βρουν τα χρήματα για να πληρώσουν και τους καινούριους φόρους του βασιλιά; Ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς, οι περισσότερες καλλιέργειες έχουν καταστραφεί. Η τιμή του ψωμιού έχει φτάσει στα ύψη… Ο λαός πεινάει! Με πνίγει η αγανάκτηση. Ο βασιλιάς δεν έχει καμία επαφή με την πραγματικότητα… 

20 Ιουνίου 1789 
Ο Λουδοβίκος, έχοντας εξασφαλισμένες τις ψήφους του κλήρου και των ευγενών, πίστευε ότι θα περάσει το δικό του, όπως πάντα. Ήταν πολύ γελασμένος… Αυτή τη φορά εμείς, οι αντιπρόσωποι της τρίτης τάξης, ήμασταν αποφασισμένοι να αντιδράσουμε. Αυτοανακηρυχθήκαμε Εθνική συνέλευση. Εμείς άλλωστε δεν εκπροσωπούμε το 98% των Γάλλων; Ζητήσαμε λοιπόν το αυτονόητο: να μη γίνεται η ψηφοφορία κατά τάξη, αλλά να ψηφίζει ο κάθε αντιπρόσωπος χωριστά. Και τι έκανε ο βασιλιάς μας; Όχι μόνο αρνήθηκε να μας αναγνωρίσει, αλλά και διέταξε να κλείσει η αίθουσα όπου συνεδρίαζαν οι τάξεις! Η οργή μας φούντωσε, το δίκιο μας μας έπνιγε… Δεν υπήρχε περίπτωση να διαλυθούμε έτσι, σαν να μη συμβαίνει τίποτα! Συγκεντρωθήκαμε όλοι στην αίθουσα του σφαιριστηρίου. Μέσα σε ατμόσφαιρα συγκίνησης και ενθουσιασμού υψώσαμε τα χέρια και ορκιστήκαμε ότι δεν πρόκειται να σταματήσουμε, αν η χώρα μας δεν αποκτήσει Σύνταγμα. Καιρός πια να τελειώνουμε με το παλαιό καθεστώς… Ή αυτοί ή εμείς!

Μ. Δανάη, Γ2 

Από το ημερολόγιο του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ 
14 Ιουλίου 1789, 12:30 
Ημερολόγιό μου, 
   Τίποτα! Το κυνήγι μου σήμερα ήταν σκέτη αποτυχία. Ούτε ένα θήραμα δεν κατάφερα να σκοτώσω. Τουλάχιστον, σκότωσα την ώρα μου… 

14 Ιουλίου 1789, 16:30 
   Δεν μπορώ να το πιστέψω! Μόλις έμαθα για την κατάληψη της Βαστίλης από τον λαό του Παρισιού… Ο δούκας Λα Ροσφουκώ, που μου μετέφερε τα τρομερά νέα, ήταν πολύ ταραγμένος. «Μα αυτό είναι εξέγερση!», είπα, πιο πολύ ξαφνιασμένος παρά τρομαγμένος. «Όχι, Μεγαλειότατε, είναι επανάσταση!», μου απάντησε με φωνή που έτρεμε… Τον Ντε Λονέ, τον διοικητή της Βαστίλης, τον σκότωσε το εξαγριωμένο πλήθος. Όλο το μπαρούτι που ήταν φυλαγμένο στο φρούριο έπεσε στα χέρια αυτών των βαρβάρων! 
   Μα είναι ποτέ δυνατόν; Καλά λένε πως όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος! Τι πρέπει να κάνω τώρα; Φοβάμαι πως η άλωση της Βαστίλης είναι μόνο η αρχή… 

21 Ιανουαρίου 1793 
Αγαπητό μου ημερολόγιο, 
   Αυτή είναι η τελευταία φορά που σου γράφω. Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, κρίθηκα ένοχος εσχάτης προδοσίας και καταδικάστηκα σε θάνατο. Αυτή η απόπειρα να αποδράσουμε από τη Γαλλία με τη βασιλική οικογένεια που, αν είχε πετύχει, θα έσωζε τη ζωή μας, έκρινε τελικά την τύχη μας. Φοβάμαι τι θα απογίνουν η γυναίκα μου και τα παιδιά μου μετά τον χαμό μου… Δεν άντεξα σήμερα ούτε να τους αποχαιρετήσω. Ας τους προστατέψει ο Θεός!
   Ακούω τα βήματα των στρατιωτών να πλησιάζουν… Θα με οδηγήσουν στη γκιλοτίνα, εκεί όπου έχασαν ήδη τη ζωή τους τόσοι άνθρωποι, εκεί όπου θα τη χάσω κι εγώ σε λίγο. Έζησα 38 χρόνια ανέμελα στο χρυσό κλουβί των Βερσαλιών, χωρίς να ενδιαφέρομαι για τον λαό μου. Ήρθε η ώρα να το πληρώσω… Προσεύχομαι να βρω το κουράγιο και το θάρρος να πεθάνω τουλάχιστον σαν βασιλιάς.


