Στο πλαίσιο της διδασκαλίας του αποσπάσματος από την «Αναφορά στον Γκρέκο» του Νίκου Καζαντζάκη με τίτλο "Η Νέα Παιδαγωγική" οι μαθητές και οι μαθήτριες της Α΄ Γυμνασίου ζωγράφισαν σκηνές που τους έκαναν εντύπωση...
Π. Έλενα, Α3
Τ. Θένια, Α3
Λ. Μιχαέλλα, Α1
Σ. Ιζαμπέλα, Α2
Χ. Ραφαέλα, Α3
Άλλοι/ες προτίμησαν να γράψουν μια σελίδα στο ημερολόγιο του μικρού Νίκου Καζαντζάκη...
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Το πρωί σηκώθηκα νωρίς νωρίς και η μητέρα μου άρχισε να με ετοιμάζει για ένα πολύ ξεχωριστό γεγονός, την πρώτη μου μέρα στο σχολείο. Την περίμενα καιρό τη μέρα αυτή, με μεγάλη ανυπομονησία. Όλο το βράδυ στριφογυρνούσα στο κρεβάτι μου, γιατί από τη μια χαιρόμουν που επιτέλους μεγάλωσα και θα γινόμουν μαθητής και από την άλλη με κατέκλυζε φόβος και ανασφάλεια για το νέο, άγνωστο περιβάλλον στο οποίο θα βρισκόμουν. Η μητέρα μου με έντυσε με τα καλά μου ρούχα, φόρεσε στον λαιμό μου το χρυσό βαφτιστικό μου σταυρουδάκι και μου έδωσε ένα κλωνάρι βασιλικό να το μυρίζω και να παίρνω κουράγιο, μαζί με την ευχή της. Σε όλη τη διαδρομή για το σχολείο ο πατέρας μου ήταν δίπλα μου και με κρατούσε από το χέρι. Παρόλα αυτά, ένιωθα λίγο φόβο, που προσπαθούσα να μην τον δείχνω.
Όταν όμως φτάσαμε μπροστά στο σχολείο, η αλήθεια είναι πως δεν κατάφερα να κρύψω άλλο τα συναισθήματά μου. Ο πατέρας μου κατάλαβε ότι το χέρι μου έτρεμε και μου χάιδεψε ελαφρά το κεφάλι. Αυτή η κίνησή του μου προκάλεσε έκπληξη και ταραχή, γιατί δε με έχει συνηθίσει σε τέτοιες εκδηλώσεις στοργής. Ωστόσο, πήρα θάρρος και προχώρησα. Αλλά τότε είδα τον δάσκαλο μπροστά στο κατώφλι του σχολείου… Ήταν άγριος και απειλητικός, μου φάνηκε σαν διάβολος. Έψαχνα να βρω τα κέρατά του, αλλά δυστυχώς φορούσε καπέλο. Στο χέρι του κρατούσε μία βίτσα. Χαρά, περηφάνια, ανυπομονησία εξαφανίστηκαν δια μιας και ο φόβος κυρίευσε απόλυτα την ψυχή μου... Κάτι του είπε ο πατέρας μου, κάτι απάντησε αυτός, αλλά δεν άκουγα πια τίποτα.
Τώρα φοβάμαι πως το βράδυ (αν τελικά τα καταφέρω να κοιμηθώ…) θα δω στον ύπνο μου εφιάλτη τον δάσκαλο να με κυνηγάει με τη βίτσα του!
Π. Κυριάκος, Α3
Καλό μου ημερολόγιο,
Σήμερα ήταν η πρώτη μου μέρα στο Δημοτικό! Το πρωί με ξύπνησε η μαμά μου από τα χαράματα για να με ετοιμάσει. Εγώ ήθελα να κοιμηθώ κι άλλο, αλλά δε με άφησε. Με έντυσε με τα καλύτερά μου ρούχα, μου έβαλε έναν κόκκινο σκούφο και τα τσαρουχάκια μου με τις κόκκινες φούντες. Είχα αγχωθεί αρκετά με όλες αυτές τις επισημότητες, αλλά ήμουν και χαρούμενος που θα ξεκινούσα το σχολείο. Η μητέρα μου με κοιτούσε με καμάρι και ένιωθα πως είναι περήφανη για μένα. Με παρέδωσε στον πατέρα και μας ξεπροβόδισε με την ευχή του Θεού και την ευχή της. Σφήνωσα γερά το χέρι μου μέσα στη μεγάλη χούφτα του πατέρα μου και έτσι επιτέλους ξεκινήσαμε.
