Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020

Στη μηχανή του χρόνου - Ελληνική επανάσταση

Σε ένα ταξίδι στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης, οι μαθητές και οι μαθήτριες της Γ΄ Γυμνασίου, σε ρόλο αφανούς ήρωα ή αυτόπτη μάρτυρα, γράφουν σελίδες ημερολογίου ή αφηγήσεις - "μαρτυρίες" για σημαντικά ιστορικά γεγονότα.

Από το ημερολόγιο ενός Φιλικού
Ημερολόγιό μου,
   Σήμερα ήταν η μεγάλη μέρα… Έδωσα τον όρκο! Γονάτισα μπροστά στα εικονίσματα και, με το δεξί μου χέρι στο Ευαγγέλιο, πρόφερα συγκινημένος βαθιά τα λόγια… Ορκίστηκα στον Θεό πως θα παραμείνω πιστός στην Εταιρεία για όλη μου τη ζωή, πως δε θα φανερώσω τίποτε για τον σκοπό της σε κανέναν, ούτε στους πιο κοντινούς μου ανθρώπους. Ορκίστηκα και στην πατρίδα ότι από εδώ και στο εξής αφιερώνω τη ζωή μου σ’ αυτήν, με μοναδικό στόχο την απελευθέρωσή της. Διπλός όρκος, σε ό,τι υπάρχει πιο σεβαστό και ιερό… Ένιωθα το αίμα μου να ζεσταίνεται, την καρδιά μου έτοιμη να σπάσει… Δάκρυα αυλάκωναν τα μάγουλά μου, αλλά ήταν δάκρυα χαράς και ελπίδας για την ανάσταση του σκλαβωμένου Γένους μας! 
   Από σήμερα και μέχρι να πεθάνω θα είμαι πρώτα και πάνω από όλα ένας Φιλικός. Νιώθω πως η πορεία της ζωής μου άλλαξε για πάντα. Είμαι έτοιμος και αποφασισμένος. Θα φυλάξω το βαρύ μυστικό και θα εργαστώ με κάθε τρόπο για την προετοιμασία του μεγάλου ξεσηκωμού. Επιτέλους η Ελλάδα μπορεί να ελπίζει…

Ι. Εύη, Γ1

Ήμουν κι εγώ εκεί... στη σφαγή της Χίου
   Σκουπίζω μια σταγόνα ιδρώτα από το μέτωπό μου, καθώς σκάβω το χώμα γύρω από τα μαστιχόδεντρα στην αυλή μας. Έχει μπει για τα καλά η άνοιξη και η ζέστη δε λυπάται κανέναν... Το σκάψιμο μ’ έχει κουράσει, μα ο πατέρας επέμενε πως, τώρα που έκλεισα τα οκτώ, είναι καιρός να μάθω πώς βγαίνει η μαστίχα, που αρωματίζει και πλουτίζει το όμορφο νησί μας.
   «Καλή δουλειά, Αναστάση!», μου φωνάζει για να με ενθαρρύνει, παρόλο που και ο ίδιος δείχνει κουρασμένος, κι εγώ του χαμογελώ… 
   Βλέπω μια γυναίκα να έρχεται από την παραλία τρέχοντας. Πίσω της ακολουθεί κι άλλος κόσμος. Ποδοβολητά, φωνές… Απορώ τι έχει συμβεί. Όσο πλησιάζουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι μπορώ να διακρίνω τον τρόμο χαραγμένο στα μάτια τους, νιώθω τον πανικό τους… Κοιτάζω προς την ακτή. Κάτι καράβια με κατακόκκινες σημαίες έχουν ρίξει άγκυρα στο νησί μας. 
   «Οι Τούρκοι!», φωνάζει η γυναίκα έντρομη, πριν μας προσπεράσει τρέχοντας, «Έρχονται… Τρέξτε να κρυφτείτε!». Η μητέρα μου πετάγεται από το σπίτι μας αλαφιασμένη, κρατώντας στην αγκαλιά της τη δίχρονη αδελφή μου.
   Εκεί που στέκομαι σαστισμένος, χωρίς να ξέρω πώς να αντιδράσω, ο πατέρας μου με αρπάζει και αρχίζουμε να τρέχουμε, ενώ φωνάζει στη μαμά να κάνει το ίδιο. Φτάνουμε σ’ έναν απόμερο δρόμο, κοντοστέκεται.
   «Θα παίξουμε ένα παιχνίδι, Αναστάση.», μου λέει. «Λέγεται κρυφτό…».
   Λατρεύω να μαθαίνω καινούργια παιχνίδια. Ο πατέρας σκαρφίζεται πάντα τα καλύτερα.
   «Θα τα φυλάς εσύ, εντάξει; Να, κάτω από αυτή την καρότσα.», λέει, δείχνοντας το παρατημένο κάρο στην άκρη του δρόμου. «Εγώ θα πάω να βρω τη μαμά και την μπέμπα. Μέτρα αργά μέχρι το εκατό. Σου υπόσχομαι πως, μέχρι να τελειώσεις, θα έρθουμε να κρυφτούμε όλοι μαζί.».
   Το κρυφτό μού φαίνεται διασκεδαστικό παιχνίδι. Σέρνομαι κάτω απ’ την καρότσα κι εκείνος σκύβει και μου ψιθυρίζει να μείνω ακίνητος και σιωπηλός μέχρι να επιστρέψει. Ο μπαμπάς είναι μεγάλος και δεν κλαίει, μα τώρα τα μάτια του δείχνουν κόκκινα, σαν βουρκωμένα. Μπορεί και να ’ναι η ιδέα μου… 
   Θέλω να ακολουθήσω τους κανόνες του παιχνιδιού. Κάθομαι ήσυχα στην κρυψώνα μου και αρχίζω να μετράω.