Είναι στην πόρτα! Το τέλος μου έφτασε…
Π. Ελένη, Γ3

Η γκιλοτίνα
Κ. Φίλιππος, Γ1

Μ. Γιώργος, Γ2

Από το ημερολόγιο της Μαρίας Αντουανέτας
19 Ιουνίου 1788
Ημερολόγιό μου,
   Η ζωή στις Βερσαλίες είναι υπέροχη! Σήμερα άργησα να σηκωθώ από το κρεβάτι… Το βράδυ πάλι ξενυχτίσαμε διασκεδάζοντας. Το τραπέζι στη μεγάλη αίθουσα του ανακτόρου ήταν σωστή απόλαυση, με τα πιο σπάνια εδέσματα και τα πιο εκλεκτά κρασιά. Αλήθεια, η μια γιορτή μας ξεπερνά σε χλιδή και πολυτέλεια την άλλη! Πώς να μη με λατρεύει η αυλή; Όλοι θαυμάζουν την ομορφιά μου, τις τουαλέτες μου, τα κοσμήματά μου… Χτες φορούσα ένα περίφημο ζευγάρι διαμαντένια σκουλαρίκια. Κόστισαν βέβαια κάτι παραπάνω, αλλά τι πειράζει; Εγώ έλαμπα! Ένιωθα ότι είμαι το επίκεντρο των Βερσαλιών, της Γαλλίας, του κόσμου όλου! Κι αν τα κρατικά ταμεία είναι άδεια, η λύση είναι γνωστή και δοκιμασμένη. Περισσότεροι φόροι! Τι με νοιάζει, σάμπως εγώ θα τους πληρώσω; Ακούω ότι ο λαός της Γαλλίας διαμαρτύρεται. Λένε πως είμαι σπάταλη… Δε βαριέσαι, ποτέ τους δε με χώνεψαν. Πάντα θα είμαι γι’ αυτούς η ξένη, η Αυστριακή… Κι αν δεν έχουν να φάνε ψωμί, ας φάνε παντεσπάνι!

Μ. Αναστασία, Γ2

5 Οκτωβρίου 1789
Αγαπημένο μου ημερολόγιο, 
   Είμαστε πια στο ανάκτορο του Κεραμεικού. Το χέρι μου τρέμει… Ακόμα δεν μπορώ να συνέλθω από όσα έζησα σήμερα. Από το πρωί με ξύπνησαν οι τρομερές φωνές. Χιλιάδες κόσμου είχαν μαζευτεί έξω από το παλάτι μας. Κρατούσαν λόγχες, δρεπάνια, μαχαίρια, ό,τι μπορείς να φανταστείς… Τύμπανα χτυπούσαν, γυναικείες φωνές κραύγαζαν «Ψωμί! Ψωμί!». Μέχρι και κανόνια είχαν σύρει από το Παρίσι, τόσα χιλιόμετρα δρόμος με τα πόδια! Να λοιπόν που η επανάσταση που ξέραμε ότι ξέσπασε στο Παρίσι είχε πια φτάσει κυριολεκτικά στην πόρτα μας…