Πηγαίναμε, πηγαίναμε, η διαδρομή μου φάνηκε ατελείωτη… Όταν περάσαμε στην εκκλησιά του αγίου Μηνά, στρίψαμε και φτάσαμε σε ένα παλιό κτίριο με φαρδιά αυλή, τέσσερις μεγάλες κάμαρες και ένα τεράστιο πλατάνι στη μέση. Δε μου άρεσε καθόλου το σχολείο, ερείπιο μου φάνηκε και το δέντρο στην αυλή ήταν γεμάτο σκόνη. Δεν ήθελα να μπω μέσα… Τότε ο πατέρας για πρώτη φορά στη ζωή μου έσκυψε και με χάιδεψε. Να πω την αλήθεια, δεν το περίμενα καθόλου. Συνήθως είναι αυστηρός και απόμακρος… Μου είπε πως εκεί θα μάθαινα γράμματα και θα γινόμουν άνθρωπος και με έβαλε να κάνω τον σταυρό μου. Μπερδεύτηκα… Γιατί, πριν πάω στο σχολείο τι ήμουν; Δεν ήμουν άνθρωπος; Και γιατί να κάνω τον σταυρό μου; Στη εκκλησία τον κάνουμε…
Τις σκέψεις μου διέκοψε η εμφάνιση του δάσκαλου στο κατώφλι. Μου φάνηκε άγριος, είχε μεγάλα δόντια και κρατούσε μια μεγάλη βέργα στο χέρι του. Για να είμαι σίγουρος πως δεν είναι κανένας διάβολος με ανθρωπινή μορφή, κάρφωσα τα μάτια μου στην κορυφή του κεφαλιού του να δω μήπως και είχε κέρατα. Μα δεν μπόρεσα να καταλάβω τίποτα… Φορούσε καπέλο ο πονηρός! Ο δάσκαλος μίλησε με τον πατέρα μου και συμφώνησαν οι δυο τους ότι, για να γίνω άνθρωπος, μπορεί να με δέρνει όσο θέλει. Τρόμαξα και κατάλαβα τι με περιμένει…
Ημερολόγιό μου, θα προσπαθήσω να είμαι ήσυχος και υπάκουος, μήπως και τη γλιτώσω…
Κ. Χρυσάνθη, Α1
Ημερολόγιό μου,
Να που έφτασε και για μένα η μεγάλη μέρα, η πρώτη μου στο δημοτικό σχολείο! Το πρωί ξύπνησα με ανάμεικτα συναισθήματα. Ένιωθα περήφανος που θα γινόμουν μαθητής και ενθουσιασμένος που θα έκανα νέους φίλους. Είχα μεγάλη περιέργεια και ανυπομονούσα να γνωρίσω αυτό το νέο για μένα περιβάλλον. Ταυτόχρονα όμως, ο άγνωστος κόσμος του σχολείου με τρόμαζε. «Άραγε, πώς θα είναι ο δάσκαλος, οι συμμαθητές μου, τα μαθήματα;» αναρωτιόμουν με αγωνία.
Η γλυκιά μου η μανούλα μού είχε ετοιμάσει να φορέσω τόσο όμορφα ρούχα! Μου κρέμασε στον λαιμό και το χρυσό σταυρουδάκι της βάφτισής μου, για να με φυλάει, λέει, ο Θεός. Ακόμη μυρίζει στα χέρια μου ο βασιλικός που έκοψε για μένα από την αυλή, για να παίρνω κουράγιο... Όσο για τον πατέρα μου, ήταν αμίλητος, όπως πάντα, αλλά στη διαδρομή μού κρατούσε σφιχτά το χέρι και αυτό μπορώ να πω πως μου έδινε θάρρος.
Περπατήσαμε πολύ και περάσαμε από κάτι σοκάκια που δεν τα ήξερα. Σ’ όλη τη διαδρομή δεν άφησα στιγμή το χέρι του πατέρα μου. Όσο πλησιάζαμε στο σχολείο, τόσο η χαρά υποχωρούσε μπροστά στον φόβο. Ένιωθα σαν αρνάκι που το πάνε για σφαγή… Κι όταν κατάλαβα πως φτάσαμε πια, κοκάλωσα. Κόπηκαν τα πόδια μου… Ο πατέρας μου έσκυψε κι έκανε να με χαϊδέψει! Αυτό ήταν κάτι που δεν περίμενα ποτέ. Αντί να καθησυχαστώ, ένιωσα ακόμη χειρότερα. «Σκούρα τα πράγματα…», σκέφτηκα.