5...10...15...
Ακούω βαριές μπότες στο έδαφος, δυνατά χτυπήματα σε πόρτες…
20...25...
…Παράθυρα να σπάνε, παιδικές τσιρίδες, γυναικείες κραυγές.
30...35...
Κρυφοκοιτώντας ανάμεσα από τις ρόδες της καρότσας προσπαθώ να καταλάβω τι γίνεται. 
40...45...
Ψηλοί άντρες με στολές και μεγάλα σπαθιά βρίσκονται παντού. Αρπάζουν όποιον βρουν μπροστά τους και τον σφάζουν!
50...55...
Δε γλιτώνουν ούτε οι μάνες, ούτε τα παιδιά τους. Πέφτουν νεκροί ο ένας δίπλα στον άλλον...
60...65...
Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή, το αίμα σχηματίζει μια λίμνη στο έδαφος δίπλα μου. Σκεπάζω τα μάτια μου με τα χέρια μου για να γλιτώσω απ’ το φρικτό θέαμα. 
70...75...
Όπου να ’ναι θα έρθει ο μπαμπάς να κρυφτούμε μαζί. Όλα θα πάνε καλά. Παίζουμε κρυφτό.
80...85...
Τα δάκρυα τρέχουν ποτάμι στα μάγουλα μου. Πνίγω τα αναφιλητά μου, αλλά τρέμω σύγκορμος.
90...95...
Ακούω βήματα να πλησιάζουν την κρυψώνα μου. Κάποιος έρχεται... Επιτέλους, ο μπαμπάς είναι εδώ! Ανοίγω τα μάτια μου. Αυτά δεν είναι τα δικά του παπούτσια! Ένας άντρας φωνάζει κάτι στα τούρκικα και αναποδογυρίζει την καρότσα. Με κοιτάζει με κενό βλέμμα για λίγα δευτερόλεπτα που μοιάζουνε αιώνας κι έπειτα σηκώνει το σπαθί του στον ουρανό. 
100
Σ. Ιωάννα, Γ2

