Κ. Μαριάννα, Α1
Τσ. Μαρία, Α3
Κ. Μαριάνθη, Α1
Η κόρη του δασκάλου και η αδελφή του ήρωα
Α. Λευτέρης, Α1
Τ. Ολυμπία, Α3
Μ. Τζωρτζίνα, Α2
Έγραψαν μια σελίδα στο ημερολόγιο του νεαρού τσαγκάρη ή της αδελφής του...
Από το ημερολόγιο του ήρωα
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Σήμερα βρέθηκα σε ένα μεγάλο δίλημμα και πήρα μια σημαντική απόφαση. Τα κόκκινα λουστρινένια γοβάκια που έφτιαχνα τόσον καιρό τα έδωσα στην αδελφή μου και όχι στον έρωτά μου, την κόρη του δασκάλου.
Σκέφτηκα πως, αν της τα έδινα, θα εκτιμούσε την πράξη μου και θα χαιρόταν, όμως για λίγο… Από τη στιγμή που θα μπουν στην ντουλάπα με τα υπόλοιπα παπούτσια της, θα τα ξεχάσει. Άλλωστε, εγώ μπροστά της δεν είμαι τίποτα, παρά μόνο ένας απλός βοηθός τσαγκάρη. Σίγουρα οι γονείς της έχουν μεγαλύτερες προσδοκίες για τον μέλλοντα γαμπρό τους. Οπότε, άδικος κόπος…
Αντίθετα, όταν έδωσα το δώρο στην αδελφή μου, η έκπληξη και η χαρά της ήταν τόσο μεγάλη! Χάρηκε, η καημένη η αδελφούλα μου, και επειδή δεν έχει καλά παπούτσια και, κυρίως, επειδή της τα έδωσε ο απόμακρος αδελφός της...
Πιστεύω πως έκανα την καλύτερη επιλογή που έδωσα τελικά τα κόκκινα λουστρίνια σ’ αυτήν… Είμαι σίγουρος πως θα θυμάται το δώρο μου για μια ζωή. Εξάλλου, τα αξίζει!
Κ. Δόμνα, Α1
Σήμερα βρήκα επιτέλους την ευκαιρία! Το αφεντικό μού έδωσε λεφτά για να πάω να πάρω τα δέρματα απ’ τον ταμπάκη, μιας και πάντα πετυχαίνω τις καλύτερες προσφορές. Μόλις έφτασα στο μαγαζί, έβγαλα με διακριτικότητα τα χρήματα που είχα κρύψει στο παπούτσι μου και τα έδωσα στον ταμπάκη. Με λίγα παζάρια, δέχτηκε να μου δώσει σε καλή τιμή το κόκκινο λουστρίνι που είχα βάλει στο μάτι. Όλο το απόγευμα τριγύρισα στους δρόμους της αγοράς ψάχνοντας, είχα απ’ την αρχή στον νου μου ένα σχέδιο και διάλεξα το ωραιότερο! Όταν γύρισα στο τσαγκαράδικο και αφού το αφεντικό με κέρασε καφέ, ευχαριστημένο από τις αγορές που έκανα, του ζήτησα να δουλέψω μόνος μου για μερικές μέρες, με τη δικαιολογία πως είχε μαζευτεί πολλή δουλειά. Βέβαια, αυτό το ψέμα έκρυβε μια αλήθεια, καθώς χρειάζομαι χρόνο, όπως και τα εργαλεία της δουλειάς, για να φτιάξω τα παπούτσια. Αυτή τη στιγμή σκέφτομαι πόσο χαρούμενη και ευτυχισμένη θα είναι εκείνη όταν της τα δώσω… Από ένα φτωχοπαίδι που δουλεύει στο τσαγκαράδικο θα γίνω ο ήρωάς της και θα είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο!