Την ώρα εκείνη φάνηκε και ο δάσκαλός μου. Ήταν τρομακτικός! Έμοιαζε με διάβολο και αμέσως τον φαντάστηκα με κέρατα και ουρά. Ο πατέρας μου με παρουσίασε στον δάσκαλο και του ζήτησε να με κάνει άνθρωπο χρησιμοποιώντας τη βίτσα που κρατούσε! Χωρίς δεύτερη σκέψη αυτός συμφώνησε μαζί του. Εγώ στεκόμουν εκεί ακίνητος, αμίλητος και τρομοκρατημένος. Τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω πως θα ήτανε καλύτερο να το έβαζα στα πόδια…
Αναρωτιέμαι τι θα μου συμβεί αύριο, καλό μου ημερολόγιο…
Κ. Ρεβέκα, Α1
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Σήμερα ξημέρωσε η πιο σημαντική ημέρα της ζωής μου! Μεγάλωσα πια και ήρθε η ώρα και για μένα να πάω στο δημοτικό σχολείο και να γίνω ένα σχολιαρόπαιδο.
Από τη στιγμή που ξύπνησα, η ψυχή μου κατακλύστηκε από διάφορα συναισθήματα. Δε σου κρύβω ότι ήμουν χαρούμενος από τη μια, μα και τρομαγμένος από την άλλη. Φόρεσα τα καλά μου και ξεκινήσαμε με τον πατέρα μου για το σχολείο, ενώ σ’ όλη τη διαδρομή μου έδινε κουράγιο το σταυρουδάκι και ο βασιλικός που μου έδωσε η μάνα μου.
Ένιωθα περηφάνια και φόβο μαζί, αλλά έπαιρνα θάρρος, καθώς έσφιγγα το χέρι μου στη ζεστή χούφτα του πατέρα μου. Μόλις όμως φτάσαμε μπροστά στο σχολείο, κοντοστάθηκα, δείλιασα. Ξαφνικά το χέρι μου άρχισε να τρέμει και τότε έγινε κάτι πολύ αναπάντεχο. Ο πατέρας μου, που μέχρι τότε δεν είχα νιώσει το χάδι του ούτε είχα ακούσει μια τρυφερή κουβέντα να βγαίνει από τα χείλη του, έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου και με χάιδεψε. Αυτό με τρόμαξε, αλλά και μου άρεσε, γιατί κατάλαβα ότι νοιάζεται για μένα.
Μετά από λίγο παρουσιάστηκε ο δάσκαλος. Ήταν τόσο άγριος, που σκέφτηκα πως δεν μπορεί, κάποιο τέρας θα είναι. Είχε κάτι μεγάλα δόντια και είμαι σίγουρος πως είχε κέρατα, αλλά φορούσε καπέλο και δεν μπόρεσα να δω. Πού θα μου πάει, θα τον ξετρυπώσω σύντομα… Μετά άρχισαν να λένε κάτι περίεργα πράγματα με τον πατέρα μου για κρέας και κόκαλα. Αυτό που κατάλαβα στο τέλος είναι ότι ο δάσκαλος έχει ένα μαγικό ραβδί που λέγεται βίτσα και μ’ αυτό λέει πως κάνει τους ανθρώπους σωστούς. Τι να εννοούσε άραγε; Έχω μεγάλη περιέργεια να δω πώς λειτουργεί αυτό το εργαλείο… Φαντάζομαι πως θα το διαπιστώσω αύριο, που θα ξαναπάω στο σχολείο.
Α. Παναγιώτης, Α2
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Μόλις γύρισα από το σχολείο. Μαθητής της πρώτης τάξης Δημοτικού! Όμως, αν και περίμενα με λαχτάρα αυτή τη μέρα, γιατί έχω όρεξη να μάθω γράμματα, τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν όπως τα φανταζόμουν…
Αφού με έντυσε σαν γαμπρό, η μητέρα μου με αποχαιρέτησε συγκινημένη και ανήσυχη, και μόνο σκόρδα που δε μου κρέμασε για να μη με ματιάξουν! Στο σχολείο με συνόδεψε ο πατέρας μου, φορώντας κι αυτός τα καλά του. Όταν όμως φτάσαμε στην είσοδο, σταμάτησα, δίσταζα να μπω, και ο πατέρας φαίνεται πως ένιωσε τον φόβο μου. Έσκυψε και χάιδεψε τα μαλλιά μου, αυτός που όλα αυτά τα χρόνια που ζω ποτέ του δε μου έδειξε τρυφερότητα, δε μου είπε έναν γλυκό λόγο. Αν με χτυπούσε ηλεκτρικό ρεύμα, νομίζω πως δε θα πεταγόμουν έτσι! Άρχισα να αναρωτιέμαι τι με περιμένει στο σχολείο….
