Με αφορμή το διήγημα της Ειρήνης Μάρρα "Τα κόκκινα λουστρίνια", οι μαθητές και οι μαθήτριες της Α΄ Γυμνασίου ζωγράφισαν...
Τα κόκκινα λουστρίνια
Α. Ορέστης - Κ. Νίκος, Α1
Α. Ιορδάνης, Α2
Α. Χρήστος, Α2
Σ. Χριστίνα, Α3
Ο νεαρός τσαγκάρης κατασκευάζει τα κόκκινα λουστρίνια
Γ. Κωνστανίνα, Α1
Η χαρά της αδελφής του ήρωα
Π. Κυριακή, Α2
Π. Κλαούντια, Α2
Το δίλημμα
Ι. Εύη, Α1
Λ. Όλγα, Α1
Μ. Αναστασία, Α1
Τ. Αναστάσης, Α2
Μ. Νίκη, Α3
Μ. Ευαγγελία, Α3
Χ. Ελένη, Α3
Άλλοι/ες προτίμησαν να γράψουν μια σελίδα στο ημερολόγιο του νεαρού τσαγκάρη ή της αδελφής του...
Από το ημερολόγιο του ήρωα
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Είμαι ερωτευμένος με το πιο όμορφο κορίτσι του κόσμου! Η κόρη του δασκάλου με θάμπωσε από την πρώτη στιγμή που την είδα. Έχει σγουρά μαλλιά και μεγάλα μάτια. Πάντα περπατά περήφανα και έχει στητό κορμί. Τη βλέπω και την καμαρώνω! Τη σκέφτομαι συνέχεια... Πόσο θα ήθελα να κερδίσω την καρδιά της! Αλλά έχω μια καλή ιδέα για να την κάνω να με προσέξει. Θα της κάνω δώρο ένα ζευγάρι λουστρινένια γοβάκια! Τις προάλλες, που πήγα πάλι με τη μάνα μου στο σπίτι τους, μέτρησα το παπούτσι της με την παλάμη μου, χωρίς να με καταλάβει. Πρέπει βέβαια να μαζέψω λεφτά, να διαλέξω το πιο λαμπερό δέρμα, το πιο αρχοντικό σχέδιο. Μόνο αυτό της ταιριάζει! Θα τα ετοιμάσω εγώ και θα περιμένω την κατάλληλη στιγμή να της τα δώσω. Ίσως μια γιορτή, θα δούμε… Είμαι σίγουρος ότι θα χαρεί πολύ! Δεν μπορεί, θα με συμπαθήσει, κι αν με συμπαθήσει, ποιος ξέρει…
Π. Ιάκωβος, Α2
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα περίμενα, όπως σχεδίαζα τόσον καιρό....
Όταν έφτασε η μέρα της γιορτής της, τα κόκκινα λουστρίνια που ετοίμασα για την καλή μου περίμεναν έτοιμα και αστραφτερά στο μαγαζί. Τα τύλιξα όμορφα όμορφα χωρίς να με δει κανείς, τα πήρα μαζί μου και τα έκρυψα στο σπίτι. Έπρεπε να μιλήσω πρώτα με τη μάνα μου, για να μεσολαβήσει να της τα δώσω. Αλλά πρώτα έπρεπε να φάμε και να κοιμηθούν τα μικρά αδέλφια μου, για να είμαστε μόνοι. Δεν είχα καμία όρεξη να φάω, τα φαγητά μου φαίνονταν άνοστα. Είχα τον νου μου μόνο στην κόρη του δασκάλου και δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο.