Όλο το βράδυ χτες δούλευα πάνω στα γοβάκια, κουραστικό και δύσκολο, αλλά τι είναι ο κόπος μπροστά στην αγάπη που θα μου δείξει; Το πρωί ζήτησα απ’ το αφεντικό να μην ξαναδουλέψω νυχτερινή βάρδια, τάχα πως κουράστηκα. Σημασία έχει πως τέλειωσα τα γοβάκια και είμαι πολύ ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα. Τώρα περιμένω πώς και πώς τη στιγμή που θα της τα δώσω… Ανυπομονώ να δω τη χαρά στο όμορφο πρόσωπό της και την εκτίμησή της για μένα στα μάτια της. Γιατί όχι και την αγάπη της;
Ήρθε η κρίσιμη μέρα. Δεν είχα όρεξη, κάθε μπουκιά έχανε τη νοστιμιά της μέσα στο στόμα μου. Ενώ περίμενα να κοιμηθούν τα μικρά και να σηκωθεί το τραπέζι για να τα συμφωνήσω με τη μάνα, παρατήρησα την αδερφή μου. Πόσο ξέθωρη ήταν σε σύγκριση με την αγαπημένη μου! Τα μαλλιά της δεν έπεφταν σγουρά στους ώμους, είχε μια ίσια πλεξούδα που την είχε δέσει μ’ ένα λαστιχάκι των πακέτων. Ούτε καμαρωτά περπατούσε, είχε μάθει να κοιτάει μόνιμα χάμω και κανένας δεν έβλεπε το χρώμα των ματιών της. Αλήθεια, τι χρώμα είχανε τα μάτια της; Φορούσε ξώφτερνα παπούτσια, για να έχει τα καλά της σκολιανά. Μέσα σε μια στιγμή σκέφτηκα πως εκείνη θα’ χε πολλά ζευγάρια που θα τ’ άφηνε να σκονίζονται… Αν της έδινα τα γοβάκια που έφτιαξα, θα μ’ έλεγε φχαριστώ, αλλά τελικά θα είχαν την ίδια μοίρα με τα υπόλοιπα. Δεν τ’ άξιζε αυτή, αλλά τ’ άξιζε η αδερφή μου. Έτσι, της τα έδωσα και μέσα σε μία στιγμή η όψη της άλλαξε, όπως μία σκηνή αλλάζει μέσα σ’ ένα καρέ! Τα κόκκινα γοβάκια φωτίσανε το ξέθωρο φουστάνι της και το γέλιο και η ευτυχία γέμισαν το σπίτι…
Στ. Θοδωρής, Α3
Από το ημερολόγιο της αδελφής του ήρωα
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Δεν μπορώ να περιγράψω τη χαρά μου! Σήμερα ο αδερφός μου μου χάρισε τα πιο υπέροχα παπούτσια. Είναι κατακόκκινα, από καλής ποιότητας λουστρίνι. Και να φανταστείς πως είχα μόνο ένα ζευγάρι, κι αυτό ήταν τρύπιο… Είμαι ενθουσιασμένη! Όταν τα φοράω αισθάνομαι όμορφη, ξεχωριστή… Πόση ευτυχία μπορεί να σου χαρίσει ένα δώρο!
Το μόνο που σκέφτομαι συνεχώς και με προβληματίζει είναι πώς θα μπορέσω να του το ανταποδώσω, αφού δεν έχω λεφτά… Ίσως να του μαγείρευα το αγαπημένο του φαγητό και να το βρει μόλις γυρίσει από τη δουλειά… Θα του το έχω ζεστό και σερβιρισμένο! Θα καταφέρω άραγε να του εκφράσω την αγάπη και την ευγνωμοσύνη μου;
Το ελπίζω…
Κ. Μαριάννα, Α1
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Σήμερα μου συνέβη κάτι το αναπάντεχο. Ο αδερφός μου μου χάρισε ένα ζευγάρι κόκκινα λουστρίνια! Στην αρχή ξαφνιάστηκα γιατί δεν το περίμενα, αλλά μετά ενθουσιάστηκα και χάρηκα πολύ. Από τη στιγμή που μου έδωσε τα παπούτσια, συναισθήματα αδελφικής αγάπης γέμισαν την καρδιά μου. Κατάλαβα πόσο πολύ μ’ αγαπάει και νοιάζεται για μένα. Ενώ δουλεύει πολλές ώρες και κουράζεται τόσο, κατάφερε να βρει χρόνο για να φτιάξει μόνος του αυτό το υπέροχο δώρο!
