Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

Ο Βάνκας

Στο πλαίσιο της διδασκαλίας του διηγήματος του Άντον Τσέχωφ "Ο Βάνκας" οι μαθητές και οι μαθήτριες της Α΄ Γυμνασίου εκφράστηκαν μέσα από τη ζωγραφική ή το κόμικς...

Ο Βάνκας
Ζ. Αναστασία, Α1
Παππούς και εγγονός
Θ. Ελεάννα, Α2
Το γράμμα
Γ. Κωνσταντίνα, Α1

Άλλοι/ες προτίμησαν να δώσουν ένα άλλο τέλος στο διήγημα, επεκτείνοντας την ιστορία του Βάνκα. 

   Πέρασαν και οι γιορτές και ο παππούς δεν ερχόταν… Ο Βάνκας άρχισε να αναρωτιέται μήπως δεν είχε λάβει το γράμμα του. Αλλά τα αφεντικά του τον έδερναν και τον κακομεταχειρίζονταν όλο και περισσότερο, και δεν άντεχε να περιμένει άλλο. Έτσι, μια μέρα που έμεινε μόνος στο μαγαζί αποφάσισε να το σκάσει. Ο χειμώνας είχε περάσει και δε φοβόταν πια ότι θα πέθαινε στον δρόμο από το κρύο. Μάζεψε το κουράγιο του και τα λιγοστά πράγματά του κι έφυγε!
   Για καλή του τύχη, βγαίνοντας από την πόλη, συνάντησε μια καρότσα που κατευθυνόταν προς την περιοχή όπου βρισκόταν το χωριό του και ο αμαξάς, όταν του είπε την ιστορία του, δέχτηκε να τον πάρει μαζί του. Η διαδρομή του φάνηκε ατέλειωτη… Δεν έβλεπε την ώρα να συναντήσει τον αγαπημένο του παππού. Ήταν σίγουρος ότι, όταν μάθαινε τα βάσανά του, θα τον κρατούσε να ζήσει κοντά του… 
   Η καρότσα τον άφησε μια μέρα δρόμο από το χωριό και ο Βάνκας συνέχισε με τα πόδια. Όταν επιτέλους είδε το σπίτι από μακριά, η καρδιά του πήγε να σπάσει! Κουρασμένος και πεινασμένος, αλλά γεμάτος χαρά, χτύπησε την πόρτα. Του άνοιξε μια από τις υπηρέτριες και τον οδήγησε στην κουζίνα. Εκεί τον καλοδέχτηκαν και του έβαλαν κάτι να φάει, αλλά, όταν ρώτησε για τον παππού του, οι υπηρέτριες δεν είχαν άλλη επιλογή από το να του πουν τα τρομερά νέα… Ο παππούς είχε πεθάνει! Σε μια στιγμή ο κόσμος του Βάνκα γκρεμίστηκε. Είχε χάσει και το τελευταίο στήριγμα που του είχε απομείνει στη ζωή... Έβγαλε μια σπαρακτική κραυγή και λιποθύμησε.
   Όταν άνοιξε τα μάτια του, αντίκρισε το γλυκό πρόσωπο της κυρίας Ζιβάρεφ, που του χαμογελούσε. Δίπλα της ήταν και η αγαπημένη του Όλγα Ιγκνάτιεβνα. Φορούσαν μαύρα… Του είπαν πως και ο κύριος Ζιβάρεφ είχε φύγει από τη ζωή πριν από λίγο καιρό. Ο Βάνκας άρχισε να κλαίει πικρά. Ανάμεσα στους λυγμούς του, αφηγήθηκε στις δύο γυναίκες όλα όσα είχε τραβήξει στη Μόσχα κοντά στον απάνθρωπο Αλιάχιν. Τον άκουγαν με προσοχή και δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια τους…
   Έμεινε αρκετές μέρες στο κρεβάτι. Η ταλαιπωρία και η στεναχώρια τον είχαν αρρωστήσει. Μάνα και κόρη τον περιποιούνταν με στοργή, μέρα νύχτα. Και όταν έγινε καλά, η κυρία Ζιβάρεφ του είπε πως θέλει να συζητήσουν κάτι πολύ σοβαρό. Ο καημένος ο Βάνκας φοβήθηκε πως θα τον έστελνε πίσω στο τσαγκαράδικο, αλλά όχι… Το δράμα του δύστυχου ορφανού είχε συγκινήσει βαθιά την καλή γυναίκα και αυτό που του είπε ήταν πως, αν το ήθελε κι αυτός, θα τον υιοθετούσε και θα τον μεγάλωνε σαν δικό της παιδί! Η Όλγα Ιγκνάτιεβνα θα γινόταν αδελφή του…
   Ο Βάνκας μεγάλωσε χωρίς να του λείψει τίποτα, κοντά σε ανθρώπους που αγαπούσε και τον αγαπούσαν. Μορφώθηκε και απέκτησε πολλά πλούτη. Αλλά ποτέ δεν ξέχασε τα βάσανα που πέρασε ως παιδί. Μαζί με την Όλγα Ιγκνάτιεβνα, ίδρυσε ένα ορφανοτροφείο, για να έχουν πού να βρουν καταφύγιο παιδιά μόνα και δυστυχισμένα, όπως ήταν ο ίδιος κάποτε…
Κ. Μιχάλης, Α2