Ενώ εγώ ήμουν χαμένος στις σκέψεις μου, η αδερφή μου σήκωνε το τραπέζι. Την πρόσεξα και ήταν σαν να την έβλεπα πραγματικά για πρώτη φορά! Άθελά μου τη σύγκρινα με την κόρη του δασκάλου. Δεν είχε πλούσια σγουρά μαλλιά, αλλά μια πλεξούδα σφιχτοδεμένη στον σβέρκο της μ’ ένα απλό λαστιχάκι. Δεν περπατούσε καμαρωτά όπως η άλλη, αλλά κοιτάζοντας ταπεινά το χώμα, έτσι που δεν έβλεπες το χρώμα των ματιών της. Τα ρούχα της ήταν φτωχικά και ξεθωριασμένα, ενώ στα πόδια της φορούσε εξώφτερνα παπούτσια, για να μη χαλάει τα καλά της στο σπίτι…
Σε μια στιγμή, κατάλαβα τι έπρεπε να κάνω! Σκέφτηκα πως η κόρη του δασκάλου σίγουρα θα έχει ήδη τόσο πολλά ζευγάρια παπούτσια, που δε θα ξέρει τι να πρωτοφορέσει. Τα κόκκινα λουστρίνια που σκόπευα να της χαρίσω αργά ή γρήγορα θα τα έβαζε στο ράφι μαζί με τα άλλα. Εντύπωση θα της έκανε μόνο το δώρο μου και όχι εγώ. Αλλά η αδελφή μου τα χρειαζόταν πραγματικά τα όμορφα παπούτσια που είχα φτιάξει. Και της άξιζε να έχει κι αυτή μια φορά στη ζωή της μια μικρή πολυτέλεια… Αυτά συλλογίστηκα, και ήταν σαν να σβήστηκε μονομιάς η κόρη του δασκάλου. Έδωσα τα λουστρινένια γοβάκια στην αδελφούλα μου! Η χαρά της δεν περιγράφεται… Ήταν σαν να άστραψε όλο το φτωχικό μας! Κι εγώ ένιωσα μεγάλη συγκίνηση και περηφάνια που πήρα τη σωστή απόφαση και της στάθηκα σαν καλός αδελφός. Αυτή ήταν από τις ωραιότερες στιγμές της ζωής μου…
Κ. Άννα, Α2
Από το ημερολόγιο της αδελφής του ήρωα
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Ζωή σε μια φτωχή πολυμελή οικογένεια όπως η δική μας σημαίνει δουλειά από το πρωί ως το βράδυ. Η μάνα μας δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνη της στο σπίτι κι εγώ, ως η μεγαλύτερη κόρη, προσπαθώ με κάθε τρόπο να τη βοηθήσω. Καθαρίζω, μαγειρεύω, συμμαζεύω, φροντίζω τα μικρότερα αδέλφια μου. Δεν υπάρχει ούτε ο χρόνος, ούτε η οικονομική άνεση να ασχοληθώ λίγο με τον εαυτό μου, να περιποιηθώ τα μαλλιά μου, να στολιστώ και βγω λίγο έξω κι εγώ, σαν νεαρό κορίτσι που είμαι. Καμιά φορά με παίρνει το παράπονο…
Σήμερα όμως δεν έχω κανένα λόγο να παραπονιέμαι. Σήμερα νιώθω πριγκίπισσα! Μόλις είχα ησυχάσει τα μικρά, που πάλι ξεσήκωναν τον κόσμο και πάλευαν με τα μαξιλάρια, και μάζευα το τραπέζι. Ο αδελφός μου, από την ώρα που ήρθε σπίτι από τη δουλειά του στο τσαγκάρικο, έμοιαζε χαμένος στον κόσμο του. Και τότε, εκεί που νόμιζα ότι δεν πρόσεχε καν την παρουσία μου, μου μίλησε γλυκά και μου χάρισε ένα πανέμορφο ζευγάρι παπούτσια, τα πιο λαμπερά κόκκινα λουστρίνια που έχω δει στη ζωή μου. Μου είπε μάλιστα πως τα έφτιαξε ο ίδιος! Δεν πίστευα στα μάτια μου. Η καρδιά μου πήγε να σπάσει από χαρά! Η πράξη του με συγκίνησε πολύ… Μα πού βρήκε τα χρήματα για το λουστρίνι; Και πότε τα έφτιαξε; Σίγουρα μάζευε λεφτά από καιρό, ίσως να δούλεψε και νυχτέρι, κι όλα αυτά για μένα! Είμαι τόσο τυχερή, που έχω τον καλύτερο αδελφό που υπάρχει!
Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα δικό μου κάτι τόσο όμορφο… Το βράδυ θα κοιμηθώ με τα κόκκινα λουστρίνια μου στην αγκαλιά μου και πιστεύω πως θα δω τα πιο υπέροχα όνειρα!
Π. Άγγελος, Α3
Και μια άλλη εξέλιξη στο διήγημα!
Το επόμενο πρωί ο νεαρός τσαγκάρης τρωγόταν από την ανυπομονησία να πάει στο σπίτι της κόρης του δάσκαλου. Είχε τα γενέθλιά της, οπότε δε θα έβρισκε καλύτερη αφορμή για να της δώσει το δώρο του. Όλη τη μέρα σκεφτόταν την αγαπημένη του. Δεν μπορούσε να τη βγάλει από το μυαλό του. Φανταζόταν τη χαρά της τη στιγμή που θα της έδινε τα κόκκινα γοβάκια και έλπιζε πως θα ανταποκρινόταν στα αισθήματά του…
Όταν έφτασε η κρίσιμη ώρα, φόρεσε τα καλά του, χτενίστηκε, πήρε τα λουστρίνια τυλιγμένα σε ένα ωραίο πακέτο και, αφού η μητέρα του τον σταύρωσε τρεις φορές, κίνησε για το σπίτι του δασκάλου. Μπροστά την πόρτα της τα γόνατα του έτρεμαν και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, όμως τώρα πια δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Πήρε μια βαθιά ανάσα και χτύπησε να του ανοίξουν.
Η ίδια η κόρη του δασκάλου πρόβαλε στο κατώφλι, καλοχτενισμένη, στολισμένη, πανέμορφη όπως πάντα. Τον κοίταξε με έκπληξη. Ήταν φανερό πως δεν περίμενε να τον δει μπροστά της… Το τσαγκαρόπουλο της ευχήθηκε να τα εκατοστήσει και της πρόσφερε με τρεμάμενα χέρια το δώρο του. Αυτή το άνοιξε γεμάτη περιέργεια. Μόλις είδε τα κόκκινα γυαλιστερά γοβάκια, τα μάτια της άστραψαν από χαρά. Η κόρη του δασκάλου ευχαρίστησε θερμά τον νεαρό, αλλά πάνω που αυτός έπαιρνε λίγο θάρρος, τον αποχαιρέτησε βιαστικά εκεί, στην πόρτα. Δεν τον κάλεσε καν μέσα στο σπίτι, να τον κεράσει κάτι για τη γιορτή της… Τότε αυτός συνειδητοποίησε την αλήθεια. Πράγματι, τα λουστρίνια που έφτιαξε με τόσο κόπο για την κοπέλα που αγαπούσε της άρεσαν πολύ και δεν έβλεπε την ώρα να τα δοκιμάσει. Αλλά η χαρά και το «ευχαριστώ» της ήταν απλά και μόνο για τα παπούτσια και όχι για τον ίδιο. Πληγώθηκε βαθιά και έφυγε με σκυμμένο το κεφάλι…
Την επόμενη μέρα πήγε στη δουλειά του γεμάτος απογοήτευση. Ούτε τον καφέ του δεν ήθελε να πιει. Είχε κάνει ένα μεγάλο λάθος. Κατάλαβε πως η αδερφή του ήταν αυτή που άξιζε περισσότερο το δώρο του. Αλλά αυτό το λάθος μπορούσε να το διορθώσει! Η ψυχή του ανακουφίστηκε, τα σύννεφα της θλίψης σκορπίστηκαν και έπιασε πάλι τη φαλτσέτα με το τραγούδι. Άρχισε να καταστρώνει ένα άλλο σχέδιο…
Κ. Δημήτρης. Α2
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.