Με την πράξη του αυτή ο αδερφούλης μου μου έδωσε μεγάλη χαρά και θα ήθελα να μπορούσα κι εγώ να του κάνω ένα δώρο, για να του ανταποδώσω την αγάπη του… Αυτή είναι μια απ’ τις καλύτερες στιγμές της ζωής μου και τον ευχαριστώ απ’ τα βάθη της ψυχής μου!
Τσ. Ευαγγελία, Α3
Άλλοι/ες προτίμησαν να δώσουν μια άλλη εξέλιξη στο διήγημα.
...Επιτέλους ήρθε η κρίσιμη μέρα, η μέρα που ο νεαρός τσαγκάρης θα πήγαινε τα γοβάκια στην αγαπημένη του. Μάζεψε λοιπόν το θάρρος του και χτύπησε την πόρτα της. Του άνοιξε η ίδια. Αν και ξαφνιασμένη, τον δέχτηκε κι αυτός της πρόσφερε το δώρο του. Μόλις το ξετύλιξε από το χάρτινο περιτύλιγμά του, η κόρη του δασκάλου εντυπωσιάστηκε. Δεν είχε δει ποτέ τέτοια παπούτσια στη ζωή της. Είχε μείνει άφωνη και τα μάτια της έλαμπαν! Εκείνη όμως τη στιγμή μπήκε ο πατέρας της, ο αυστηρός δάσκαλος. Θυμωμένος που είδε την κόρη του με τον γιο της υπηρέτριάς τους, την έστειλε στο δωμάτιό της και είπε στον νεαρό τσαγκάρη: «Μην ξοδεύεις τον χρόνο σου άδικα. Νομίζεις πως θα αφήσω την κόρη μου να κάνει παρέα με παιδιά σαν κι εσένα; Δεν πρόκειται να πέσει σε τόσο χαμηλό επίπεδο… Πάρε τα παπούτσια σου και φύγε!». Ο νεαρός αναγκάστηκε να φύγει σαστισμένος και απογοητευμένος. Οι ελπίδες του συντρίφτηκαν από τη σκληρή πραγματικότητα…
Ν. Μαρία, Α2
...Έδιωξε κάθε άλλη σκέψη από το μυαλό του… Αποφάσισε εκπληρώσει την αρχική του επιθυμία, να δώσει τα λουστρίνια στην κόρη του δασκάλου που τόσο αγαπούσε. Έβγαλε τα παπούτσια από την κρυψώνα. Η αδελφή του είδε το κουτί...
- Τι είναι αυτό, αν επιτρέπεται;
- Εεεε τίποτα, δεν είναι τίποτα!
- Εντάξει, συγγνώμη…
- Βασικά… είναι κάτι… είναι ένα δώρο…
- Για κάποιο κορίτσι να φανταστώ;
- Ν… ναι…
- Είμαι σίγουρη ότι είναι πολύ ωραίο και ότι θα της αρέσει…
Η μητέρα τους τους διέκοψε:
- Τι λέτε εσείς οι δυο;
- Έλα, μάνα, να σου πω…
- Αχ, παιδί μου, πες μου τι θες γρήγορα, γιατί πρέπει να πάω και στον δάσκαλο. Να ‘ρθεις και συ μαζί μου να με βοηθήσεις με τα πλυμένα ρούχα.
Ούτε παραγγελιά να το ‘χα, σκέφτηκε ο νεαρός τσαγκάρης.
- Φυσικά, μητέρα, είμαι και ξεκούραστος σήμερα και θα χαρώ πολύ να σε βοηθήσω!
- Τόσο πρόθυμος, πρώτη φορά…
Ο μικρός δεν την άκουγε πια… Ονειροπολούσε. Σκεφτόταν την κόρη του δασκάλου… Σκεφτόταν πώς θα της έδινε το δώρο του, τα κατακόκκινα λουστρίνια… Τι θα σκεφτόταν άραγε η αγαπημένη του;
Όταν έφτασαν στο σπίτι του δασκάλου, την είδε να κάθεται στο μπαλκόνι του δωματίου της. Άφησε τα ρούχα στη μητέρα του και με το δώρο του στα χέρια πήγε κοντά της…
- Θα ήθελα να σου δώσω κάτι… Ορίστε. Αυτά είναι για σένα!
