Σάββατο 29 Αυγούστου 2015

Ο Βάνκας

Στο πλαίσιο της διδασκαλίας του διηγήματος του Άντον Τσέχωφ "Ο Βάνκας" οι μαθητές και οι μαθήτριες της Α΄ Γυμνασίου έφτιαξαν το πορτρέτο του Βάνκα και της μητέρας του...

Βάνκας
Α. Γιάννης, Α1

Χ. Θοδωρής, Α3

Πελαγία
Κ. Αφροδίτη, Α1

Και μια πρόταση για το εξώφυλλο του διηγήματος...

Λ. Κώστας, Α1

Άλλοι/ες προτίμησαν να δώσουν ένα άλλο τέλος στο διήγημα, επεκτείνοντας την ιστορία του Βάνκα. 

…Την ώρα που ο Βάνκας τελείωνε το γράμμα, ακούστηκε ένα χτύπημα στο παράθυρο. Ο μικρός ξαφνιάστηκε. Έτρεξε γρήγορα να δει ποιος είναι. Αναγνώρισε τον Γιούρι, τον φίλο του παππού. Είχε έρθει στη Μόσχα για δουλειές και ο παππούς του παρήγγειλε να περάσει να δει τον εγγονό του, να μάθει τι κάνει και να του δώσει τις ευχές του, που ήταν μέρες Χριστουγέννων. Η χαρά του Βάνκα ήταν απερίγραπτη. Αφού έμαθε τα νέα του παππού του, ευχαρίστησε τον Γιούρι και τον παρακάλεσε να δώσει το γράμμα στον παππού του μόλις επιστρέψει στο χωριό. Ο Βάνκας ήταν τώρα ήρεμος και ευτυχισμένος. Ο παππούς θα λάμβανε σίγουρα το γράμμα! Έκλεισε τα μάτια του και αποκοιμήθηκε. Στον ύπνο του είδε τον εαυτό του με τον παππού να πηγαίνουν να διαλέξουν το Χριστουγεννιάτικο δέντρο…
Σκ. Ιουλία, Α3