   Εκεί που ο Βάνκας έτρεχε βιαστικός να ρίξει το γράμμα του στο ταχυδρομικό κουτί, έπεσε ξαφνικά πάνω στον ίδιο τον παππού του! Το αγαπημένο του εγγονάκι του είχε λείψει πολύ και είχε έρθει να το δει και να περάσουν μαζί τις γιορτές. Ο Βάνκας, τρελός από τη χαρά του, ρίχτηκε στην αγκαλιά του παππού… Αυτός ήθελε να μπούνε στο μαγαζί του Αλιάχιν, γιατί είδε πως ο μικρός, που ήταν με το πουκαμισάκι μονάχα, τουρτούριζε από το κρύο, αλλά ο εγγονός του τον τράβηξε παράμερα φοβισμένος και του έδωσε το γράμμα που του είχε γράψει. Ο παππούς το πήρε και, καθώς το διάβαζε, δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του. Αυτός είχε στείλει τον Βάνκα στη Μόσχα για να μάθει μια τέχνη και να έχει στο μέλλον μια καλύτερη ζωή. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως υπάρχουν άνθρωποι που θα βασάνιζαν τόσο ένα μικρό ανυπεράσπιστο παιδάκι… Όταν τελείωσε το γράμμα, ο Κωνσταντής Μακάριτς ήταν πολύ θυμωμένος. Δεν ήθελε να αφήσει εκεί τον εγγονό του ούτε ένα λεπτό παραπάνω και, πριν καν γυρίσει ο Αλιάχιν από την εκκλησία, οι δυο τους είχαν γίνει άφαντοι!
   Ο παππούς πήρε μαζί του τον Βάνκα στο χωριό, όπου έζησε ελεύθερος και ευτυχισμένος. Και, όταν μεγάλωσε πια, επειδή ήταν καλό και άξιο παιδί, ο κύριος και η κυρία Ζιβάρεφ τον έκαναν επιστάτη στα κτήματά τους. Παππούς και εγγονός δε χωρίστηκαν ποτέ ξανά. Ο Βάνκας φρόντισε τον παππού με αγάπη στα γεράματά του και, όταν πέθανε, παρακαλούσε τον Θεό να αναπαύσει την ψυχή του, όπως του είχε υποσχεθεί στο γράμμα του…
Κ. Χριστίνα - Λ. Αγλαΐα, Α3

Και μία αφίσα, εμπνευσμένη από την ιστορία του Βάνκα και το δράμα της παιδικής κακοποίησης...

Π. Ιωάννα, Α2

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.