   Μα τι ήθελαν όλοι αυτοί; Ζητούσαν να μετακομίσουμε στην πόλη! Φυσικά ο Λουδοβίκος δεν μπορούσε να δεχτεί ένα τόσο παράλογο αίτημα… Και τότε έγινε κάτι που κανείς δεν το περίμενε. Μανιασμένες γυναίκες όρμησαν μέσα στα ανάκτορα, σαν πεινασμένες λέαινες που κυνηγούσαν το θήραμά τους! Σκότωσαν τους φρουρούς και, σαν τρελές, άρχισαν να με αναζητούν. Ένιωθα το πάτωμα να δονείται από άγρια ποδοβολητά. Μόλις που πρόλαβα να καταφύγω έντρομη στα διαμερίσματα του άντρα μου… Τις άκουγα να φωνάζουν με λύσσα «Θέλω το κεφάλι της! Θέλω ένα πόδι, ένα χέρι!» και μου κοβόταν το αίμα… Αν είχα πέσει στα χέρια τους, σίγουρα θα με είχαν κάνει κομμάτια, όπως κομμάτιασαν το κρεβάτι μου, το ωραίο μου κρεβατάκι που μου είχαν φέρει από την Αυστρία... 
   Οι στασιαστές λεηλάτησαν τις βασιλικές αποθήκες και συνόδεψαν την άμαξά μας μέχρι την πρωτεύουσα. Μια φρικαλέα πομπή, με επικεφαλής τα κεφάλια των φρουρών μας, καρφωμένα πάνω σε δίκρανα. Πώς να ξεχάσω τα ουρλιαχτά του εξαγριωμένου πλήθους, τον τρόμο των παιδιών μου, τη φρίκη…
   Η βασιλική οικογένεια είναι πλέον αιχμάλωτη του λαού του Παρισιού. Το ξέρουμε και το ξέρουν. Φοβάμαι ότι δε θα ξαναδούμε ποτέ τις Βερσαλίες… 
Μ. Μανιώ, Γ2

Η Μαρία Αντουανέτα γράφει στη φυλακή
15 Οκτωβρίου 1793
Καλό μου ημερολόγιο,
   Πώς φτάσαμε ως εδώ; Όλα έγιναν τόσο γρήγορα, που μου φαίνονται σαν ένα κακό όνειρο, σαν εφιάλτης… Από την πολυτέλεια της αυλής των Βερσαλλιών βρέθηκα ολομόναχη σε ένα φρικτό κελί. Από βασίλισσα βρέθηκα φυλακισμένη και καταδικασμένη σε θάνατο, μετά από μία δίκη - παρωδία. Τι δεν ακούστηκε σ’ αυτή τη δίκη… Κατηγορήθηκα για απαίσια πράγματα, που δε θέλω ούτε να τα σκέφτομαι, ούτε να τα θυμάμαι. Και βέβαια, όλα αυτά ήταν περιττά, αφού η απόφαση για την τύχη μου είχε ήδη ληφθεί. Φυσικά, ήμουν ένοχη! Η επανάσταση ήθελε το κεφάλι μου, τίποτα λιγότερο. Έπρεπε να το φανταστώ ότι μετά τον αποκεφαλισμό του συζύγου μου δεν υπήρχε περίπτωση να επιτρέψουν την απέλασή μου στην Αυστρία… 
   Εδώ, στη σκοτεινή φυλακή μου, πιο πολύ πονάω όχι για μένα, αλλά για τα παιδιά μου. Τα έχουν πάρει μακριά μου εδώ και καιρό. Μου λείπουν αφόρητα και ανησυχώ πολύ για το μέλλον τους, κυρίως για τον μικρό μου Λουδοβίκο - Κάρολο. Ο δελφίνος της Γαλλίας, αυτός που θα γινόταν βασιλιάς… Πώς θα τον μεταχειριστούν; Δεν είναι μαθημένος στις κακουχίες, είναι και η υγεία του ευαίσθητη… Θεέ μου, μόνο σε σένα μπορώ να καταφύγω. Προστάτεψε τα παιδιά μου, είναι το μόνο που σου ζητώ!
   Το μόνο σίγουρο είναι πως αύριο, στις 16 Οκτωβρίου του 1793, θα αφήσω την τελευταία μου πνοή πάνω στο «εθνικό ξυράφι». Απορώ με τον ίδιο μου τον εαυτό που δε φοβάμαι. Είμαι ήρεμη... Θα σταθώ δυνατή μέχρι τέλους, όπως ταιριάζει σε μια βασίλισσα, την τελευταία ίσως βασίλισσα της Γαλλίας.

Φ. Χριστίνα, Γ3

Ο αποκεφαλισμός της Μαρίας Αντουανέτας
   16 Οκτωβρίου 1793… Όλοι γνώριζαν τι επρόκειτο να συμβεί εκείνη τη μέρα. Από το πρωί πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί στη μεγάλη Πλατεία της Επανάστασης, όπου η γκιλοτίνα περίμενε έτοιμη για το μακάβριό της έργο. Το ίδιο κι εγώ. Δε θα σας πω το όνομά μου, αρκεί να ξέρετε πως ήμουν ένας από τους δημίους…
   Όσο περνούσε η ώρα, ο αναβρασμός όλο και μεγάλωνε. Έβλεπα στα μάτια των ανθρώπων την οργή, την ανυπομονησία τους να αποδοθεί επιτέλους δικαιοσύνη. Σε κάποια στιγμή είδα από ψηλά, από το ικρίωμα όπου στεκόμουν, ένα απλό κάρο θανατοποινιτών να πλησιάζει. Θυμάμαι πως σκέφτηκα ότι δεν της έκαναν τη χάρη να τη μεταφέρουν με κλειστή άμαξα, όπως τον άντρα της. Το πλήθος γύρω της έβραζε… Της πετούσαν σάπια λαχανικά, την έφτυναν, την έβριζαν, την καταριόταν… Μέσα σ’ αυτό το χάος, δεν ξέρω πώς, αυτή διατηρούσε ακόμα μια κάποια βασιλική αξιοπρέπεια. 