   Ξημερώματα Χριστουγέννων. Ο Βάνκας ξύπνησε και πάλι από το κλάμα του μωρού. Έπρεπε να το φροντίσει, για να μην ξυπνήσουν τα αφεντικά του και τον δείρουν. Πήρε στα χέρια του το μωρό και το κουνούσε, ώσπου να το πάρει ο ύπνος. Μπορεί να κατάφερε να κοιμήσει το μωρό, αλλά αυτόν δεν τον ξαναέπιανε ο ύπνος όσο και να προσπαθούσε. Ήταν πολύ νωρίς. Κοιτούσε έξω από το παράθυρο τις κατάλευκες νιφάδες χιονιού που έπεφταν στο πεζούλι, ενώ το κρύο αργά αργά θόλωνε τα τζάμια. Το μάτι του πήρε τον ταχυδρόμο που έμενε ακριβώς απέναντι και είχε βγει έξω για να ετοιμάσει την τρόικα για το μοίρασμα των γραμμάτων. Ο Βάνκας θυμήθηκε τις γλυκές ελπίδες του. Ήταν σίγουρος πως, με το που θα λάμβανε ο παππούς του το γράμμα που του έστειλε, τα βάσανά του θα τελείωναν. 
   Καθώς ο Βάνκας ονειρευόταν την επιστροφή του στο χωριό, άκουσε μια απότομη φωνή και ταράχτηκε. Ήταν το αφεντικό του που τον ήθελε να ετοιμάσει το μωρό για την επίσκεψή τους στο σπίτι κάτι γνωστών. Το χαμόγελο του Βάνκα σβήστηκε με μιας. Υπάκουσε όμως για να μην υποστεί τις συνέπειες. Τα αφεντικά έφυγαν και άφησαν τον Βάνκα μόνο του στο τσαγκαράδικο, αφού του έδωσαν την εντολή να καθαρίσει και να τακτοποιήσει.
   Είχε σχεδόν βραδιάσει όταν επέστρεψαν τα αφεντικά... Ο αφέντης και η κυρά συζητούσαν και ο Βάνκας άκουσε κάτι που έκανε το αίμα του να παγώσει. Μιλούσαν για ένα γράμμα που ήθελαν να στείλουν και έλεγαν κάτι για γραμματόσημα και οδούς. Τότε το μικρό αγόρι συνειδητοποίησε πως δεν είχε συμπεριλάβει τίποτα από όλα αυτά στο γράμμα που έγραψε για τον παππού του. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα εκείνη τη στιγμή… Αν μάθαιναν τα αφεντικά του ότι είχε στείλει κρυφά γράμμα για να σωθεί, θα έτρωγε τη μεγαλύτερη τιμωρία της ζωής του. Ένα δάκρυ κύλησε αργά από τα μάτια του. Απελπισμένος, δεν μπορούσε να κοιμηθεί όλο το βράδυ από τη στενοχώρια του. 
   Ξημερώματα πάλι, μόλις που τον είχε πάρει ο ύπνος όταν ξύπνησε από τον θόρυβο που έκανε πάντα ο ταχυδρόμος όταν έφευγε. Τότε του ήρθε ξαφνικά μια ιδέα! Ντύθηκε γρήγορα και βγήκε έξω να τον προλάβει. Ήθελε να τον παρακαλέσει να παραδώσει το γράμμα του χωρίς γραμματόσημο και να του πει πού ακριβώς να το δώσει. Έβαλε όλη τη δύναμη του για να τρέξει και να τον προφτάσει, αλλά και προσέχοντας να μην ξυπνήσει κανέναν. Καθώς έτρεχε όμως γλίστρησε στο χιόνι και δεν πρόλαβε τον ταχυδρόμο. Απογοητευμένος, ο μικρός γύρισε ήσυχα σπίτι για να μην τον πάρουν είδηση τα αφεντικά του. 
   Άλλη μια δύσκολη μέρα σκληρής δουλειάς και πείνας ξεκίνησε για τον Βάνκα. Αλλά τη στιγμή που γυάλιζε ένα ζευγάρι παπούτσια μπήκε ξαφνικά μέσα στο μαγαζί ένας ηλικιωμένος άνδρας με πολλά γένια που κάλυπταν το πιγούνι του, μαύρη κάπα και ψηλό μαύρο καπέλο. Ο Βάνκας τον πλησίασε και τον ρώτησε ευγενικά πώς θα μπορούσε να τον εξυπηρετήσει. Ο άντρας, κοιτάζοντάς τον με σοβαρό ύφος, του είπε:
- Αυτό το γράμμα είναι δικό σου; Το βρήκα κάτω στον δρόμο. Μάλλον θα έπεσε από την τρόικα του ταχυδρόμου το πρωί... 
   Ο Βάνκας γούρλωσε τα μάτια του και πήρε το γράμμα από τα χέρια του άντρα. Αναγνώρισε αμέσως τα γράμματά του. Ο άντρας ξαναμίλησε:
- Ώστε εσύ είσαι ο εγγονός του Κωσταντή Μακάριτς! Ονομάζομαι Άνζορ Μπορίσοφ και είμαι παλιός φίλος του παππού σου. Δεν είχα ιδέα ότι ο εγγονός του βρίσκεται εδώ και μάλιστα βασανίζεται έτσι! Ναι, διάβασα το γράμμα σου…
   Ο Βάνκας είχε μείνει σύξυλος. Ξαφνικά θυμήθηκε!
- Ω, ναι! Ο παππούς μου σας έχει αναφέρει πολλές φορές. 
- Αγόρι μου, θα σε πάρω από ‘δω και θα σε πάω πίσω στο χωριό. Θέλω να μαζέψεις τα πράγματά σου αμέσως τώρα!
   Η συγκίνηση παππού και εγγονού όταν ο Βάνκας επέστρεψε στο χωριό δεν περιγράφεται! Ο παππούς συγκινήθηκε και που ξαναείδε τον παλιό του φίλο, τον οποίο ευχαρίστησε θερμά για τη σωτήρια παρέμβασή του. Έτσι, ο Βάνκας επέστρεψε στην ευτυχισμένη ζωή που θυμόταν, με τον παππού του, τα σκυλιά του και την αγαπημένη του Όλγα Ιγκνάτιεβνα, που χάρηκε κι αυτή πολύ για τον γυρισμό του!
Σ. Κωνσταντίνα, Α3