Της έδωσε το κουτί με τα γοβάκια.
- Αχ, είναι πολύ ωραία, ευχαριστώ…
Η κοπέλα πήρε τα κόκκινα λουστρίνια, άνοιξε ένα τεράστιο ντουλάπι και τα έβαλε μέσα. Ο νεαρός τσαγκάρης έμεινε άφωνος. Δεκάδες ακόμα λουστρινένια γοβάκια σε διάφορα χρώματα! Σε μια στιγμή κατάλαβε πολλά και μετάνιωσε που αποφάσισε να χαρίσει τα παπούτσια στην κόρη του δασκάλου και όχι στην αδελφή του. Δεν μπορούσε όμως πια να αλλάξει τα γεγονότα…
Έφυγε με σκυμμένο κεφάλι χωρίς να τη χαιρετήσει. Ένιωθε μικρός και ανώριμος…
Μ. Δανάη, Α2
Την κρίσιμη μέρα ο νεαρός τσαγκάρης τύλιξε τα λουστρίνια, τα πήρε μαζί του και περίμενε να μιλήσει στη μάνα του για το σχέδιό του. Ήθελε πρώτα να κοιμηθούν τα άλλα παιδιά, ώστε κανείς να μην τους δει να μιλάνε. Όταν πια άνοιξε την καρδιά του στη μητέρα του, δεν μπορούσε να περιμένει να έρθει το πρωί…
Σε κάποια στιγμή τον πήρε ο ύπνος και είδε ένα κακό όνειρο: έβρεχε, λέει, τα λουστρίνια είχαν βραχεί και αυτός, όταν πήγε να τα δώσει στην κόρη του δασκάλου, έγινε ρεζίλι. Ξύπνησε καταϊδρωμένος, αλλά καθησυχάστηκε με τη σκέψη ότι δεν ήταν παρά ένα όνειρο…
Το πρωί ξεκίνησε μαζί με τη μητέρα του για το σπίτι του δασκάλου. Στη διαδρομή όμως άρχισε να βρέχει πολύ δυνατά, όπως είδε στο όνειρό του! Το κουτί που είχε τα λουστρίνια πότισε από τα νερά κι έτσι τα παπούτσια έγιναν μούσκεμα και λερώθηκαν. Όταν επιτέλους έφτασαν, χτύπησε την πόρτα και τους άνοιξε η κόρη του δασκάλου. Ο νεαρός τσαγκάρης της είπε ότι έχει ένα δώρο γι’ αυτήν και της έτεινε το κουτί, που ήταν σε κακή κατάσταση. Μόλις το άνοιξε, αντί να χαρεί, η κόρη του δασκάλου δυσαρεστήθηκε πολύ, γιατί είδε ότι τα γοβάκια ήταν μουσκεμένα και λερωμένα, του έδωσε ένα χαστούκι και τους έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα. Από τότε δεν του ξαναμίλησε ποτέ… Ο ήρωάς μας πέταξε τα κόκκινα λουστρίνια στον κάδο των σκουπιδιών και ήταν για πολύ καιρό θλιμμένος…
Ν. Λεωνίδας, Α2
[...] Την κοίταξε προσεκτικά. Πόσο κατώτερη φάνταζε μπροστά στην άλλη! Τα μαλλιά της, το βάδισμά της δεν έμοιαζαν καθόλου μ’ αυτά της κόρης του δασκάλου. Ποτέ δεν την είχε δει να περπατάει με το κεφάλι ψηλά. Η μάνα τους την είχε μάθει από μικρή να βαδίζει με το κεφάλι σκυφτό, να κοιτάζει πάντα στο χώμα. Δε θυμάται ούτε τι χρώμα έχουν τα μάτια της. Δε θυμάται, ή μήπως δεν τα έχει προσέξει ποτέ;
Της μίλησε και αυτή του αποκρίθηκε στρέφοντας το κεφάλι της προς αυτόν. Το χρώμα των ματιών της ήταν καφετί, συνηθισμένο, ίδιο με όλων των κοριτσιών του κόσμου. Με όλων των κοριτσιών εκτός από την αγαπημένη του! Ακόμα και τα ρούχα της ήταν παλιά και φτωχικά. Στα πόδια της φορούσε εξώφτερνα παπούτσια, ενώ η κόρη του δασκάλου θα είχε σίγουρα πολλά παπούτσια κατάλληλα για κάθε περίσταση! Πόσο περήφανος θα ένιωθε όταν θα τη συναντούσε να περπατάει καμαρωτά, φορώντας τα κόκκινα λουστρίνια που ό ίδιος έφτιαξε και επέλεξε να της χαρίσει!