Την έκπληξη τη διαδέχτηκε ο φόβος τη στιγμή που αντίκρισα τον δάσκαλο, ένα άγριο πρόσωπο με μια μακριά βίτσα στο χέρι. Ωραία υποδοχή! Έκανε και συμφωνία με τον πατέρα μου να με δέρνει, λέει, για να γίνω άνθρωπος. Έκατσα σε μια γωνιά φοβισμένος, κι ενώ περίμενα πώς και πώς τη μέρα που θα γινόμουν μαθητής, εκείνη τη στιγμή ευχήθηκα να μην ερχότανε ποτέ! Έλεγα μέσα μου πως, αν είναι έτσι, δε θέλω να μάθω γράμματα, θέλω να μείνω κούτσουρο, ούτε άνθρωπος να γίνω θέλω… Από την άλλη, σκεφτόμουνα όλες αυτές τις ιστορίες που σκαρώνω στο μυαλό μου και θα μου άρεσε να τις αραδιάζω στο χαρτί, αλλά πρώτα πρέπει να μορφωθώ… Στον δρόμο για το σπίτι έσερνα τα πόδια μου. Ήθελα να φύγω μακριά από τους γονείς μου, τον δάσκαλο, το σχολείο…
Τώρα όμως το ξανασκέφτηκα και πείσμωσα. Πήρα την απόφασή μου. Θα μάθω γράμματα, θα υποστώ και τη βίτσα... Θα κυνηγήσω το όνειρό μου!
Και θα δεις πατέρα, το πρώτο μου βιβλίο, όταν γίνω συγγραφέας, θα είναι για σένα!
Λ. Μιχαήλ, Α3
…Ή μια σελίδα στο ημερολόγιο του πατέρα του.
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Σηκώθηκα χαράματα, όπως κάθε μέρα. Μόνο που σήμερα δε θα πήγαινα κατευθείαν στη δουλειά… Είχα αποφασίσει να συνοδέψω τον γιο μου σ’ αυτή τη σημαντική στιγμή της ζωής του, την πρώτη μέρα που θα πήγαινε στο σχολείο. Ευτυχώς, η γυναίκα μου φρόντισε να ετοιμαστεί στην ώρα του ο μικρός και τον έντυσε με ρούχα κατάλληλα για την περίσταση. Τον κρυφοκοιτούσα και τον καμάρωνα. Μα πότε μεγάλωσε έτσι ο γιος μου; Σαν χτες μου φαίνεται που τον είχαμε μωρό στην κούνια του και τώρα να που έγινε σωστό αντράκι κι έφτασε η ώρα να μάθει γράμματα. Ένιωθα να φουσκώνω από περηφάνια! Ο Νίκος έδειχνε ενθουσιασμένος, αλλά στα μάτια του έβλεπες πως ήταν φοβισμένος και μπερδεμένος. Στην πόρτα του σπιτιού τού έδωσε η μάνα του ένα κλωνάκι βασιλικό και του φόρεσε και το χρυσό του βαπτιστικό σταυρουδάκι για να παίρνει δύναμη. Μετά κινήσαμε...
Σε όλη τη διαδρομή τον κρατούσα από το χέρι, για να του δώσω θάρρος. Παρ’ όλο που έκανε τον γενναίο, καταλάβαινα τον φόβο και το άγχος του… Αφού περάσαμε μέσα από τα στενά σοκάκια της πόλης μας και στρίψαμε στην εκκλησία του Άι-Μηνά, βρεθήκαμε μπροστά στο κτίριο του σχολείου. Το χέρι του γιου μου άρχισε να τρέμει μες στη φούχτα μου. Φαίνεται πως δείλιασε μπροστά στο άγνωστο που τον περίμενε… Τον λυπήθηκα, έσκυψα και του χάιδεψα τα μαλλιά, για να του δώσω λίγο κουράγιο. Αυτός όμως τινάχτηκε και με κοίταξε τρομαγμένος. Πώς να μην ξαφνιαστεί ο μικρός; Ήταν η πρώτη φορά που τον χάιδευα. Συνήθως κάτι τέτοια τα έκανε μόνο η γυναίκα μου, που ως μάνα είναι πάντα στοργική και τρυφερή μαζί του. Ο δικός μου ρόλος ως πατέρα είναι άλλος, πρέπει να είμαι αυστηρός, να θέτω όρια στο παιδί μου και να του επιβάλλω την πειθαρχία. Τράβηξα το χέρι μου και του ζήτησα να κάνει τον σταυρό του. Ήθελα από την αρχή να του δώσω να καταλάβει ότι το σχολείο δεν είναι αστείο, είναι ένας ιερός χώρος που πρέπει να τον σέβεται, αφού εκεί θα μορφωθεί και θα γίνει άνθρωπος.