1. Ο Βάνκας έριξε το γράμμα του στο κουτί, αλλά πριν προλάβει να πάρει ανάσα και να γυρίσει στο τσαγκαράδικο είδε με την άκρη του ματιού του τα αφεντικά του να έρχονται από την εκκλησία. Πανικοβλήθηκε... Αν πήγαινε στο μαγαζί, θα τον έβλεπαν να ανοίγει την πόρτα και θα έβρισκε σίγουρα τον μπελά του. Αλλά τι άλλο μπορούσε να κάνει; Στάθηκε για λίγο ακίνητος. Σκέφτηκε πως του δινόταν μια ευκαιρία να ελευθερωθεί από την άθλια ζωή που ζούσε. Χωρίς να διστάσει πια, πήγε στην εκκλησία, εκεί όπου θα έβρισκε καταφύγιο από τη σκληρότητα των ανθρώπων. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να παρακαλέσει τον Θεό να τον βοηθήσει να βρει τον παππού του. Αλλά ο ιερέας της ενορίας, που δεν είχε φύγει ακόμα από την εκκλησία, είδε το δυστυχισμένο παιδί και το πλησίασε. Ο μικρός, με δάκρυα στα μάτια, του διηγήθηκε τα βάσανά του. Του είπε πόσο όμορφα ζούσε στο χωριό και πόσο αβάσταχτη ήταν η ζωή του στη Μόσχα. Του είπε επίσης ότι ήταν ορφανός και ότι ήταν μεγάλη ανάγκη να βρει τον παππού του. Ο παπάς συγκινήθηκε με την ιστορία του Βάνκα. Τον πήρε μαζί του για να φάει και να ξεκουραστεί και του υποσχέθηκε πως θα τον βοηθήσει. Ο μικρός έκλεισε τα ματάκια του και ονειρεύτηκε τον παππού... Ήταν ο πιο γλυκός ύπνος που έκανε ποτέ!

2. Ο ύπνος πήρε γλυκά τον μικρό Βάνκα… Ονειρεύτηκε την αγαπημένη του μητέρα, την Πελαγία. Του ψιθύριζε στο αυτί το όνομα του χωριού και τη διεύθυνση του σπιτιού όπου δούλευε ο παππούς του. Ξύπνησε αναστατωμένος και σκέφτηκε πως έπρεπε να συμπληρώσει στο γράμμα τα στοιχεία που είδε στο όνειρό του. Κοίταξε το ξύλινο ρολόι που κρεμόταν στον τοίχο του τσαγκαράδικου και παρατήρησε πως ήταν πολύ νωρίς. Ο όρθρος δε θα είχε τελειώσει ακόμα! Αφού βεβαιώθηκε πως δεν είχαν γυρίσει τα αφεντικά του, άρπαξε την πένα, άνοιξε δισταχτικά τη βαριά εξώθυρα και γλίστρησε στον δρόμο σαν σκιά. Έτρεξε γρήγορα προς το κουτί όπου είχε ρίξει το γράμμα. Ευτυχώς, το λεπτό χεράκι του χωρούσε στη χαραμάδα και τα γράμματα που είχε μέσα το κουτί δεν ήταν πολλά. Ο Βάνκας κατάφερε να βρει το δικό του γράμμα, το ακούμπησε στο γόνατό του και έγραψε τη διεύθυνση και το όνομα του χωριού. Ύστερα φίλησε το γράμμα και το ξαναέριξε μέσα στο σιδερένιο ταχυδρομικό κουτί…
Π. Ελένη, Α3

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.