Όταν πια επικράτησε ησυχία στο σπίτι, αποφάσισε να μιλήσει στη μητέρα του για το σχέδιό του. Φοβόταν μήπως η μάνα τον εμπόδιζε να χαρίσει το δώρο που ήθελε στην αγαπημένη του. Ωστόσο, ο ίδιος ήταν αποφασισμένος και σίγουρος πως αυτό το μοναδικό ζευγάρι παπούτσια θα έβρισκε τη θέση του όχι μόνο ανάμεσα στα άλλα παπούτσια της κόρης του δασκάλου, αλλά και στην καρδιά της. Δεν μπορεί κανένας άλλος να της έχει χαρίσει ένα τέτοιο δώρο, φτωχός ή πλούσιος.
Η μάνα του είχε στερηθεί τόσα πολλά στη ζωή της που δεν έφερε αντίρρηση στον έρωτα του γιου της. Μάλιστα του εγγυήθηκε πως δε θα το μάθαινε κανένας άλλος, αλλά και πως θα τον βοηθούσε να φτάσει τελικά το δώρο αυτό στα χέρια της κοπέλας. Τώρα ήταν ακόμα πιο βέβαιος για την απόφασή του.
Η κρίσιμη μέρα έφτασε και όλα ήταν κανονισμένα. Η μάνα θα τον έπαιρνε μαζί της στο σπίτι του δασκάλου όπου δούλευε, τάχα για να τη βοηθήσει. Εκείνος θα εκμεταλλευόταν την ευκαιρία για να χαρίσει το πανέμορφο δώρο στην κόρη της οικογένειας.
Έτσι κι έγινε. Ή μάλλον κάπως έτσι… Ο νεαρός τσαγκάρης άδραξε την πρώτη ευκαιρία και πήγε να μιλήσει στην κόρη του δασκάλου για τα συναισθήματα που έτρεφε γι’ αυτήν. Εκείνη ξαφνιάστηκε και του χαμογέλασε δειλά. Αυτός, ενθαρρυμένος, της έδωσε το δώρο του. Αισθανόταν πολύ σίγουρος για την εντύπωση που θα έκανε! Πράγματι, η κοπέλα χάρηκε πολύ, ευχαρίστησε τον νεαρό και τοποθέτησε τα λαμπερά κόκκινα λουστρίνια στο ράφι με τα υπόλοιπα παπούτσια της.
Παρόλη τη σιγουριά που ένοιωθε ο νεαρός τσαγκάρης για την επιτυχία του, περίμενε καιρό για να δει το δώρο του φορεμένο στα πόδια της αγαπημένης του. Μα και όταν το είδε απογοητεύτηκε πολύ, γιατί η κόρη του δασκάλου φόρεσε τα λουστρινένια γοβάκια και βγήκε για να τη θαυμάσει όχι αυτός που τα έφτιαξε και της τα χάρισε, αλλά ο νεαρός με τον οποίο ήταν αυτή κρυφά ερωτευμένη!
