Και πάλι στο πλαίσιο της διδασκαλίας του διηγήματος της Έλλης Αλεξίου "Όμως ο μπαμπάς δεν ερχόταν...", η εμπνευσμένη αναδιήγησή του από την οπτική γωνία του σιδηρόδρομου (!) οδήγησε σε ένα πρωτότυπο διήγημα με τίτλο:
Όμως το παιδί που περίμενα δεν ερχόταν…
Γεια σας! Να σας συστηθώ… Είμαι ένας σιδηρόδρομος, ο Τσαφ-Τσουφ, και από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ζω στη μπροστινή βιτρίνα ενός καταστήματος παιχνιδιών. Οι καλύτεροί μου φίλοι είναι η γέφυρα και οι ράγες. Είμαστε κυριολεκτικά αχώριστοι! Πριν από λίγο καιρό ήταν και άλλα πολλά παιχνίδια γύρω μου. Στα δεξιά μου ήταν μια αρκούδα και από πάνω μου ένα υπερκινητικό αεροπλανάκι, που έφερνε όλο γύρους και με ζάλιζε όταν το κούρδιζαν. Τώρα έχω μείνει μόνος… Μάλιστα έχω πια σταματήσει να φέρνω γύρους περήφανα.
Τι ωραία που ήταν πριν την Πρωτοχρονιά! Ήμουν το καμάρι του μαγαζιού. Όλα τα παιδιά σε ολόκληρη την Αθήνα μιλούσαν για μένα. Μόλις τελείωνε το σχολείο, ερχόντουσαν εδώ, έξω από το μαγαζί, κολλούσαν τα προσωπάκια τους στο τζάμι και μου έκαναν κοπλιμέντα. Έλεγαν το ένα στο άλλο πόσο υπέροχος είμαι, πώς αναβοσβήνουν τα φώτα μου, με πόση χάρη περνάω τη γέφυρα... Στο τέλος κατέληγαν να κάνουν σχέδια για το πώς θα με αποκτήσουν. Κι εγώ όμως τα παρατηρούσα… Άκουγα κάθε τι που έλεγαν και βάζαμε στοιχήματα με τα άλλα παιχνίδια για το ποιο παιδί θα με αγοράσει. Βλέπαμε, ας πούμε, τον γιο του δασκάλου. Η αρκούδα στοιχημάτιζε πως αυτός θα με αποκτήσει. Καυχιόταν διαρκώς πως στον πατέρα του θα δώσουν δύο μισθούς για τις γιορτές... Ένα άλλο παιδί πάλι έλεγε ότι οι συγγενείς του θα βάλουν όλοι λεφτά για να με αγοράσουν. Σε αυτόν στοιχημάτιζε το αεροπλανάκι, αφού, όπως έλεγε, τόσοι άνθρωποι θα καταφέρουν σίγουρα να μαζέψουν τα απαιτούμενα λεφτά. Είμαι, βλέπετε, πολύ ακριβός…
Εμένα όμως εντύπωση μου έκαναν δύο φτωχοντυμένα αδέρφια, που έρχονταν να με επισκεφτούν κάθε μέρα. Ήταν αδικημένα από τη ζωή, καθώς ο πατέρας τους έλειπε εδώ και εννιά ολόκληρα χρόνια στην εξορία, όπως έμαθα από τα άλλα παιχνίδια. Τα άκουγα να λένε πως περιμένουν τον μπαμπά τους να γυρίσει για να με αγοράσει. Αν ήταν στο χέρι μου να επιλέξω ιδιοκτήτη, σίγουρα θα διάλεγα τα αδέρφια αυτά, γιατί καταλάβαινα ότι με χρειάζονται περισσότερο από τα άλλα παιδιά, ότι έχουν ανάγκη τη χαρά που μπορώ να προσφέρω.
Έτσι περνούσαν οι μέρες, και εγώ ήμουν χαρούμενος γιατί, όπως ξέρετε, το όνειρο κάθε σιδηρόδρομου και γενικότερα κάθε παιχνιδιού είναι να κάνει τα παιδιά ευτυχισμένα. Και φαινόταν πως, χωρίς καν να έχω αγοραστεί ακόμα, πετύχαινα ήδη τον στόχο μου με τα όνειρα που άναβα στο μυαλό τους…
Δύο μέρες πριν την Πρωτοχρονιά όμως, όταν τα παιδιά μαζεύτηκαν γύρω μου πάλι, ήταν όλα περίλυπα. Κανένα δεν μπορούσε τελικά να με αγοράσει! Ο γιος του καθηγητή δε με πήρε, επειδή στον πατέρα του δεν έδωσαν τον δεύτερο μισθό. Αλλά ούτε και το αγοράκι που ο θείος του είχε ένα περίπτερο με απόκτησε, επειδή οι συγγενείς του προτίμησαν να του αγοράσουν ένα παλτό. Όσο για τα αδέρφια με τα λαμπερά μάτια, αυτά είχαν διπλή ατυχία. Ο μπαμπάς τους δε γύρισε από την εξορία για να με αγοράσει… Αυτά τα παιδιά μείνανε και χωρίς πατέρα και χωρίς δώρο τις γιορτινές αυτές μέρες.
Στην αρχή δεν μπορούσα να το πιστέψω! Μα ήταν τόσα τα παιδιά που θέλανε να με αγοράσουν, πώς γινόταν κανένα να μην τα καταφέρει; Σιγά σιγά, οι ομαδικές επισκέψεις σταμάτησαν. Βέβαια, όσα παιδιά τύχαινε να περνάνε έξω από το μαγαζί γυρνούσαν και μου ρίχνανε ένα βλέμμα λυπημένο, άδειο από ελπίδα και χαρά. Και τότε ήταν που αποφάσισα να σταματήσω να λειτουργώ, να σταματήσω να τρέχω και να ανεβαίνω το βουνό, να σταματήσω να τραβώ τα παιδικά βλέμματα. Γιατί είχα αποτύχει… Δεν κατάφερα να κάνω τα παιδιά χαρούμενα, δεν εκπλήρωσα τον σκοπό της ύπαρξής μου. Αντίθετα, έφερα μόνο στεναχώρια, στα ίδια και στα σπίτια τους. Γι’ αυτό σταμάτησα. Ίσως σε λίγο καιρό που θα αρχίσουν να με βλέπουν ακίνητο και σκονισμένο, να πάψουν να με λαχταρούν πια…
Είμαι λοιπόν και εγώ σαν τα δύο αδέρφια: το παιδί που περίμενα δεν ήρθε ποτέ…