   Το κάρο με τη μελλοθάνατη σταμάτησε στον τόπο της εκτέλεσης. Κατέβηκε κι άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια που θα την οδηγούσαν στη γκιλοτίνα. Τρόμαξα όταν την είδα από κοντά. Ήταν αγνώριστη! Πώς είναι δυνατόν να αλλάξει κάποιος τόσο πολύ μέσα σε τόσο λίγο χρόνο; Πού πήγε εκείνη η όμορφη και φιλάρεσκη γυναίκα που καθόταν κάποτε στον θρόνο της Γαλλίας; Μπροστά μου έβλεπα ένα αδυνατισμένο, γερασμένο πλάσμα… Έμοιαζε σαν χαμένη. Στο τελευταίο σκαλί σκόνταψε στο πόδι μου. «Συγχωρήστε με, κύριε. Δεν το έκανα επίτηδες…», μουρμούρισε. Αυτά θα ήταν τα τελευταία της λόγια. Τα γκρίζα μαλλιά της ήταν κοντά, θα της τα είχαν κόψει στη φυλακή. Τη δέσαμε στη σανίδα και σε μερικά δευτερόλεπτα όλα είχαν τελειώσει. Το κοφτερό λεπίδι έπεσε, λερώνοντας τα ρούχα μου με το αίμα της…


   Η Μαρία Αντουανέτα μισήθηκε όσο καμιά άλλη βασίλισσα στην ιστορία της Γαλλίας. Στη σκέψη των Γάλλων ήταν η προσωποποίηση του παλαιού καθεστώτος, της σπατάλης της βασιλικής αυλής, της καταπίεσης του λαού. Κι αυτό το μισητό σύμβολο δεν υπήρχε πια…
Ν. Μυρτώ, Γ2

Από το ημερολόγιο του Ροβεσπιέρου
6 Ζερμινάλ, έτος 1 της Δημοκρατίας
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
   Για μια ακόμη φορά η επανάσταση, στην οποία έχω δώσει όλο μου τον εαυτό, βρίσκεται σε κίνδυνο… Μπορεί να ξεφορτωθήκαμε επιτέλους τον βασιλιά και τη βασίλισσα, αλλά τα σύννεφα μαζεύονται και πάλι στον ουρανό της Γαλλίας. Οι εχθροί μας καραδοκούν, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό της χώρας. Ο δίκαιος πόλεμος που συνεχίζεται, για να καταλάβουμε εδάφη που είναι αδιαμφισβήτητα γαλλικά στο Βέλγιο και στις όχθες του ποταμού Ρήνου, έχει συσπειρώσει εναντίον μας τις ευρωπαϊκές απολυταρχίες. Σαν να μην έφτανε αυτό, στην επαρχία της Βανδέας ξέσπασαν αντεπαναστατικές εξεγέρσεις. Είναι επιτακτική ανάγκη να δράσουμε άμεσα, για να μην πάνε χαμένοι τόσοι αγώνες, τόσο αίμα… Κι αν πρέπει να χυθεί και άλλο, ας γίνει κι έτσι! Αυτό που προέχει είναι η σωτηρία της επανάστασης. Εγώ, ο «αδιάφθορος», όπως με αποκαλούν ακόμα και οι αντίπαλοί μου, οφείλω να σταθώ στο ύψος των περιστάσεων. Ως ηγέτης των Ιακωβίνων, θα προτείνω να συσταθούν άμεσα μια Επιτροπή Δημόσιας Σωτηρίας και μια Επιτροπή Γενικής Ασφάλειας. Επίσης, πρέπει να λειτουργήσουν σε όλη τη χώρα επαναστατικά δικαστήρια, για να καταστείλουμε αποτελεσματικά κάθε αντεπαναστατική ενέργεια.


Κι αν οι Γιρονδίνοι αντιδράσουν, τους περιμένει η γκιλοτίνα, όπως και κάθε άλλον εχθρό του λαού! 

Τ. Ολυμπία, Γ3


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.