Ένας από τους συντρόφους του Κανάρη θυμάται…
   Πήρα κι εγώ μέρος στον μεγάλο ξεσηκωμό για την ελευθερία… Είδαν πολλά τα μάτια μου, μα αυτό που ποτέ δε θα ξεχάσω ήταν η συμμετοχή μου σε μια από τις πιο ένδοξες στιγμές του Αγώνα, την πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας στη Χίο, μαζί με τον Κωνσταντή τον Κανάρη!
   Ήταν ο δεύτερος χρόνος της επανάστασης, Μάρτιος του ‘22, όταν ο Σαμιώτης Λυκούργος Λογοθέτης αποβιβάστηκε στη Χίο και κήρυξε την επανάσταση. Οι Τούρκοι εξοργίστηκαν! Δεν ήθελαν να χάσουν την παραγωγή της μαστίχας. Ο σουλτάνος έδωσε διαταγή στον ναύαρχο Καρα-Αλή να τιμωρήσει σκληρά το νησί. Πάνω από 60.000 Χιώτες σφάχτηκαν ή πουλήθηκαν ως δούλοι. Μέρες κράτησε η απάνθρωπη σφαγή... Από τα Ψαρά ακούγαμε τα τουρκικά κανόνια να βροντούν. Ορκιστήκαμε εκδίκηση στο όνομα των αδικοσκοτωμένων Ελλήνων και περιμέναμε την κατάλληλη ευκαιρία...
   Αποφασίσαμε λοιπόν να χτυπήσουμε τον τουρκικό στόλο που βρισκόταν στο λιμάνι της Χίου. Γρήγορα ετοιμάσαμε τα μπουρλότα. Ανοίξαμε κατά το συνήθειο τρύπες στα πλευρά δυο παλιών πλοίων και βάλαμε βαρέλια με εκρηκτικά. Αλείψαμε όλο το πλοίο με πίσσα, για να φουντώσει γρήγορα η φωτιά, και γεμίσαμε τις μίνες στα πλευρά του καταστρώματος με μπαρούτι. Η βάρκα, με την οποία θα απομακρυνόμασταν, έτοιμη κι αυτή…
   Επιλέξαμε τη νύχτα της 6ης προς 7η Ιουνίου 1822, μία νύχτα χωρίς φεγγάρι… Η ναυαρχίδα ήταν φωταγωγημένη, χιλιάδες ναύτες τραγουδούσαν και γιόρταζαν τη λήξη του ραμαζανιού. Αν και οι Τούρκοι ήξεραν καλά την καταστροφική δύναμη των πυρπολικών, δε φαινόταν να έχουν πάρει ιδιαίτερα μέτρα προφύλαξης. Τόσο το καλύτερο… Ο άνεμος ήταν ευνοϊκός και προσεγγίσαμε εύκολα τον τουρκικό στόλο, χωρίς να μας πάρουν χαμπάρι. Το παραμικρό λάθος και θα ήμασταν χαμένοι! Θυμάμαι πως σκεφτόμουν τι θα απογίνει η οικογένειά μου, αν δε γυρίσω πίσω… 
   Το μπουρλότο μας πλησίασε αθόρυβα τη ναυαρχίδα. Το γαντζώσαμε γερά πάνω της, στην πλευρά που φυσούσε ο άνεμος. Σχεδόν αμέσως το ξύλινο σκαρί του επιβλητικού πλοίου λαμπάδιασε και άρχισε να καίγεται σαν πυροτέχνημα. Σπίθες πετάγονταν και στάχτες αιωρούνταν στον φωτεινό από τις φλόγες νυχτερινό ουρανό. Δε θα ξεχάσω ποτέ τον εκκωφαντικό κρότο από την ανατίναξη, όταν η φωτιά έφτασε στη μπαρουταποθήκη της ναυαρχίδας, τις κραυγές και τα ουρλιαχτά των Τούρκων, τη μυρωδιά…


   Έκανα κουπί όσο πιο γρήγορα μπορούσα, για να απομακρυνθούμε το ταχύτερο. Αγωνιούσα μέχρι να διαφύγουμε από την πύρινη κόλαση και ταυτόχρονα ήμουν περήφανος και ενθουσιασμένος που τα καταφέραμε. Ο Κωνσταντής, θυμάμαι, φώναξε στους Τούρκους: «Να κι ένα δώρο από μας για τη γιορτή!»


   Στα Ψαρά πια μάθαμε και το φριχτό τέλος του Καρα-Αλή. Στην προσπάθειά του να ξεφύγει, πληγώθηκε θανάσιμα από ένα φλεγόμενο κατάρτι. Άφησε την τελευταία του πνοή μόλις πάτησε στα χώματα της Χίου, την οποία είχε αιματοκυλίσει… Τι να πει κανείς; Υπάρχει η θεία δίκη! Η ψυχή μας γέμισε θάρρος και ελπίδα πως θα τα καταφέρουμε να απελευθερωθούμε μια μέρα…
   Το κατόρθωμά μας κατατρόμαξε τους Τούρκους, συγκίνησε βαθύτατα την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και έδωσε κουράγιο στους επαναστατημένους Έλληνες, για να συνεχίσουν τον Αγώνα.
Κ. Σπύρος - Ν. Χρυσάνθη - Σ. Χριστίνα, Γ3

Και δύο πορτρέτα!
Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα
Π. Κυριακή, Γ2

Γεώργιος Καραϊσκάκης
Α. Ιορδάνης, Γ2


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.