Χ. Νεφέλη, Α3
...Η μέρα που ο νεαρός τσαγκάρης θα έδινε το δώρο του στην αγαπημένη του είχε έρθει. Ταραγμένος, χτύπησε την πόρτα της. Η κόρη του δασκάλου έτρεξε να ανοίξει. Έλαμπε από ομορφιά και φορούσε στα μαλλιά της ένα ωραίο λουλούδι που μοσχοβολούσε. Του χαμογέλασε γλυκά… Όταν της έδωσε το δώρο του, εντυπωσιάστηκε και φώναξε «Τι ωραία γοβάκια! Αχ, πάντα ήθελα ένα τέτοιο ζευγάρι γοβάκια… Ευχαριστώ πολύ!». Τον φίλησε στο μάγουλο…
Η καρδιά του νεαρού τσαγκάρη γέμισε με χαρά. Μπορούσε λοιπόν να ελπίζει…
Π. Χρήστος, Α3
Και δύο διαφορετικές εκδοχές για το τέλος του διηγήματος σε μορφή διαλόγου...
Διάλογος του τσαγκαρόπουλου με την κόρη του δασκάλου
- Καλημέρα, δεσποινίς!
- Ορίστε! Θέλεις κάτι;
- Αυτό είναι για σας! Ένα δώρο…
- Δώρο; Μα δεν έχω τα γενέθλιά μου!
- Ανοίξτε το κουτί να δείτε αν σας αρέσει…
- Αχ! Ένα ζευγάρι κόκκινα λουστρίνια! Μα πώς; Ένα φτωχό παιδί σαν εσένα δεν έχει χρήματα…
- Δουλεύω σε τσαγκαράδικο και τα έφτιαξα μόνος μου για σας… Θα σας πηγαίνουν τόσο πολύ!
- Η αλήθεια είναι πως μου αρέσουν! Όμως έχω τόσα πολλά παπούτσια… Δεν ξέρω ποια να πρωτοφορέσω!
- Σαν τα δικά μου παπούτσια όμως αποκλείεται να έχετε ξαναβάλει! Το σχέδιο έγινε αποκλειστικά γι’ αυτά…
- Καλά, ας είναι… Φεύγω τώρα γιατί βιάζομαι! Έχω να πάω στη μοδίστρα για πρόβα.
- Μα δε θα τα δοκιμάσετε; Να δούμε αν σας ταιριάζουν…
- Νεαρέ, το παράκανες! Άφησέ τα εκεί στη γωνία και φύγε!
Διάλογος του τσαγκαρόπουλου με την αδερφή του
- Αδερφέ μου, έλα, το τραπέζι είναι έτοιμο!
- Περίμενε, αδερφούλα! Έχω κάτι να σου δώσω…
- Μα τι είναι; Τι έχει μέσα αυτό το δέμα;
- Είναι ένα δώρο για σένα. Άνοιξέ το!
- Πω πω, τι ωραίο ζευγάρι παπούτσια! Μάνα, πατέρα, ελάτε να δείτε! Αυτά τα παπούτσια είναι δικά μου! Μα θα είναι σίγουρα πανάκριβα. Πώς τα αγόρασες;
- Τα έφτιαξα μόνος μου! Πρώτα αγόρασα το λουστρίνι με τις οικονομίες μου, έπειτα βρήκα το σχέδιο και τέλος τα κατασκεύασα. Τι νομίζεις ότι μαθαίνω τόσον καιρό στο τσαγκαράδικο;
- Αδερφούλη μου, δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω! Θα είναι τα καλά μου παπούτσια και θα τα φοράω στις γιορτές! Το ξέρεις πως δεν έχουμε χρήματα για περισσότερα…
- Σου αξίζουν, αδερφούλα, για όλα όσα κάνεις για μας. Όταν μπορέσω, θα σου φτιάξω κι άλλα!
Π. Χριστίνα, Α3
Αλλά και ένα πραγματικά εξαιρετικό ποίημα!
σαν τα φλογισμένα μάγουλα των παιδιών
σαν τον ορίζοντα του βυθισμένου απογευματινού ήλιου
σαν το αίμα στο γόνατό σου…
Τρέχω στον κόκκινο πυρωμένο δρόμο
Κόκκινες φλόγες με κυνηγούν
Κόκκινες ιδέες μου περνούν από το μυαλό
Το μαγαζί έχει βαφτεί κόκκινο βελούδο
- Πόσο κάνει; Θα το αγοράσω…
τα χέρια μου κοκκινίζουν, ακτινοβολούν, με καίνε
Είναι κόκκινα σαν τα χείλη της
Χ. Ειρήνη, Α3