Μετά από λίγο εμφανίστηκε και ο δάσκαλος. Μου έκανε καλή εντύπωση και η αυστηρή εμφάνισή του και το γεγονός ότι μας υποδέχτηκε με τη βίτσα στο χέρι. Πώς αλλιώς να τα βγάλει πέρα με τα μικρά διαόλια; Συνεννοηθήκαμε αμέσως μεταξύ μας και του παρέδωσα τον γιο μου με εμπιστοσύνη ότι θα κάνει αυτό που πρέπει, για να τον κάνει σωστό άνθρωπο.
Και πού ξέρεις; Αν τα παίρνει τα γράμματα ο μικρός, μπορεί στο μέλλον να κάνει κάτι σπουδαίο στη ζωή του…
K. Ροδαλία, Α1
Αγαπητό ημερολόγιο,
Από το πρωί η γυναίκα μου έκανε φασαρία… Άνοιγε μπαούλα και κασέλες να βρει τα καλά ρούχα του Νίκου, μέχρι και τον σταυρό της βάφτισής του ξετρύπωσε! Είχε έρθει, βλέπεις, η μεγάλη μέρα που ο γιος μας θα πήγαινε στο σχολείο για πρώτη φορά. Η μάνα του τον έντυσε και τον στόλισε σαν σφαγάρι, τον καμάρωσε συγκινημένη και μας αποχαιρέτησε με δάκρυα στα μάτια. Τι να πεις; Γυναίκες…
Ο μικρός φαινόταν χαρούμενος, αλλά και νευρικός, μάλλον δεν ήξερε τι του γινόταν και τι να περιμένει. Έπιασε σφιχτά το χέρι μου και ξεκινήσαμε. Σε όλη τη διαδρομή δεν ανταλλάξαμε κουβέντα. Ήθελα να προσέχει στον δρόμο, γιατί από αύριο θα πηγαίνει στο σχολείο μόνος του. Αυτός βέβαια μου έδινε την εντύπωση ότι έχει αλλού το μυαλό του… Αλλά, όταν φτάσαμε στο σχολείο, προσγειώθηκε απότομα στην πραγματικότητα. Κοντοστάθηκε, δίσταζε να κάνει το βήμα να μπει μέσα. Τότε, θέλοντας να τον ενθαρρύνω, άγγιξα τα μαλλιά του, αλλά το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το αντίθετο, αφού τρόμαξε ακόμα περισσότερο. Είναι αλήθεια πως έχω να τον χαϊδέψω από μωρό, που ούτε θα το θυμάται…
Πάνω που του έλεγα δυο λόγια για το πόσο σημαντικό είναι το σχολείο και πόσο θα τον ωφελήσει στη ζωή του, ο δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι. Κατάλαβα πως ο Νίκος αγριεύτηκε σαν τον είδε, επειδή τον παρατηρούσε με τα μάτια ορθάνοιχτα και με έσφιγγε όλο και πιο πολύ. Χρειάστηκε να ξεμπλέξω το χέρι μου από το δικό του, για να τον παραδώσω στον δάσκαλό του. Ζήτησα βέβαια από τον δάσκαλο να τον δέρνει, ώστε να γίνει άνθρωπος, και να μην τον λυπάται, αλλά όλα με μέτρο. Αυτός μου έδειξε τη βίτσα που κρατούσε και μου είπε πως μ’ αυτήν γίνονται οι άνθρωποι. Έφυγα ήσυχος πως αφήνω την εκπαίδευση του γιου μου σε καλά χέρια.
Πιστεύω πως ο Νίκος είναι έξυπνος, και όχι επειδή είναι το παιδί μου… Μόνο που είναι ζωηρός και κάπως ονειροπαρμένος, αλλά αυτός ο δάσκαλος είμαι σίγουρος πως θα τον στρώσει.
Σ. Μαριάννα, Α2
Και ένα ποίημα εμπνευσμένο από την εμπειρία του μικρού Νίκου από την πρώτη μέρα του στο σχολείο!
Πρώτη μέρα στο σκολειό
Πρώτη μέρα στο σκολειό
με το σταυρουλάκι μου το βαφτιστικό.
Η μάνα μου να καμαρώνει
που το παιδί της μεγαλώνει.
Ο πατέρας μαζί μου κινά
απ’ τον δάσκαλο άνθρωπο να με κάνει ζητά
με τη βίτσα που κρατά!
Χ. Λουκάς, Α2
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.